«Αλλάζουν» τα προγράμματα στον κλάδο υγείας

Διευρύνεται σταδιακά ο αριθμός των ασφαλιστικών εταιρειών που προωθούν τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια υγείας, σε μια προσπάθεια να ελεγχθεί το κόστος των νοσοκομειακών προγραμμάτων που αυξάνεται γεωμετρικά κάθε χρόνο. Στη λογική των ετησίως ανανεούμενων προγραμμάτων έχουν ήδη προσχωρήσει μεγάλες εταιρείες του κλάδου, όπως η Interamerican, που προωθεί τέτοιου τύπου συμβόλαια σε ευρεία κλίμακα, ενώ αντίστοιχη δυνατότητα προσφέρουν εταιρείες όπως η Εθνική Ασφαλιστική και η Allianz

Η προοπτική παρέμβασης από την πλευρά του κράτους στην τιμολογιακή πολιτική των ασφαλιστικών εταιρειών μέσα από το σχέδιο νόμου για τη διαφάνεια των ασφαλιστικών συμβάσεων, που προωθεί η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, εκτιμάται ότι θα ωθήσει και άλλες εταιρείες στην προώθηση προγραμμάτων περιορισμένης κάλυψης, προκειμένου να ελέγξουν το κόστος της ιατρικής περίθαλψης.

Ο χώρος της υγείας χαρακτηρίζεται από τη δραματική αύξηση του κόστους παροχής υπηρεσιών την τελευταία δεκαετία. Η αύξηση είναι της τάξης του 13% μεσοσταθμικά τα τελευταία χρόνια, εκτινάσσοντας σε ανεξέλεγκτα επίπεδα το κόστος των νοσοκομειακών και ιατρικών υπηρεσιών στον κλάδο της ιδιωτικής υγείας. Η αποκλειστική σχεδόν σύνδεση των προγραμμάτων υγείας με τις ιδιωτικές υπηρεσίες, έχουν εκτινάξει το δείκτη ζημιών (loss ratio) ορισμένων παλαιών συμβολαίων ακόμα και στο 200%, καθιστώντας τα συγκεκριμένα προγράμματα εξαιρετικά ζημιογόνα.

Τα προγράμματα «περιορισμένης διάρκειας» έχουν περίοδο κάλυψης ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά έτη και επιτρέπουν στην εταιρεία να καταργήσει συνολικά ένα ασφαλιστικό πρόγραμμα με συγκεκριμένες παροχές για όλους τους ασφαλισμένους εάν διαπιστώσει ότι δεν είναι βιώσιμο. 

Η εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα της ανανέωσης με ταυτόχρονη τροποποίηση ή μη των ασφαλίστρων και των όρων ασφάλισης, ενώ από την πλευρά του ο ασφαλισμένος μπορεί να ανανεώσει αυτόματα το ασφαλιστικό πρόγραμμα πριν αυτό λήξει, χωρίς να απαιτείται προσκόμιση αποδεικτικών ασφαλισιμότητας. 

Έτσι τα νέου τύπου συμβόλαια δίνουν τη δυνατότητα στην εταιρεία να προχωρήσει σε αυξήσεις που θεωρεί ότι είναι αναγκαίες για τη βιωσιμότητα του προγράμματος ή να αλλάξει τους όρους του συμβολαίου, εάν διαπιστώσει ότι συγκεκριμένες καλύψεις συσσωρεύουν μεγάλες ζημιές. Εξαιτίας της ευελιξίας που τα συνοδεύει είναι συνήθως φθηνότερα από τα παραδοσιακά νοσοκομειακά συμβόλαια, που χαρακτηρίζονται από υψηλά κόστη αποζημιώσεων.

Τα προγράμματα ετήσιας ή περιορισμένης διάρκειας χρησιμοποιούνται ήδη σε πολλές χώρες εντός και εκτός Ευρώπης, όπως τη Βόρεια Αμερική ή την Αυστραλία. Εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ιδιαίτερη ανάπτυξη έχουν σε χώρες όπως η Βρετανία, η Ολλανδία, αλλά και σε αγορές όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Πιο κοντινό παράδειγμα στην ελληνική πραγματικότητα είναι η Κύπρος, όπου μέχρι πριν από 10 χρόνια κυριαρχούσαν αποκλειστικά ισόβια προγράμματα, ενώ τώρα οι νέες εργασίες αφορούν σε προγράμματα ετησίως ανανεούμενα. 

