Η μακροζωία ανατρέπει τα στανταρ στις ασφαλίσεις

Σημαντική πρόκληση για την παγκόσμια ασφαλιστική βιομηχανία αποτελεί η αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής, που παρατηρείται σε όλες τις χώρες και αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τα αποταμιευτικά προγράμματα του κλάδου ζωής. 

Η μείωση της θνησιμότητας στις μεγάλες ηλικίες, αποτελεί θέμα συστηματικής μελέτης από τον ασφαλιστικό όμιλο της Axa που παρακολουθεί τις επιστημονικές προσεγγίσεις για το θέμα στο πλαίσιο του Ταμείου Έρευνας που έχει συστήσει, για τη μελέτη μιας σειράς κρίσιμων εξελίξεων, μεταξύ των οποίων και η μακροβιότητα. 

Οι επιπτώσεις για τον ασφαλιστικό κλάδο επικεντρώνονται στον τομέα  των συντάξεων, στο βαθμό που η αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής θα επηρεάσει σημαντικά το ύψος των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει ο κλάδος. Σύμφωνα με τα ευρήματα των ερευνών παγκοσμίως ο πληθυσμός άνω των 80 ετών θα αυξηθεί κατά 223% μεταξύ 2008 και 2040, έναντι 160% για τον πληθυσμό άνω των 65 ετών και 33% για τον πληθυσμό όλων των ηλικιών σε όλο τον κόσμο.

Το προσδόκιμο όριο ζωής σύμφωνα με όλες τις σχετικές μελέτες, αυξάνει γεωμετρικά κάθε χρόνο, κυρίως για τις ηλικίες άνω των 60 ετών. Όπως τονίστηκε σε πρόσφατο συνέδριο της Axa οι σημερινοί άνδρες 60άρηδες έχουν 50% πιθανότητες να ξεπεράσουν την ηλικία των 89 ετών και 25% πιθανότητες να υπερβούν την ηλικία των 95. 

Αντίστοιχα οι σημερινές 60άρες έχουν 50% πιθανότητες να ζήσουν πάνω από την ηλικία των 93 ετών και 25% πιθανότητες να ξεπεράσουν την ηλικία των 98 ετών.  

Μια πρόσφατη μελέτη του James Vaupel προβλέπει ότι η μελλοντική αύξηση στο προσδόκιμο όριο ζωής θα είναι τέτοια που τα μισά από τα μωρά που γεννήθηκαν το 2007 θα φθάσουν στην ηλικία των 102 ετών στη Γερμανία, των 103 στο Ηνωμένο Βασίλειο, των 104 στη Γαλλία και τις ΗΠΑ και ακόμη και των 107 στην Ιαπωνία. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, με δεδομένο ότι όλες οι εξελίξεις συνηγορούν ότι δεν προκύπτει καμία ένδειξη επιβράδυνσης αυτής της προόδου, είναι σαφές ότι η πρόοδος αυτή θα συνεχιστεί. 

Ο κίνδυνος μακροζωίας είναι συνδυασμός δύο συστατικών: της τρέχουσας θνησιμότητας και του ποσοστού βελτίωσης της μελλοντικής θνησιμότητας. Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα γύρω από την τάση στο ποσοστό μείωσης της θνησιμότητας. Εάν η βελτίωση αποδεικνύεται σημαντικότερη από τι προσδοκήθηκε αρχικά, υπάρχουν συγκεκριμένες προκλήσεις για το παρόν του ασφαλιστικού τομέα, όπως η αποθεματοποίηση και η φερεγγυότητα, που υπερβαίνουν τις κοινωνικές επιπτώσεις όπως την αποχώρηση από την εργασία. 

Τα ασφαλιστικά προϊόντα που καλύπτουν τον κίνδυνο μακροζωίας είναι για το μεγαλύτερο μέρος ετήσια προγράμματα ζωής. Αντίστοιχα τα προγράμματα υγείας καλύπτουν δύο τύπους κινδύνων μακροζωίας: των αυτόνομων και εξαρτώμενων ανθρώπων που συνδέονται με τη σταθερότητα ή την επιδείνωση της νοσηρότητας. Παραδείγματος χάριν, εάν οι άνθρωποι ζουν περισσότερο και  κατά συνέπεια ξοδεύουν περισσότερο χρόνο σε μια εξαρτώμενη κατάσταση, οι μακροπρόθεσμες δαπάνες υγείας τους θα αυξάνονταν επίσης.

