Ανακοίνωση της ΕΕΑΕ για το συμψηφισμό ασφαλίστρων και προμηθειών

«Με συντονισμένες κινήσεις μας και χωρίς τυμπανοκρουσίες ανατρέψαμε αποφάσεις και πρακτικές εταιρειών, που στηριζόμενες στον Ν.3842/2010, επέφεραν σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα στον προγραμματισμό και την διαχείριση των γραφείων
μας. 

Με την έκδοση της ΠΟΛ 1058/14.3.2011 απόφασης του υπουργείου Οικονομικών, που σας κοινοποιούμε, και που αφορά τον συμψηφισμό ασφαλίστρων και προμηθειών, αίρεται η αμφισβήτηση από πλευράς πολλών Ασφαλιστικών Εταιρειών για την είσπραξη από μέρους σας, και η υποχρέωση που μας ετέθη για την απόδοση του συνόλου των ασφαλίστρων προς τις εταιρείες.

Με την δημοσίευση της απόφασης αυτής αποκαθίσταται η τάξη και έχετε το δικαίωμα, εφόσον έχετε την είσπραξη σύμφωνα με την σύμβαση που έχετε υπογράψει, να εισπράττετε και να αποδίδετε τα ασφάλιστρα των πελατών σας, παρακρατώντας την προμήθεια που αναλογεί.

Είμαστε βέβαιοι, κατόπιν αυτού, ότι και οι εταιρείες που σας υποχρέωσαν να καταβάλετε τα συνολικά ασφάλιστρα, επικαλούμενες τον Ν.3842/2010, αλλά και αυτές που σας αφήρεσαν το συμβατικό δικαίωμα της είσπραξης, θα ανακαλέσουν την απόφαση και θα συμμορφωθούν με την απόφαση του υπουργείου.

Παρακαλούμε να μας ενημερώσετε για την εφαρμογή της απόφασης αυτής από τις εταιρείες που συνεργάζεστε». Οι διευκρινήσεις σχετικά με την «Εξόφληση φορολογικών στοιχείων αξίας με επιταγή ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού σε ειδικές περιπτώσεις συναλλαγών», που εξέδωσε το υπουργείο Οικονομικών, είναι οι ακόλουθες:

«Με τις διατάξεις των δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εδαφίων της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του ΚΒΣ (Π.Δ. 186/1992), όπως τέθηκαν και ισχύουν από 1.6.2010, με τις διατάξεις της παραγράφου 25 του άρθρου 19 του ν. 3842/2010, ορίζεται ότι, ειδικά για την απόδειξη της συναλλαγής από το λήπτη φορολογικού στοιχείου που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και άνω απαιτείται η τμηματική ή ολική εξόφληση να γίνεται μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή έκδοσης του λήπτη του στοιχείου. Σε περίπτωση εκχώρησης επιταγών τρίτων εκδίδεται άμεσα λογιστική απόδειξη εκχώρησης αξιογράφων στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία των εκχωρούμενων επιταγών. Κατ’ εξαίρεση των αναφερομένων στο προηγούμενο εδάφιο, επιτρέπεται ο συμψηφισμός αμοιβαίων ανταπαιτήσεων μεταξύ μητρικής εταιρίας και θυγατρικών εταιριών.

Σχετικά με την εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων σε ειδικές περιπτώσεις συναλλαγών και σε συνέχεια των εγκυκλίων μας ΠΟΛ. 1155/11.11.2010 (τρόπος εξόφλησης συναλλαγών μεταξύ πρακτόρων και αεροπορικών εταιριών) και ΠΟΛ. 1038/22.2.2011 (συμψηφισμός ανταπαιτήσεων για συναλλαγές μεταξύ αγροτικών συνεταιρισμών και παραγωγών – μελών τους), παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες και διευκρινίσεις.

Α. Τρόπος εξόφλησης εκκαθαρίσεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων προς τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές (μεσίτες ασφαλειών, ασφαλιστικούς πράκτορες, ασφαλιστικούς σύμβουλους, συντονιστές ασφαλιστικών συμβούλων)
Με την περίπτωση στ΄ της παραγράφου 6 της Α. 9934/197/ΠΟΛ.176/23.6.1977 εγκυκλίου διαταγής έχει γίνει δεκτό ότι, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις μπορούν να εκδίδουν, το αργότερο εντός του μηνός Φεβρουαρίου, θεωρημένες τριπλότυπες εκκαθαρίσεις για τις προμήθειες και λοιπά δικαιώματα που παρασχέθηκαν απ’ αυτές κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος στους πράκτορες, παραγωγούς ασφαλειών και ασφαλειομεσίτες στις οποίες θα αναγράφονται τα στοιχεία του δικαιούχου και το ποσόν της προμήθειας. 

Δηλαδή, με την προαναφερόμενη θέση της διοίκησης αντί της έκδοσης τιμολογίων παροχής υπηρεσιών από τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις εκδίδονται εκκαθαρίσεις μία φορά το χρόνο από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις προς τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, κατ’Α εφαρμογή δε των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του ΚΒΣ πρέπει οι υπόψη εκκαθαρίσεις, εφόσον υπερβαίνουν σε αξία τα 3.000 ευρώ, να εξοφλούνται, από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με επιταγή.

Στο πλαίσιο της συναλλακτικής δραστηριότητας και πρακτικής, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μπορούν να αναθέτουν στους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και την είσπραξη των οφειλόμενων ασφαλίστρων από τους ασφαλισμένους. Στις περιπτώσεις αυτές οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές αφού παρακρατήσουν τα ποσά που αντιστοιχούν στις οφειλόμενες σε αυτούς προμήθειες από τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα, αποδίδουν στην ασφαλιστική επιχείρηση το υπολειπόμενο ποσό ασφαλίστρων.

Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές αποδίδουν μέσω τραπεζικών λογαριασμών ή με επιταγές το ποσό που προκύπτει ως διαφορά μεταξύ εισπραχθέντων για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ασφαλίστρων και δικαιωμάτων προμηθειών τους, ουσιαστικά καλύπτονται οι απορρέουσες από την παράγραφο 2 του άρθρου 18 υποχρεώσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφόσον οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν τα απαιτούμενα τραπεζικά παραστατικά ή έγγραφα από τα οποία προκύπτουν οι ανωτέρω διενεργηθείσες τραπεζικές συναλλαγές, τα οποία και διαφυλάσσονται στο χρόνο που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 21 του ΚΒΣ».