Η ελκυστικότητα αυτών των προγραμμάτων είναι αποτέλεσμα των συνεχών εξελίξεων στην ιατρική τεχνολογία, των αυξήσεων στις δαπάνες περίθαλψης, αλλά και της αδυναμίας ελέγχου του ιατρικού πληθωρισμού μέσω των υφιστάμενων συστημάτων υγείας. Οι παράγοντες αυτοί οδηγούν σε αβεβαιότητα ή ακόμα και αδυναμία πρόβλεψης με ασφάλεια των μελλοντικών ασφαλιστικών κινδύνων υγείας και εξασφάλισης της βιωσιμότητας των προγραμμάτων υγείας, η οποία εντείνεται από τη διάρκεια της εγγύησης που παρέχουν τα ασφαλιστήρια. 

Η στροφή και στη χώρα μας θεωρείται νομοτελειακή ενόψει της προσαρμογής της ασφαλιστικής αγοράς στους νέους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, στη Solvency II. Με βάση τους νέους κανόνες, οι εταιρείες θα υποχρεωθούν να κρατούν αποθέματα με βάση τις μακροχρόνιες απαιτήσεις που ενσωματώνουν τα ισόβια συμβόλαια, οι οποίες είναι δύσκολο να ελεγχθούν όταν υπεισέρχονται ευμετάβλητοι και δύσκολα ελέγξιμοι παράγοντες, ανατρέποντας τη σημερινή πρακτική, που επιτρέπει στις  εταιρείες να κρατούν απόθεμα με βάση την ετήσια διάρκειά του συμβολαίου και η οποία θεωρείται στρεβλή ως προς τις πραγματικές ανάγκες αποθεματοποίησης. 

Τα ετησίως ανανεούμενα προγράμματα έχουν το πλεονέκτημα της προσαρμογής των παροχών και όρων στις ανάγκες του ασφαλισμένου και στις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης. Μέσα από την ευελιξία που τα χαρακτηρίζει, μπορούν καλύτερα να ανταποκριθούν στην ανάγκη διατήρησης της ανταλλακτικής τους αξίας, ώστε οι παροχές που προβλέπονται να έχουν επίκαιρη χρησιμότητα και ο ασφαλισμένος εγγυημένη οικονομική πρόσβαση την ώρα της ανάγκης.

Η διεθνής εμπειρία επιβεβαιώνει τη λειτουργία των προγραμμάτων περιορισμένης διάρκειας σε πολλές και διαφορετικές μορφές. Στην Αμερική κάποια προγράμματα έχουν δείξει υψηλότερο δείκτη ικανοποίησης ανάμεσα στους ασφαλισμένους από αντίστοιχα μακροπρόθεσμα. Όπως διαβεβαιώνουν οι εταιρείες, τα προγράμματα περιορισμένης ή μονετούς διάρκειας δεν ακυρώνουν την ασφαλισιμότητα του ατόμου, ενώ μπορούν να λειτουργήσουν και με τη μορφή αυτοτελών ασφαλιστηρίων, που δεν συνδυάζονται με βασική ασφάλεια ή και άλλη συμπληρωματική κάλυψη. Εκπρόσωποι της αγοράς εμφανίζονται καθησυχαστικοί, επισημαίνοντας ότι τα προγράμματα αυτής της κατηγορίας συνοδεύονται με όρους, που υποχρεώνουν την εταιρεία να ανανεώσει το συμβόλαιο του ασφαλισμένου για τρία τουλάχιστον χρόνια μετά την εκδήλωση της ασθένειας. Ως εκ τούτου δεν μπορούν να κατηγορηθούν ότι οδηγούν στην εγκατάλειψη του πελάτη στην κρίσιμη φάση εκδήλωσης της ασθένειας, ακυρώνοντας το νόημα της ασφάλισης.