Ο κίνδυνος μακροζωίας απαιτεί όλο και περισσότερο κεφάλαιο ως αποθέματα και το νέο κανονιστικό πλαίσιο της Solvency ΙΙ είναι πιθανό να ενισχύσει αυτήν την τάση. Επομένως είναι κρίσιμο για τους ασφαλιστές να μεταφέρoυν  μερίδιο του κινδύνου στους αντασφαλιστές ή τις κεφαλαιαγορές. 

Εντούτοις, προκειμένου να μεταφέρουν τον κίνδυνο, οι ασφαλιστές πρέπει να είναι σε θέση να τον καταλάβουν και να τον διαχειριστούν, κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο ειδικά με βάση τη μακροπρόθεσμη φύση της μακροζωίας. Ο  Οργανισμός  «Ζωή και Μακροζωία», δημιουργήθηκε για να φέρει κοντά ασφαλιστές, όπως η AXA, η L&G και η Prudential, αντασφαλιστές και τραπεζίτες και στοχεύει στο να αναπτύξει καινούργια προϊόντα για τη διαχείριση του κινδύνου της μακροζωίας. 

Ο Οργανισμός είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και αποσκοπεί στο να αναπτύξει  στάνταρτς ασφάλισης των προϊόντων, δεικτών για τη μακροβιότητα και τη δημιουργία ενός πρότυπου αξιολόγησης για τη θνησιμότητα. Οι στόχοι αυτοί είναι πολύ κοντά στον προβληματισμό που χαρακτηρίζει τη βρετανική αγορά, που δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαχείριση του κινδύνου και οι οποίοι θα μπορούσαν να ισχύσουν διεθνώς.

Οι ρυθμιστικοί πίνακες για την αποθεματοποίηση των ετήσιων προγραμμάτων ζωής αναθεωρούνται συχνά σε διάφορες χώρες, προκειμένου οι αναλογιστές να αποτιμήσουν ακριβέστερα τον κίνδυνο της μακροζωίας. Αρκετές επιχειρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν σε σημαντικές αυξήσεις στα αποθέματα προκειμένου για να καλύψουν τα χαρτοφυλάκια ζωής, ενώ στη Γαλλία οι πίνακες θνησιμότητας ανανεώθηκαν το 2006. Αποτέλεσμα της αύξησης του προσδόκιμου ορίου ζωής περισσότερο από τις αρχικές προβλέψεις το 1993, ήταν το γεγονός οι Γάλλοι ασφαλιστές υποχρεώθηκαν να αυξήσουν τα αποθέματά τους κατά 8%, εξέλιξη που αποτυπώνει τον αντίκτυπο από την υποτίμηση της ταχύτητας με την οποία αυξάνεται το προσδόκιμο όριο ζωής. 

Στις Ηνωμένες Πολιτείες μια ομάδα εργασίας που υποστηρίχτηκε από το SOA και το Αντιαεροπορικό Πυροβολικό σύστησε την αναθεώρηση των πινάκων θνησιμότητας προκειμένου να ενσωματωθούν οι αλλαγές στα προϊόντα ζωής και τα προγράμματα συνταξιοδότησης . Γενικά, οι πίνακες θνησιμότητας έχουν δημιουργηθεί από συγκεκριμένες γενιές και συχνά αποκαλύπτεται ότι είναι ανεπαρκείς για όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ.

Οι κύριες φάσεις στη βελτίωση της προσδοκώμενης διάρκειας ζωής

Παρατηρώντας την αύξηση στο προσδοκώμενο όριο ζωής κατά τα τελευταία 150 χρόνια, τα οφέλη από τη μείωση στη βρεφική θνησιμότητα είναι εμφανή. Αυτά τα οφέλη ακολουθούνται από μια βελτίωση στη θνησιμότητα για τους ενηλίκους και έπειτα από μια μείωση που επηρεάζει κατά κύριο λόγο τους ηλικιωμένους. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών, η μείωση της θνησιμότητας στις γυναίκες μετά την ηλικία 80 υπήρξε η σημαντικότερη μεγαλύτερη αιτία για την αύξηση της διάρκεια ζωής των γυναικών. 

