Διαχείριση Κινδύνων: Αναβαθμισμένος ρόλος στο σύνθετο οικονομικό περιβάλλον

Η Διαχείριση Κινδύνων, τα τελευταία χρόνια, διαδραματίζει ολοένα και ενεργότερο ρόλο στην λειτουργία των επιχειρήσεων, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Το φάσμα της Διαχείρισης Κινδύνων πρέπει να καλύψει τρεις βασικές περιοχές ήτοι: (1) Αναγνώριση των κινδύνων που αντιμετωπίζει η εταιρεία, (2) Μέτρηση (δηλαδή ποσοτικοποίηση) τους και (3) Παρακολούθηση (συμπεριλαμβάνει σχεδιασμό, δράση και παρακολούθηση του αποτελέσματος δράσης) με γνώμονα τα ανωτέρω. Η όλη προσπάθεια καλείται να συνεισφέρει στην λήψη αποφάσεων αλλά και στην ορθότερη τιμολόγηση των προσφερόμενων υπηρεσιών. 

Σημαντικός παράγοντας είναι η σωστή ισορροπία μεταξύ μέτρησης (μάλλον παθητική πράξη, και με τελικό σκοπό την απεικόνιση της ζημίας  στα λογιστικά αποτελέσματα και την αξιοποίηση ως εμπειρία), και της πρόβλεψης (καθαρά ενεργητική πράξη, και με πρωταρχικό σκοπό την έγκαιρη λήψη μέτρων για την αποφυγή ή την ελαχιστοποίηση συνεπειών). 

Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι η κατανόηση της δυαδικής φύσης της διαχείρισης κινδύνων: (1) Πλήρως ανεξάρτητη (από πλευράς υπαγωγής και συμφερόντων) από την κυρίως λειτουργία της εταιρείας και (2) Εντεταγμένη στην λειτουργία (όπου συνεισφέρει στην ασφαλή λειτουργία αλλά μοιράζεται το συμφέρον για τα αποτελέσματα. Φυσικά η κατανόηση αυτής της διαφοροποίησης θα πρέπει να αντανακλάται στην σωστή οργάνωση, αρμοδιότητες, διαδικασίες και συστήματα.

Οι κύριες κατηγορίες κινδύνου είναι οι παρακάτω:

• Πιστωτικός Κίνδυνος: Ορίζεται ως ο κίνδυνος πραγματοποιήσεως χρηματοοικονομικής ζημιάς λόγω αθέτησης από τον πελάτη των συμβατικών του υποχρεώσεων στις καθορισμένες ημερομηνίες.  Η αναγνώριση και η μέτρησή του πραγματοποιείται κυρίως με στατιστικά εργαλεία προσαρμοσμένα στο είδος του πελάτη (πχ πελάτης λιανικής, πελάτης επιχείρηση).

• Κίνδυνος Αγοράς: Ορίζεται ως ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας που προκύπτει από μείωση της αξίας ενός χρηματοοικονομικού στοιχείου λόγω μεταβολής των παραγόντων της αγοράς. Περιλαμβάνονται οι κίνδυνοι που πηγάζουν από μεταβολή επιτοκίων, νομισματικών ισοτιμιών, τιμής μετοχών και εμπορευμάτων.  

Ως εργαλείο μέτρησης θεωρείται κυρίως η μέθοδος Αξία σε Κίνδυνο (Value at Risk – VaR), η οποία υπολογίζει πώς η αξία στην αγορά ενός περιουσιακού στοιχείου ή χαρτοφυλακίου περιουσιακών στοιχείων είναι πιθανόν να μειωθεί στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (συνήθως μίας ή 10 ημερών) σύμφωνα με προκαθορισμένες συνθήκες.

• Λειτουργικός Κίνδυνος: Όπως το δηλώνει και το όνομα, ορίζεται ως ο κίνδυνος που σχετίζεται με τον τρόπο λειτουργίας της εταιρείας και προκαλείται από ανθρώπινο λάθος ή δόλο, από μη επαρκή ή αποτυχημένη εσωτερική διαδικασία, από δυσλειτουργία συστήματος ή από άλλους εξωγενείς λειτουργικούς παράγοντες. Η μέτρησή του αποτελεί μια αντικειμενικά δύσκολη διαδικασία, δεδομένου της φύσης του, αλλά και της έλλειψης καταγραφής ιστορικών δεδομένων συμβάντων λειτουργικού κινδύνου τόσο από πλευράς της ίδιας της εταιρείας όσο και του κλάδου. Οι μέθοδοι μέτρησής του ποικίλουν ανάλογα με την διαθεσιμότητα των δεδομένων και συνήθως είναι δυνατόν να ακολουθηθούν μέθοδοι (π.χ. VaR).

• Κίνδυνος Ρευστότητας: Ορίζεται ως ο κίνδυνος να μην μπορεί η εταιρεία να ανταποκριθεί στις ταμειακές της υποχρεώσεις. Είναι αρκετά σύνθετος, δεδομένου ότι επηρεάζεται και από τον κίνδυνο απομείωσης της αξίας των χρηματοοικονομικών στοιχείων που κατέχει η εταιρεία, αλλά και από τον κίνδυνο έλλειψης αγοράς για την πώληση των χρηματοοικονομικών στοιχείων.

Η Διαχείριση Κινδύνων πρέπει να αναγνωρίζει, να μετρά και να παρακολουθεί και διάφορους  άλλους κινδύνους ανάλογα με την φύση της εταιρείας, όπως για παράδειγμα τον κίνδυνο ανάληψης κινδύνων (underwriting risk) που αφορά κυρίως εταιρίες του ασφαλιστικού τομέα, αλλά και κινδύνους όπως ο κίνδυνος συγκέντρωσης (concentration risk), φήμης (reputation risk) που λόγω του σύνθετου οικονομικού περιβάλλοντος επηρεάζουν σημαντικά τα οικονομικά μεγέθη της εταιρίας.

Μια σημαντική αρμοδιότητα που επίσης εμπίπτει στην περιοχή δράσης της Διαχείρισης Κινδύνων, είναι και οι εποπτικές απαιτήσεις όπως ενδεικτικά προκύπτουν σχετικά με τις διατάξεις Basel II, Solvency II, Liquidity Risk Reporting. Υπό αυτό το πρίσμα η Διαχείριση Κινδύνων οφείλει να παρακολουθεί το εποπτικό πλαίσιο, να συμμορφώνεται προς αυτό και να αποστέλλει αναφορές προς τις αντίστοιχες εποπτικές αρχές.

Συμπερασματικά, η Διαχείριση Κινδύνων πρέπει να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων της εταιρείας, παρέχοντας επαρκή, ακριβή και άμεση ενημέρωση για τα παραπάνω είδη κινδύνων και εποπτικών απαιτήσεων, να ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο για τους κινδύνους που έχει αναλάβει η εταιρεία και να προτείνει τρόπους αντιμετώπισης αυτών.  

Θα πρέπει να παρακολουθεί σε συνεχή βάση εάν οι αναλαμβανόμενοι κίνδυνοι είναι σε συνάρτηση με το πλαίσιο «Διάθεσης Ανάληψης Κινδύνων (Risk Apetite)» που έχει θέσει η διοίκηση και εάν έχουν υπερβεί τα αντίστοιχα όρια. Αποτελεί κύρια λειτουργία της εταιρείας και συνιστά κρίσιμο παράγοντα προς την επίτευξη των οικονομικών αποτελεσμάτων, ενώ στο άμεσο μέλλον αναμένεται να διαδραματίσει ακόμα πιο σημαντικό ρόλο στη εύρυθμη λειτουργία της.