Έφθασε η ώρα καταβολής κεφαλαίων

Η αντίστροφη μέτρηση για την προσαρμογή του ελληνικού κλάδου στις απαιτήσεις της Solvency II έχει ήδη ξεκινήσει. Μέσα σε μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα οικονομική συγκυρία οι ελληνικές ασφαλιστικές εταιρίες καλούνται να αντεπεξέλθουν σε μια σειρά κεφαλαιακών και ποιοτικών απαιτήσεων που θα τις αναγκάσει να έρθουν αντιμέτωπες και με μια σειρά θεμάτων που επί σειρά ετών μετακυλούσαν στο μέλλον. Μεταξύ αυτών τα θέματα χρονικής υστέρησης καταβολής ασφαλίστρων από συνεργάτες, τιμολόγησης και αποθεματοποίησης νοσοκομειακών προϊόντων, υψηλών επιτοκιακών εγγυήσεων στα επενδυτικά προϊόντα ζωής κλπ. 

Αξίζει να επισημανθεί ότι στις 15 Νοεμβρίου έληξε και η επίσημη προθεσμία υποβολής των αποτελεσμάτων των μελετών ποσοτικοποίησης που τρέχει αυτή την περίοδο για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της CEIOPS (Commission of European Insurance and Occupational Pension Schemes), η πέμπτη κατά σειρά τέτοια μελέτη. Πολλές ασφαλιστικές εταιρείες (συμπεριλαμβανομένων και κάποιων ελληνικών) έχουν ήδη συμμετάσχει σε μελέτες ποσοτικών επιπτώσεων (Quantitative Impact Studies) για το «Solvency II» που διοργανώνει η επιτροπή των CEIOPS ή έχουν προετοιμαστεί για τη συμμετοχή τους στην τρέχουσα.

Ενθαρρυντική εξέλιξη για την ελληνική ασφαλιστική αγορά είναι και η μεγάλη συμμετοχή που εκδηλώθηκε από ελληνικές εταιρίες σε σχέση με τις περασμένες μελέτες, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες 15 εταιρείες συμμετέχουν στην άσκηση. Με αυτό τον τρόπο θα πάρουν μια γεύση των κεφαλαιακών  απαιτήσεων της Solvency II σε σχέση με τους κινδύνους που αναλαμβάνουν καθώς και των μηχανισμών που θα πρέπει να στηθούν στην προετοιμασία ισολογισμών σε τιμές αγοράς (market value). Ενθαρρυντικό στοιχείο αποτελεί επίσης και το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ασφαλιστικών εταιριών έχει ήδη ξεκινήσει έργα υλοποίησης στον δρόμο προς την εναρμόνιση με τις ποιοτικές απαιτήσεις της Solvency.

Όπως προκύπτουν από τα έως σήμερα δεδομένα των μελετών ποσοτικοποίησης, οι εταιρίες καλούνται να αντιμετωπίσουν τόσο τις μεγάλες κεφαλαιακές απαιτήσεις όσο και το υψηλό κόστος εναρμόνισης με την οδηγία τόσο σε επίπεδο εσωτερικών διεργασιών όσο και σε επίπεδο εξωτερικών συμβούλων. Ενδεικτικά αναφέρεται από τον υπεύθυνο Solvency II υπηρεσιών της Ernst & Young, κ. Λάμπρο Γκόγκο, ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο το κόστος εναρμόνισης με την Οδηγία κυμαίνεται μεταξύ 10 εώς 100 εκατομμυρίων ευρώ για τον κλάδο, χωρίς να υπολογίζεται το επιπλέον κεφάλαιο που απαιτείται από τις εταιρίες.

Η ανησυχία που εκφράστηκε από την ασφαλιστική αγορά, σχετικά με το ύψος των απαιτούμενων εποπτικών κεφαλαίων που προκύπτουν από τη διεξαγωγή των ποσοτικών μελετών αντίκτυπου, οδήγησε στην επιεικέστερη προσέγγιση του CEIOPS κάτι που αναμένεται να δημοσιευθεί στο τέλος Απριλίου 2011. Είναι δεδομένο ότι τα αποτελέσματα της μελέτης QIS5 θα ληφθούν υπόψη για τη διαμόρφωση της τελικής μορφής των «Μέτρων Εφαρμογής Δευτέρου Επιπέδου» τα οποία είναι πιθανό να τροποποιηθούν πριν την υιοθέτηση των τελικών μέτρων (λόγω του γεγονότος ότι η δημοσίευση των μέτρων προηγείται της ολοκλήρωσης της μελέτης QIS5).

Η εισαγωγή του πλαισίου Solvency II, προοιωνίζεται σημαντικότατες αλλαγές για τον ασφαλιστικό κλάδο. Η πρόκληση αφορά όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο, ενώ στην Ελλάδα η προσαρμογή στο πλαίσιο συμπίπτει με μια περίοδο ευρύτερων ανακατατάξεων της ασφαλιστικής αγοράς αλλά και μοναδικών οικονομικών συγκυριών. 

Το πλαίσιο Solvency II είναι δομημένο, όπως και το αντίστοιχο για τις τράπεζες πλαίσιο «Βασιλεία ΙΙ», με τη μορφή τριών πυλώνων. Ο πρώτος πυλώνας αφορά τον υπολογισμό των απαιτούμενων και των ελάχιστων κεφαλαίων που καλείται να έχει η κάθε ασφαλιστική εταιρεία, προκειμένου να καλύπτει βασικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει από τις δραστηριότητές της. 

Επισημαίνεται ότι το νέο πλαίσιο αναμένεται να αυξήσει σε σημαντικό βαθμό τα κεφάλαια που θα απαιτούνται από τις ασφαλιστικές εταιρείες σε σχέση με τις υπάρχουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις του Solvency I όπως προκύπτουν από όλες τις έως τώρα ενδείξεις. 

Ο δεύτερος πυλώνας αναφέρεται στις εσωτερικές διαδικασίες και μεθοδολογίες που εφαρμόζει μια εταιρεία, ώστε να εξασφαλίζει ότι έχει επαρκή κεφάλαια, αλλά και να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους κινδύνους που αναλαμβάνει και αντιμετωπίζει. Ο τρίτος πυλώνας τέλος καλύπτει τις γνωστοποιήσεις προς την αγορά και την εποπτική αρχή.