Η Jean-Marie Robine παρουσιάζει ένα παράδειγμα αυτής της προόδου στο άρθρο του «Το μέλλον της μακροζωίας στην Ελβετία», με τη γραφική παράσταση κάτω να δείχνει τη μορφή της κατανομής της ηλικίας στο θάνατο στην Ελβετία κατά τη διάρκεια των διαφορετικών περιόδων. Μπορούμε σαφώς να δούμε ότι η καμπύλη μετατοπίζεται στα δεξιά, με την αιχμή να εντοπίζεται αυξανόμενη στις όλο και υψηλότερες ηλικίες, ενώ κάτι ανάλογο παρατηρείται και στην Ιαπωνία.

Αυτές οι διαφορετικές φάσεις στην εξέλιξη της μακροζωίας εξηγούν επίσης γιατί ο υπολογισμός του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση δεν είναι πάντα ασφαλής δείκτης για την καταγραφή αυτής της τάσης και ότι η ανάλυση του προσδοκώμενου ορίου ζωής στις ηλικίες μετά τα 40, μας οδηγούν σε πιο ασφαλή συμπεράσματα. 

Προσδόκιμο επιβίωσης και ασφάλιση
Μια μελέτη από το Εθνικό Γραφείο Στατιστικών στο Ηνωμένο Βασίλειο δείχνει ότι η θνησιμότητα έφθασε σε νέο χαμηλό το 2008, με ποσοστό 700 θανάτων ανά 100.000 άντρες και 499 θανάτων ανά 100.000 γυναίκες. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών η θνησιμότητα έχει πέσει κατά 51% για τους άντρες και 43% για τις γυναίκες, ενώ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 και της δεκαετίας του ’70, τα σημαντικότερα οφέλη από τη μείωση της θνησιμότητας καταγράφηκαν μεταξύ της ηλικίας 35 και 59. Από το 1980, οι ηλικίες που δοκιμάζουν τη μεγαλύτερη μείωση στη θνησιμότητα ήταν εκείνες μεταξύ 60 και 79. 

Πρόκειται γενικώς για μια διαδεδομένη τάση. Το INED υπολογίζει ότι μεταξύ 1952 και 2006 η θνησιμότητα μεταξύ των ηλικιών 40 και 70 έχει μειωθεί σχεδόν κατά 50% στη δυτική Ευρώπη (54% για τις γυναίκες και 39% για τους άντρες), αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών. 

Η μείωση αποδίδεται κυρίως στην πτώση της θνησιμότητας από τις καρδιαγγειακές παθήσεις και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Η θνησιμότητα από τον καρκίνο, που παρέμεινε σταθερός πριν από το 1990, ανέβηκε για τους άντρες παρά τις προόδους στην ιατρική, όπως επίσης και ο ρυθμός αύξησης των περιστατικών, αλλά αυτήν την περίοδο μειώνεται και για τα δύο φύλα. Το INED παρατηρεί ότι η συμπεριφορά, όπως η χρήση οινοπνεύματος, το τσιγάρο, η σωματική άσκηση και η διατροφή, ασκεί ισχυρή επίδραση στην εξέλιξη της θνησιμότητας. 

Όσον αφορά τον ηλικιωμένο πληθυσμό στις χώρες που έχουν μια υψηλή προσδοκώμενη διάρκεια ζωής, το ποσοστό θνησιμότητας συνεχίζει να μειώνεται για τις ηλικίες των 80 και πάνω, συμπεριλαμβάνων και των χωρών που έχουν ήδη πολύ χαμηλή θνησιμότητα για αυτές τις προχωρημένες ηλικίες (π.χ. Γαλλία και Ιαπωνία). Το αποτέλεσμα της μείωσης στη θνησιμότητα των ενηλίκων σε αυτές τις χώρες είναι η αρκετά σημαντική αύξηση στο προσδοκώμενο όριο ζωής παγκοσμίως.

Μια σφαιρική τάση… 

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία για τον ιαπωνικό πληθυσμό, το προσδόκιμο όριο ζωής κατά τη γέννηση σήμερα είναι ελαφρώς περισσότερο από τα 79 έτη για τους άνδρες και τα 86 έτη για τις γυναίκες, επίπεδο που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ και για τα δύο φύλα. Οι άνδρες Ιάπωνες έχουν προσθέσει 37 ημέρες στο προσδοκώμενο όριο ζωής και οι γυναίκες 22 ημέρες. Στις ΗΠΑ η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής το 2008 ξεπέρασε για πρώτη φορά τα 78 έτη, και θα φθάσει τα 79 μέχρι το 2015, ενώ οι νέοι πίνακες θνησιμότητας ενσωματώνουν ως εφικτή ηλικία, αυτή των 121 ετών.

