Μετ’ εμποδίων το Εγγυητικό Ζωής για Ασπίς και Commercial

 Στην πράξη θα κριθεί  πλέον η εφαρμογή του νόμου 3867/2010 για τη σύσταση Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής  και την κάλυψη των ασφαλισμένων της Ασπίς Πρόνοια και της Commercial Value. 

Η ψήφιση του νόμου και η πρόβλεψη για αναδρομική κάλυψη από το Εγγυητικό Κεφάλαιο των ασφαλισμένων των δύο εταιρειών,  η άδεια των οποίων ανακλήθηκε πριν την ψήφιση του νόμου, έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου των αντιδράσεων στην ασφαλιστική αγορά. 

Η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, έχει διαμηνύσει επισήμως ότι μέσω της νομικής υπηρεσίας θα εξετάσει τη συνταγματικότητα του νόμου, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Στο επίκεντρο της κριτικής τίθεται το θέμα της διαφορετικής μεταχείρισης των ασφαλισμένων των δύο εταιρειών και αυτών που ενδεχομένως θα προκύψουν από τυχόν νέες ανακλήσεις. 

Οι αιτιάσεις εστιάζονται στην κάλυψη των ασφαλισμένων των δύο εταιρειών Ασπίς Πρόνοια και Commercial Value  σε ποσοστό έως και 70% από το Εγγυητικό Κεφάλαιο ακόμα και στην περίπτωση που δεν βρεθεί ανάδοχος για την ανάληψη των συμβολαίων τους, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται σε 300.000 περίπου.

Ήδη πάντως με την ψήφιση του νόμου, ενεργοποιήθηκε η διαδικασία δημοσιοποίησης των ονομάτων των ασφαλισμένων που έχουν στην κατοχή τους ασφαλιστήρια συμβόλαια των δύο εταιρειών, η οποία αναμένεται να διαρκέσει τρεις περίπου μήνες, προκειμένου στη συνέχεια να ακολουθήσει η ανάρτηση του Προσωρινού Μητρώου Ασφαλισμένων, που θα κρίνει και το ακριβές ύψος των απαιτήσεων που έχουν αφήσει πίσω τους οι δύο εταιρείες.

Το τελικό κείμενο δίνει πάντως τη δυνατότητα στον Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής να προτείνει «την περαιτέρω αναμόρφωση των παροχών, λαμβάνοντας υπόψη το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου και την υπάρχουσα κατανομή των περιουσιακών στοιχείων κατά ασφαλιστική τοποθέτηση», καθώς και «την αναμόρφωση των όρων και των παροχών των προσαρτημάτων των συμβάσεων ασφαλίσεων ζωής». 

Η πρόβλεψη αυτή συνεπάγεται τη δυνατότητα  κατάργησης των αποδόσεων και προσαρμογή των απαιτήσεων που έχουν οι ασφαλισμένοι των εταιρειών Ασπίς Πρόνοια και Commercial Value στο επίπεδο του αρχικού κεφαλαίου, αλλαγή που σύμφωνα με το νομοθέτη, αποσκοπεί στο να διευκολύνει τη διαδικασία εξεύρεσης αναδόχου για την πώληση των χαρτοφυλακίων των δύο εταιρειών.

Η εμπλοκή του Εγγυητικού Κεφαλαίου που συνιστάται με ειδικό άρθρο, στη διαδικασία ικανοποίησης των ασφαλισμένων είναι καθοριστική στο βαθμό που ο νόμος προβλέπει τη δυνατότητα του αναδόχου που θα επιλεγεί μετά από διαγωνιστική διαδικασία, να καλύψει τη διαφορά του ελλείμματος που θα προκύψει από τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις των δύο εταιρειών.
Ο  νόμος πάντως αποσυνδέει την ικανοποίηση από το Εγγυητικό Κεφάλαιο των απαιτήσεων  που έχουν οι ασφαλισμένοι  των δύο εταιρειών. 