Οι εταιρείες επιμένουν ότι τα προγράμματα υγείας,  ανεξαρτήτως της χρονικής τους διάρκειας, δεν είναι ανταγωνιστικά και το πλεονέκτημα της χρησιμότητας του ενός προγράμματος σε σχέση με το άλλο, στηρίζεται σε συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες. Βασική απειλή ή δύναμη ενός συμβολαίου παραμένει ο βαθμός διαχρονικής αξιοπιστίας, στοιχείο που σηματοδοτεί και την ευθύνη της ασφαλιστικής αγοράς στη διαχείριση αυτών των προγραμμάτων, με τον πολίτη να γνωρίζει και να απολαμβάνει την ώρα που χρειάζεται, όλες τις παροχές στο είδος και το βαθμό που το συμβόλαιο επιτρέπει. 

Η πολιτική της μακροχρόνιας δέσμευσης μπορεί άλλωστε να συγκρατεί το κόστος μακροχρόνια, αλλά οι ασφαλισμένοι επιβαρύνονται περισσότερο τα πρώτα χρόνια της ασφάλισης. Ένα ετησίως ανανεούμενο πρόγραμμα, μπορεί άλλωστε να αποτελέσει την ιδανική λύση για την ομάδα των πολιτών που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με την ιδιωτική ασφάλιση και δεν γνωρίζει, πριν την οριστική απόφαση μια πιο μακροχρόνια δέσμευση, ποιες ακριβώς παροχές να αναζητήσει σε ένα ατομικό πρόγραμμα υγείας.

Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές των προγραμμάτων περιορισμένης διάρκειας ανάλογα με το σύστημα υγείας, το ασφαλιστικό περιβάλλον, τη νομοθεσία και την εκάστοτε εμπορική προσέγγιση.

Τα βασικά χαρακτηριστικά τους εκτός από την περιορισμένη διάρκεια είναι:
• η αυτόματη ανανέωση του ασφαλιστηρίου στη λήξη της προσυμφωνημένης διάρκειας
• η ευελιξία και η προσαρμογή των ασφαλίστρων, των όρων και των παροχών στις ανάγκες του εκάστοτε ασφαλιστικού περιβάλλοντος
• η δυνατότητα τροποποίησης των όρων μόνο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου και όχι ατομικά
• η παροχή όρου εγγύησης ατομικής ασφαλισιμότητας (προ-ασφαλιστικός έλεγχος μια φορά στην έναρξη της ασφάλισης)
• η προσέλκυση καλύτερων ασφαλιστικών κινδύνων (χαρτοφυλακίων), νοσηρότητας και ηλικιακής σύνθεσης, εξαιτίας λιγότερων εγγυήσεων με κατάλληλα κίνητρα (ασφάλιστρα, παροχές)
• το πιο φθηνό risk premium, σε σχέση με το αντίστοιχο μακροπρόθεσμο συμβόλαιο, δεδομένου ότι αποφεύγεται σε μεγάλο βαθμό το φαινόμενο της ηθικής βλάβης και της δυνατότητας ελέγχου του μελλοντικού κινδύνου μέσω της προσαρμογής των παροχών, των όρων και των ασφαλίστρων.

Σημειώνεται ότι τα νοσοκομειακά προγράμματα αποτελούν βασική πηγή εργασιών για τις ασφαλιστικές εταιρείες και προωθούνται είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με τη βασική ασφάλιση. Αν και δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία για το ακριβές μέγεθος της αγοράς των νοσοκομειακών προγραμμάτων, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι  αντιπροσωπεύει το μισό των εργασιών του κλάδου ζωής που με βάση τα στοιχεία του 2009, ανήλθε στα 2,5 δις ευρώ. Οι ίδιες εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό των καταναλωτών  που διαθέτει προγράμματα υγείας στο 15% του συνολικού πληθυσμού ή το 20% εάν συνυπολογιστούν και τα ομαδικά προγράμματα υγείας. Παρά την οικονομική κρίση η ζήτηση για νοσοκομειακά προγράμματα είναι αυξανόμενη, τάση που ενισχύεται από την αβεβαιότητα και την επιδείνωση του επιπέδου της δημόσιας υγείας.