«Σκαλώνει» στην πολυπλοκότητα η Solvency II

Η Solvency II βρίσκεται πλέον προ των πυλών, με μόλις 19 μήνες να απομένουν για την οριστική ημερομηνία εφαρμογής της – την 31η Οκτωβρίου 2012 – γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη εντατικοποίησης των ενεργειών που θα οδηγήσουν στην ομαλή μετάβαση. Οι προκλήσεις εφαρμογής του νέου πλαισίου είναι ποικίλες και αφορούν σε όλους τους τομείς των ασφαλιστικών εργασιών, από τα απαιτούμενα κεφάλαια φερεγγυότητας μέχρι την εξεύρεση εξειδικευμένου προσωπικού που θα καταρτίσει το ανάλογο σχέδιο δράσης για την έγκαιρη προσαρμογή, την προσαρμογή των μηχανογραφικών συστημάτων, την διαμόρφωση προϊόντων που δεν θα επιβαρύνουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις  καθώς και στο κόστος αυτής καθ’ αυτής της προσαρμογής.

Η 5η μελέτη Ποσοτικών Επιπτώσεων (QIS5) για τη Solvency II ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 2010, με μεγάλη συμμετοχή των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που εμπίπτουν στον σκοπό της Οδηγίας, εκπροσωπώντας ποσοστό 70% σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα αποτελέσματα της μελέτης αναμένονται να δημοσιευτούν στις αρχές Απριλίου του 2011. 

Οι βασικοί στόχοι των μελετών ποσοτικών επιπτώσεων είναι:  η παροχή πληροφοριών από τις εταιρείες ανά την Ευρώπη, προκειμένου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η EIOPA (European Insurance and Occupational Pensions Authority) να είναι σε θέση να αξιολογήσουν με πραγματικά δεδομένα τις επιπτώσεις της νέας οδηγίας στο ύψος των απαιτούμενων κεφαλαίων φερεγγυότητας, ο έλεγχος της καταλληλότητας των τεχνικών προδιαγραφών και η προετοιμασία τόσο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων όσο των εποπτικών αρχών.

Στην 5η Μελέτη Ποσοτικών Επιπτώσεων δοκιμάστηκαν, μεταξύ άλλων, οι τεχνικές προδιαγραφές που αφορούν στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, στον υπολογισμό του κινδύνου της αγοράς, του κινδύνου του underwriting και  του λειτουργικού κινδύνου, ενώ παράλληλα, με την ταξινόμηση των ιδίων κεφαλαίων ελέγχθηκε η ποιότητά τους από την ίδια την εταιρία, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες απαιτήσεις ταξινόμησης.

Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις και τα σχόλια των εταιρειών που συμμετείχαν στην μελέτη, η γενική εντύπωση που διαμορφώθηκε είναι ότι οι παρούσες προτάσεις για την εφαρμογή του νέου νομοθετικού πλαισίου είναι αρκετά πολύπλοκες, απαιτούν εκτενή χρήση ανθρωπίνων πόρων αλλά και, κυρίως, επιφέρουν μεγάλο κόστος προσαρμογής για τις ασφαλιστικές εταιρείες.

Με πρόσφατη έρευνα της PwC, στην οποία συμμετείχαν 115 ασφαλιστικές επιχειρήσεις, σε 22 χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών εκτός του ΕΟΧ, το 74% των ασφαλιστικών εταιρειών δηλώνει σίγουρο ότι θα προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του για την εφαρμογή της Solvency II, μέχρι την προθεσμία τελικής εφαρμογής. Ωστόσο, όπως σημειώνεται στη σχετική έρευνα, η πλειοψηφία βρίσκεται ακόμα σε στάδιο προετοιμασίας, ενώ σε ποσοστό 11%, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν έχουν προχωρήσει σε σχετικές ενέργειες. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει την προετοιμασία, στην πλειονότητά τους βρίσκονται στα αρχικά στάδια εκπλήρωσής της.

Όπως εξηγεί η υπεύθυνη οικονομικών θεμάτων και κλάδου ζωής της Ε.Α.Ε.Ε. κα Μυρτώ Χαμπάκη, η Ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά έχει τονίσει επανειλημμένα ότι τα μέτρα εφαρμογής του δευτέρου επιπέδου (Level 2) διαμόρφωσης της οδηγίας, καθώς και οι κατευθυντήριες γραμμές που θα προκύψουν από το τρίτο επίπεδο (Level 3) διαμόρφωσης  της οδηγίας, που αφορούν και στους τρεις πυλώνες, θα πρέπει να καταρτιστούν έτσι ώστε να μειώσουν την πολυπλοκότητα αλλά και το κόστος προσαρμογής, διατηρώντας, όμως, παράλληλα όλες τις απαραίτητες διαδικασίες για την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων.

Η CEA εκτιμά στην παρούσα φάση ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την EIOPA θα πρέπει να ασχοληθούν με τη μείωση της πολυπλοκότητας της Τυποποιημένης Προσέγγισης (Standard Formula) για τον υπολογισμό των κεφαλαίων φερεγγυότητας και με την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της Αναλογικότητας (proportionality), που αναφέρεται στο κείμενο της οδηγίας.