Η  κάλυψή τους σε ποσοστό έως και 70% θα επιβαρύνει έτσι ούτως ή άλλως την ασφαλιστική αγορά μέσω της εισφοράς προς το Εγγυητικό Κεφάλαιο, ενώ τα έσοδα του Εγγυητικού θα προέλθουν από την εισφορά – έως 1,5% επί της ετήσιας παραγωγής ασφαλίστρων – που θα επιβαρύνει κατά 50% τους ασφαλισμένους και κατά 50% τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Η συμμετοχή του δημοσίου περιορίζεται στην παροχή εγγύησης προκειμένου το Εγγυητικό Κεφάλαιο να προσφύγει σε δανεισμό με τιτλοποίηση των μελλοντικών του εσόδων. Στην περίπτωση αυτή το ελληνικό δημόσιο αποκτά ενέχυρο επί των 2/3 των συνολικών εσόδων του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, που προέρχονται από τις εισφορές των μελών του. 

Διευρυμένες σε σχέση με το αρχικό κείμενο είναι επίσης και οι αποζημιώσεις που θα καταβάλει το Εγγυητικό Κεφάλαιο στους ασφαλισμένους εταιρειών που ενδέχεται να κλείσουν στο μέλλον. Όπως προβλέπει ο νόμος η αποζημίωση εκτείνεται σε όλους τους κλάδους ασφάλισης ζωής, ανά ασφαλιστήριο και ανά ασφαλισμένο, µε εξαίρεση τις απαιτήσεις που πηγάζουν από συμπληρωματικές καλύψεις νοσοκομειακής περίθαλψης, και ισούται µε το 100% κάθε απαίτησης από ασφάλιση ζωής και μέχρι το ποσό των 30.000 ευρώ ανά δικαιούχο ασφαλίσεων ζωής για τις παροχές στη λήξη και τις εξαγορές των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και μέχρι το ποσό των 60.000 ευρώ για τις αποζημιώσεις θανάτου και μόνιμης ολικής αναπηρίας. 

Το υπουργείο Οικονομικών προκρίνει τη μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου με αναμορφωμένες παροχές στο επίπεδο του αρχικού κεφαλαίου και μετά από προσδιορισμό του ανοίγματος, που γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος με βάση τα στοιχεία που παρέχονται από τον Επόπτη Χαρτοφυλακίων Ζωής των δύο εταιρειών. 

Η Τράπεζα της Ελλάδος θα προσδιορίσει το άνοιγμα του χαρτοφυλακίου ζωής, όπως αυτό προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των υποχρεώσεων του χαρτοφυλακίου για μαθηματικά και τεχνικά αποθέματα και των αντίστοιχων στοιχείων της ασφαλιστικής τοποθέτησης. Ο ανάδοχος που θα επιλεγεί  θα προτείνει τη μείωση των υφιστάμενων απαιτήσεων των ασφαλισμένων με βάση το εισηγητικό σχέδιο αναμόρφωσης παροχών του Επόπτη Χαρτοφυλακίων Ζωής. 

Ως κίνητρο για τη διευκόλυνση της διαδικασίας πώλησης του χαρτοφυλακίου είναι η πρόβλεψη για αναστολή για δύο χρόνια κάθε υφιστάμενης ή µελλοντικής αίτησης εξαγοράς ασφαλιστηρίου της επιχείρησης ή λήξη ασφαλιστηρίου, µε εξαίρεση τις απαιτήσεις για καταβολή ασφαλίσµατος υγείας. 

Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και μετά από εισήγηση της Διαχειριστικής Επιτροπής του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, μπορεί να αναστέλλεται η είσπραξη των απαιτήσεων των καταναλωτών για χρονικό διάστημα μέχρι τρία χρόνια από τη δημοσίευση του νόμου, να καθορίζεται η διαδικασία, ο χρόνος και ο τρόπος πληρωμής, να συνιστάται τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από έναν εκπρόσωπο της Τράπεζας της Ελλάδος και δύο µέλη της Διαχειριστικής  Επιτροπής του Εγγυητικού Κεφαλαίου Ζωής, για την εξαίρεση από την αναστολή των απαιτήσεων που αφορούν σοβαρά περιστατικά υγείας ή να ρυθµίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 

Την αποτελεσματικότητα του νόμου αμφισβητεί πάντως η ασφαλιστική αγορά, εκπρόσωποι της οποίας, θεωρούν ότι τα  υψηλά ελλείμματα του χαρτοφυλακίου των δύο εταιρειών, δεν θα επιτρέψουν στη διαδικασία ανεύρεσης αναδόχου να ευδοκιμήσει.

Ο νόμος προβλέπει καταληκτική ημερομηνία ενός έτους από τη δημοσίευσή του για την ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, ενώ στην περίπτωση που η μεταβίβαση δεν επιτευχθεί, το χαρτοφυλάκιο ζωής τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση. 

Η διαδικασία μεταβίβασης δεν είναι υποχρεωτική για τους ασφαλισμένους, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τη λύση του συμβολαίου τους και την υπαγωγή των απαιτήσεών τους στην ασφαλιστική εκκαθάριση. Αν στην πρόταση του αναδόχου αντιταχθούν ασφαλισμένοι που αντιστοιχούν σε ποσοστό µμεγαλύτερο του 50% της συνολικής παραγωγής ασφαλίστρων κατά το τελευταίο έτος λειτουργίας της επιχείρησης, η περαιτέρω διαδικασία αυτού του άρθρου ματαιώνεται και το χαρτοφυλάκιο ζωής τίθεται και αυτό στην ασφαλιστική εκκαθάριση.  

Ειδική πρόβλεψη υπάρχει για τους κατόχους νοσοκομειακών προγραμμάτων, οι οποίοι στην περίπτωση που κριθούν από τον ανάδοχο ασφαλίσιµοι µε βάση την ηλικία τους και την κατάσταση της υγείας τους, αντικαθίστανται µε ανάλογα προϊόντα που ήδη διαθέτει ο ανάδοχος στο κοινό. 

Αντίθετα στην περίπτωση που οι ασφαλισμένοι, κατά το χρόνο μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου, δεν κρίνονται ασφαλίσιµοι µε βάση την ηλικία και την κατάσταση της υγείας τους, σύμφωνα µε τα κριτήρια καθορισμού µη ασφαλίσιµων κινδύνων της αναδόχου εταιρείας, συνεχίζονται από τον ανάδοχο, ο οποίος δύναται να εξαλείψει τυχόν όρους που αντιβαίνουν στα συναλλακτικά ήθη της ασφαλιστικής αγοράς και να αυξήσει το ασφάλιστρο κατά ποσοστό μέχρι 20% αναπροσαρμοζόμενο εφεξής µε το κοινό ποσοστό αναπροσαρμογής ασφαλίστρων των νοσοκομειακών προσραμμάτων του.

Η αρμοδιότητα

Σε ειδικό άρθρο προβλέπεται επίσης η μεταφορά των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης στην Τράπεζα της Ελλάδος και η κατάργηση της Επιτροπής. Η μεταφορά γίνεται κατά το πρότυπο της κατάργησης της Νομισματικής Επιτροπής, δηλαδή της ανάθεσης του συνόλου της αρμοδιότητας στην Τράπεζα της Ελλάδος, με πρόβλεψη ότι η αρμοδιότητα ασκείται με πράξεις του Διοικητή της ή με εξουσιοδοτημένο από αυτόν όργανο. 

