Οι «ενυπόθηκες» ασφαλίσεις επιχειρήσεων

Είναι πολύ συνηθισμένη στα ασφαλιστήρια συμβόλαια πυρός η ρήτρα που προβλέπει ότι δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι η δανείστρια τράπεζα.

Όταν υπάρχει υποθήκη στο ακίνητο ή στα μηχανήματα ή ενέ¬χυρο στα κινητά, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 1287 και 1223 ΑΚ εκχωρείται αυτοδίκαια εκ του νόμου στον ενυπόθηκο ή ενεχυρούχο δανειστή η μέλλουσα και αβέβαιη απαίτηση προς ασφάλισμα κατά του ασφαλιστή. 

Επίσης εκχωρείται και η απαίτηση που έχει ήδη γεννηθεί, αν στο μεταξύ επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση. Ο ασφαλισμένος δικαιούται να εκχωρήσει και συμβατικά, με συμφωνία δηλαδή, την απαίτηση για το ασφάλισμα, χωρίς να χρειάζεται η συναίνεση του ασφαλιστή. 

Αν συμφωνηθεί τέτοια εκχώρηση, και ο ασφαλισμένος την αναγγείλει στον ασφαλιστή, από τη στιγμή που θα την αναγγείλει παύει να έχει αξίωση στο ασφάλισμα.

Ο ασφαλιστής πρέπει να καταβάλει το ασφάλισμα στον δανειστή και μόνον τότε απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής, και όχι αν το καταβάλει στον ασφαλισμένο δικαιούχο. Αντίστοιχα, ο ασφαλισμένος δεν νομιμοποιείται να στραφεί στο δικαστήριο και να ζητήσει να αναγνωρισθεί, ότι η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα.

Με τα παραπάνω ασχολήθηκε ο Άρειος Πάγος στην απόφασή του 1317/2009,  την οποία παραθέτουμε στη συνέχεια:

Κατά το αρ. 455 ΑΚ ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη (εκχώρηση). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό με τη διάταξη του αρ. 361 ΑΚ, αντικείμενο της εκχωρήσεως μπορεί να είναι και μέλλουσα απαίτηση, δηλαδή και εκείνη που πρόκειται να γεννηθεί από έννομη σχέση που δεν υπάρχει ακόμη, αρκεί να προσδιορίζεται επαρκώς, ώστε να μπορεί να εξατομικευθεί, το αργότερο κατά το χρόνο της γεννήσεώς της, οπότε η εκχώρηση τελεί υπό τη νόμιμη αίρεση ότι θα γεννηθεί η απαίτηση. 

Όπως σε κάθε εκχώρηση έτσι και στην εκχώρηση μέλλουσας απαιτή¬σεως, σύμφωνα με το αρ. 460 ΑΚ, με την αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέ¬τη, η οποία ασκείται με μονομερή, άτυπη και απευθυντέα δήλωση βουλήσεως, αποκόπτεται κάθε δεσμός του οφειλέτη με τον εκχωρητή. Ο τελευταίος αποξενώνε¬ται και δεν μπορεί να αναμειχθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην απαίτηση, αποκλει¬στικός δικαιούχος της οποίας γίνεται από τότε ο εκδοχέας.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση του το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Δυνάμει του * α¬σφαλιστηρίου εγγράφου καταρτίσθηκε στις 11.2.1998 σύμβαση ασφαλίσεως πυρός μεταξύ της ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας «Ε.» και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «Α.», για το χρονικό διάστημα από 1.2.1998 έως 1.2.1999. 

Αντικείμενο της ασφαλίσεως ήταν το κτίριο, τα έπιπλα, τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός του εργοστασίου της ενάγουσας, τα οποία ασφαλίστηκαν για τον κίνδυνο της πυρκαγιάς ή του κεραυνού για το ποσό των *. Τις νυχτερινές ώρες της 24ης προς 25ης Φεβρουαρίου 1998 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο εργοστάσιο, στο χώρο του υπογείου, με αποτέλεσμα την πρόκληση μεγάλης εκτάσεως υλικών ζημιών στο κτίριο του εργοστασίου, στον μηχανολογικό εξοπλισμό, στην ηλεκτρολογική εγκατάσταση καθώς και στα έτοιμα ενδύματα και τις πρώτες ύλες κατασκευής τους. 