Η Αρχή της Αναλογικότητας ενσωματώθηκε στη λογική του σχεδιασμού της Solvency II, με στόχο να διαμορφώσει τις απαιτήσεις της οδηγίας, αναλόγως του μεγέθους των ασφαλιστικών εταιρειών. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, βάσει της αρχής αυτής, έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν απλοποιημένες προσεγγίσεις, τόσο στον υπολογισμό του κεφαλαίου φερεγγυότητας (SCR), όσο και στις διαδικασίες που αφορούν στη διαχείριση κινδύνων, στην εταιρική διακυβέρνηση αλλά και στις απαιτήσεις διαφάνειας. Συγκεκριμένα, στο Συμβουλευτικό Έγγραφο 24 (Consultation Paper 24) αναφέρεται ότι η αρχή της αναλογικότητας έχει διττό περιεχόμενο – αφενός μεν δικαιολογεί τη χρήση απλοποιημένων υπολογισμών και διαδικασιών για χαρτοφυλάκια χαμηλού ρίσκου, αφετέρου, όμως, αυξάνει και την απαίτηση για τη χρήση των απαραίτητων και ιδιαίτερα εξειδικευμένων μεθόδων και τεχνικών για πολύπλοκα χαρτοφυλάκια, από άποψη διαχείρισης κινδύνου. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα προαναφερόμενα είναι ότι η αρχή της Αναλογικότητας είναι ένα εργαλείο για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, χωρίς αυτό να υπονοεί ότι η χρήση της θα μειώσει το βαθμό προστασίας του τελικού αποδέκτη των ασφαλιστικών προϊόντων – του καταναλωτή.

Στις αρχές Ιανουαρίου, η CEA, σε μια οργανωμένη προσπάθειά της να επιτύχει τους προαναφερόμενους στόχους και να καταστήσει έτσι την εφαρμογή της Solvency II εφικτή από όλες τις εταιρίες, εξέδωσε σχετικό έντυπο με τίτλο «Solvency II – Making it workable for all». Στο έγγραφο αυτό τονίζει την ανάγκη μείωσης της πολυπλοκότητας της Τυποποιημένης Προσέγγισης, επισημαίνοντας σημεία στα οποία η πολυπλοκότητα των υπολογισμών χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.

Ειδικότερα, όσον αφορά στους Υπολογισμούς των Τεχνικών Προβλέψεων προτείνεται, μεταξύ άλλων, η απλοποίηση των υπολογισμών για το περιθώριο κινδύνου (risk margin). Κατά την CEA θεωρείται ότι ο τριμηνιαίος υπολογισμός του Ελαχίστου Κεφαλαίου Φερεγγυότητας (MCR), σε συνδυασμό με άλλες βασικές πληροφορίες που αφορούν στην φερεγγυότητα της εταιρείας, αυξάνει το βαθμό δυσκολίας στην ανταπόκριση των εταιριών. Τονίζεται δε επίσης, η δυσκολία στον προσδιορισμό της εξάρτησης των διαφόρων παραγόντων αβεβαιότητας στον υπολογισμό για την Βέλτιστη Εκτίμηση (Best Estimate), ενώ γίνονται αναφορές για τον καθορισμό της αξίας ανακτήσεων από αντασφαλιστές, της απαίτησης της χρήσης των IFRS, ως βάσης για την αποτίμηση των στοιχείων του Ενεργητικού και των Διαφόρων απαιτήσεων κ.λπ. Παράλληλα, προτείνονται απλοποιήσεις που αφορούν στα Ίδια Κεφάλαια και την έγκρισή τους, στον Υπολογισμό του Κεφαλαίου Φερεγγυότητας (SCR) και, ειδικότερα, στην ποσοτικοποίηση των διαφόρων τεχνικών απομείωσης κινδύνου (risk mitigating techniques) ανά είδος τεχνικής στην υποκατηγορία του Κινδύνου Αθέτησης Αντισυμβαλλομένου (Counter Party Default Risk), καθώς και στην αντιμετώπιση των συμμετοχών, των καταστροφικών σεναρίων (cat risk) κ.λπ.

Όσον αφορά στην αρχή της αναλογικότητας, η CEA τονίζει ότι η επιλογή της χρήσης απλοποιημένων προσεγγίσεων στον υπολογισμό του Κεφαλαίου Φερεγγυότητας θα πρέπει να είναι διαθέσιμη για όλες τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μετά από συνεννόηση με την εποπτική αρχή. Επίσης, συστήνει να γίνει εκπαίδευση και μελέτη προσομοίωσης περιπτώσεων από τους επόπτες προς τις εταιρίες. Η CEA, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία του καταναλωτή από τις εταιρίες που θα προχωρήσουν στη χρήση του proportionality (με την λογική ενδεχόμενου αυξημένου κινδύνου των «απλοποιημένων» μοντέλων που θα χρησιμοποιηθούν), εισηγείται ότι θα πρέπει να υπάρξει περαιτέρω καθοδήγηση με συγκεκριμένες παραμέτρους για το πότε μια εταιρεία μπορεί να χρησιμοποιήσει τις απλοποιημένες προσεγγίσεις και όχι να περιορίζεται στο είδος των απλοποιημένων προσεγγίσεων.

Δίδεται, τέλος, ιδιαίτερη βαρύτητα από την CEA στα προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κατά την εφαρμογή των απαιτήσεων του δεύτερου και του τρίτου πυλώνα της Οδηγίας, με έμφαση στην εφαρμογή της ORSA (Own Risk Solvency Assessment) και της καταλληλότητας των στελεχών (fit and proper clause).

Ο βαθμός ετοιμότητας των εταιρειών καθώς και το απαιτούμενο κόστος εφαρμογής ανά εταιρεία διαφέρει σημαντικά, σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα. Σχεδόν όλες οι ασφαλιστικές δραστηριότητες θα πρέπει να αναθεωρηθούν και να προσαρμοστούν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου πλαισίου, έτσι ώστε να είναι συμβατές και αποδεκτές, εντός του περιβάλλοντος της Solvency II, επιφέροντας, εν τέλει, το επιθυμητό αποτέλεσμα.