Στις μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες της ΕπΕΙΑ περιλαμβάνεται η προληπτική εποπτεία των ασφαλιστικών εταιρειών και ο έλεγχος των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων άσκησης του επαγγέλματος του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, καθώς και η τήρηση των κανόνων συναλλακτικής συμπεριφοράς, τόσο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων όσο και των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών.
Στο πλαίσιο αυτό παρέχεται στην Τράπεζα της Ελλάδος η δυνατότητα να αξιολογήσει και να εντάξει στο προσωπικό της σημαντικό μέρος των εργαζομένων της ΕπΕΙΑ, οι οποίοι έχουν γνώση του αντικειμένου.
 
Έτσι όσοι υπάλληλοι ανήκουν στο ειδικό επιστημονικό προσωπικό μπορούν να ζητήσουν την ένταξή τους στο μόνιμο προσωπικό της ΤτΕ μετά από αίτηση και αξιολόγησή τους, αποδεχόμενοι κατά περίπτωση όρους βαθμολογικής και μισθολογικής τακτοποίησης, που θα γνωστοποιηθούν από την ΤτΕ μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση του νόμου. Οι υπάλληλοι που δεν θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον ή δεν θα ενταχθούν στην ΤτΕ με την παραπάνω διαδικασία, καθώς και οι δικηγόροι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή, μεταφέρονται με την ίδια σχέση εργασίας σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις ή συνιστώμενες με την απόφαση μεταφοράς προσωποπαγείς θέσεις της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών. 

Ο μεταφερόμενος μπορεί περαιτέρω να αποσπαστεί μετά από αίτηση και αξιολόγησή του στην Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας. Ανακαλούνται επίσης οι αποσπάσεις και κάθε άλλη πράξη διάθεσης προς την ΕπΕΙΑ μόνιμου προσωπικού υπηρεσιών του Δημοσίου ή φορέων του Δημοσίου Τομέα και οι υπάλληλοι αυτής της κατηγορίας μπορούν να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων. 

Λύονται επίσης οι συμβάσεις έργου προσωπικού και η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης βαρύνει το Δημόσιο, ενώ το προσωπικό που υπηρετεί με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, μπορεί να μεταφερθεί  στην ΤτΕ με την ίδια σχέση εργασίας μέχρι τη λήξη της θητείας του και με προοπτική την ένταξή του στο μόνιμο προσωπικό της ΤτΕ μετά από αξιολόγησή του. Τέλος το μόνιμο προσωπικό μπορεί να μεταταχθεί στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων ή σε κενή οργανική θέση υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών.

Το Συμβούλιο

Σε ειδικό άρθρο τέλος προβλέπεται η σύσταση Συμβουλίου Συστημικής Ευστάθειας, αποστολή του οποίου είναι «η ανάλυση της δυναμικής μεταξύ των επιμέρους συστημάτων του χρηματοοικονομικού χώρου και η συνεχής διερεύνηση για την προληπτική αντιμετώπιση έκτακτων ή ακραίων καταστάσεων και κρίσεων.
 
Το Συμβούλιο παρακολουθεί τη σχέση μεταξύ των συστημάτων της οικονομίας με έμφαση στις κεφαλαιαγορές, το τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα, τη ρευστότητα, το δημόσιο χρέος και τις κρατικές εγγυήσεις και την προληπτική δράση κατά ακραίων καταστάσεων, ασταθειών και κρίσεων. Συντονίζει επίσης τη χρηματοοικονομική πολιτική του υπουργείου Οικονομικών, ενώ διασφαλίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών και των εθνικών ανεξάρτητων εποπτικών αρχών του χρηματοοικονομικού τομέα για το συντονισμό της χρηματοοικονομικής πολιτικής του υπουργείου. Μέλη του Συμβουλίου είναι ο υπουργός Οικονομικών, ο υφυπουργός Οικονομικών, ο διοικητής της ΤτΕ, ο αρμόδιος καθ’ ύλη υποδιοικητής της ΤτΕ, ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και δύο πρόσωπα εγνωσμένου κύρους με ειδικές γνώσεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, που υποδεικνύονται από τον υφυπουργό Οικονομικών.