Εξάλλου, η κυρίως παρεμβαίνουσα «Β.» πα¬ρέσχε στην ενάγουσα … τρία τοκοχρεωλυτικά δάνεια ύψους * αντιστοίχως. Σε όλες τις δανειακές αυτές συμ¬βάσεις περιλαμβάνεται ο ακόλουθος όρος: «16.1. Ο οφειλέτης υποχρεώνεται αμέσως και πριν από κάθε ανά¬ληψη από το δάνειο να ασφαλίσει με δική του δαπάνη και να διατηρεί για όλη τη διάρκεια του δανείου πλή¬ρως ασφαλισμένα τα διδόμενα σε εμπράγματη εξασφάλιση κινητά και ακίνητα καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που θα δοθούν σε εμπράγματη ασφάλιση, σε ασφαλιστές που θα επιλέγει ο οφειλέτης και θα εγκρίνει η δανείστρια… και με τους όρους που θα εγκρίνει αυτή, κατά του κινδύνου της φωτιάς και κάθε άλλου κινδύ¬νου για τον οποίο συνήθως ασφαλίζονται τα εργοστάσια και επιχειρήσεις ανάλογης μορφής και τον οποίο κίνδυνο θα μπορούσε να υποδείξει η δανείστρια, για το ποσό της απαίτησης της από το παρόν δάνειο και τους τόκους του, για ένα χρόνο, μαζί με τη ρήτρα «εις πρώτην πυρκαγιάν». 

16.2. Τα ασφαλιστήρια και τα άλλα ασφαλιστικά έγγραφα πρέπει να περιέχουν ρήτρα, σύμφωνα με την οποία κάθε ασφαλιστική αποζημίωση θα καταβάλλεται από τους ασφαλιστές κατ’ ευθείαν στη δανείστρια, δίχως ειδοποίηση ή άλλη διατύπωση της ή σύμφωνα με τις έγγραφες εντολές της και ο οφειλέτης θα υποχρεώνεται να ενεργήσει τα απαραίτητα για την απευθείας καταβολή ολόκληρου του ποσού της ασφαλιστικής αποζημιώσεως στη δανείστρια και δεν θα έχει το δικαίωμα να προβάλλει καμμία αντίρρηση σχετικά με το ποσό της ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία. 16.10. Σε περίπτωση που επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος και με την προϋπόθεση ενημερότητας του δανείου, ο οφει¬λέτης έχει το δικαίωμα ή να επανορθώσει τις βλάβες ζητώντας στη συνέχεια το ποσό της αποζημίωσης που παρακράτησε η δανείστρια, εφόσον διαπιστωθεί απ’ αυτή η ολοκληρωτική επανόρθωση των βλαβών και η επαναλειτουργία στο βαθμό που ήταν και προηγούμενα ή να ζητήσει την απόδοση της ασφαλιστικής αποζη¬μίωσης πριν από την επανόρθωση των βλαβών, για να τις επανορθώσει, παραδίνοντας στη δανείστρια ισόπο¬ση εγγυητική επιστολή τράπεζας». 

Προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της δανείστριας από τις ανωτέρω δα¬νειακές συμβάσεις, η οφειλέτρια εταιρία παραχώρησε τρεις υποθήκες …, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 1 του ν. 4112/1929. Με τα προαναφερόμενα συμβόλαια, με τα οποία παραχωρήθηκαν οι υποθήκες, συμφωνή¬θηκε επίσης ρητώς μεταξύ της κυρίως παρεμβαίνουσας και της πρώτης των καθ’ ων η κυρία παρέμβαση και ενάγουσας εταιρίας ότι για όσα παραρτήματα, μηχανικές εγκαταστάσεις, μηχανήματα, σκεύη, εργαλεία και λοιπά κινητά πράγματα προοριζόμενα ή όχι για την εξυπηρέτηση της επιχειρήσεως του οφειλέτη δεν μπορεί να συσταθεί υποθήκη, ο οφειλέτης για να εξασφαλίσει τις απαιτήσεις της δανείστριας από τα αντίστοιχα δά¬νεια, συνιστά ενέχυρο σ’ αυτά, για τα ποσά * ενώ υποχρεούται ρητώς, εφόσον αποκτηθούν μηχανήματα, ερ¬γαλεία ή άλλα αντικείμενα στο μέλλον, που προορίζονται για το δανειοδοτούμενο έργο, να συστήσει πρώτο ενέχυρο υπέρ της «Β.» για τα προαναφερόμενα ποσά. Επίσης με ρητό όρο των ανωτέρω συμβολαίων συμφω¬νήθηκε μεταξύ της δανείστριας τράπεζας και της οφειλέτριας εταιρίας ότι η τελευταία είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ασφαλισμένα τα υποθηκευμένα ενεχυραζόμενα πράγματα και εκχωρεί στη δανείστρια κάθε απαίτησή της που απορρέει από τις σχετικές συμβάσεις ασφαλίσεως είτε αυτές έχουν συναφθεί ήδη ή πρόκειται να συναφθούν στο μέλλον. 

Εξάλλου με τις από * συμβάσεις συστάσεως ενεχύρου που έχουν καταχωρηθεί στο Βιβλίο Ενεχύρων του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, …, η ενάγουσα και πρώτη των καθ’ ών η κυρία πα¬ρέμβαση συνέστησε ενέχυρο υπέρ της δανείστριας Β. για τα ποσά * στα λεπτομερώς αναφερόμενα στην από¬φαση μηχανήματα και κινητά πράγματα. 

Σύμφωνα όμως με το περιεχόμενο των παραπάνω δανειακών συμβάσεων, των συμβολαίων συστάσεως υποθήκης και των συμβάσεων ενεχυριάσεως, σαφώς συνάγεται ότι η σύσταση του ενεχύρου, που επέχει θέση εκχωρήσεως, έγινε σε ολόκληρη την απαίτηση της ασφαλιστικής α¬ποζημιώσεως και συνεπώς δεν υφίσταται αμφιβολία σχετικά με το ύψος της εκχωρηθείσας απαιτήσεως, ώστε να απαιτείται η άρση της αμφιβολίας αυτής με ερμηνεία. 

Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται ότι εφόσον η ενάγουσα εκχώρησε στην κυρίως παρεμβαίνουσα ολόκληρο το ποσό της ασφαλιστικής αποζημιώσεως, από της τελειώσεως της εν λόγω εκχωρήσεως, που έγινε με την αναγγελία της στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, αποκόπηκε κάθε δεσμός της τελευταίας με την ενάγουσα, που αποξενώθηκε εντελώς και δεν μπορεί να ανα¬μειχθεί στην απαίτηση, την οποία έκτοτε απέκτησε η κυρίως παρεμβαίνουσα πιστώτρια τράπεζα (εκδοχέας) και έτσι μόνο αυτή έχει έκτοτε δικαίωμα να εγείρει τη σχετική αγωγή για να εισπράξει την απαίτηση προς εξόφληση της ασφαλιζόμενης δικής της απαιτήσεως και νά αποδώσει στην ενάγουσα της κυρίας αγωγής το τυ¬χόν υπόλοιπο. 

Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται να ασκήσει την υπό κρίση αγω¬γή κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας και να ζητήσει να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται αυτή να της καταβάλει το πιο πάνω ποσό της ασφαλιστικής αποζημιώσεως και επομένως η κρινόμενη αγωγή είναι απορ¬ριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Εφετείο απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας ως ενεργητικώς ανομιμοποίητη, δεχθείσα, κατά κύρια αιτιολογία, ότι εχώρησε (κοινή) εκχώρηση ολόκληρης της επίδικης απαιτήσεως, σύμφωνα με τα αρ. 455 επ. ΑΚ, η οποία (εκχώρηση) αναγγέλθηκε στην οφειλέτιδα ασφαλιστική εταιρία.