Πρόκειται για μια τάση που παρατηρείται παγκοσμίως. Από το 1900, η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής κατά τη γέννηση έχει διπλασιαστεί σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ισπανία, η Ελλάδα και η Αυστρία, ενώ έχει υπερβεί τα 80 έτη σε 11 χώρες. Στην ανατολική Ασία, όπου η μέση υπολογιζόμενη διάρκεια ζωής κατά τη γέννηση το 1950 ήταν τα 45 έτη, τώρα είναι υψηλότερη από τα 73 έτη. Σημαντική βελτίωση έχει παρατηρηθεί επίσης στη Λατινική Αμερική, την Ανατολική Ευρώπη και σε μερικές χώρες της Αφρικής. 

Μια από τις συνέπειες αυτής της αύξησης είναι η αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που φθάνουν τα 100 χρόνια. Στην Ιαπωνία αυτή τη στιγμή μετρώνται πάνω από 40.000 εκατονταετείς, από τους οποίους το 87% είναι γυναίκες (η  γηραιότερη γυναίκα είναι 114 έτη και ο γηραιότερος άνδρας 112). 

Το 1950 στη Γαλλία είχαμε 200 εκατονταετείς ανθρώπους, ο αριθμός των οποίων ξεπέρασε τους 20.000 το 2008. Αυτή η τάση είναι αισθητή στην πλειοψηφία των βιομηχανικών χωρών.

Η επιμήκυνση του προσδοκώμενου ορίου ζωής σε συνδυασμό με το χαμηλότερο ποσοστό γεννητικότητας σε όλες τις χώρες οδηγεί τις εξελίξεις στο θέμα της γήρανσης του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι προβλέψεις της Υπηρεσίας Απογραφών στις Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν ότι μεταξύ 2008 και 2040, ο πληθυσμός πέραν της ηλικίας των 80 θα πολλαπλασιαστεί κατά 223% και αντίστοιχα αυτός των πάνω από τα 63 έτη, θα αυξηθεί κατά 160%, ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός κατά 33%. 

Το 2010, το ποσοστό του πληθυσμού που θα υπερβαίνει την ηλικία των 65 θα αντιπροσωπεύει το 28% στη δυτική Ευρώπη, το 25% περίπου στην Ανατολική Ευρώπη, το 20% στη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία, το 15% στην Ασία και τη Νότια Αμερική, το 13% στο Βόρεια Αφρική, το 10% στη Μέση Ανατολή και το 4% στην υποσαχάρια Αφρική (συγκρινόμενο σε 3% σήμερα). 

Ο πληθυσμός πάνω από την ηλικία των 80 θα αντιπροσωπεύει σχεδόν το 10% του συνολικού πληθυσμού στη Δυτική Ευρώπη (έναντι 5% σήμερα) και σχεδόν 4% της πλειοψηφίας του ασιατικού πληθυσμού (έναντι 1% σήμερα).

Αντιπαραβαλλόμενη εμπειρία στις χώρες 

Η Βάση Δεδομένων Ανθρώπινης Θνησιμότητας που παρέχει στοιχεία γενικού πληθυσμού για 37 χώρες, η πλειοψηφία των οποίων είναι αναπτυσσόμενες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλαπλές αναλύσεις και συγκρίσεις. Η βάση δεδομένων είναι ένα αποτέλεσμα των προσπαθειών συνεργασίας μεταξύ του Ινστιτούτου Max Planck και του πανεπιστημίου του Μπέρκλεϋ και η ακρίβεια των στοιχείων σε σχέση με κάθε χώρα είναι βασικό κριτήριο για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. 

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών, η Ιαπωνία έχει οδηγήσει κατά ένα μεγάλο μέρος τις εξελίξεις στο θέμα του προσδόκιμου ορίου ζωής τόσο στους άνδρες όσο και τις γυναίκες. Ακολουθούν η Αυστραλία και η Ιταλία για τους άνδρες, και η Ισπανία και η Ιταλία για τις γυναίκες, ενώ μερικές χώρες, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο ή το Βέλγιο δεν έχουν συμβάλλει σημαντικά. Η ανάλυση των στοιχείων σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής για μια συγκεκριμένη ηλικία όπως αυτή την 40 ή των 60 ετών, καταδεικνύει επίσης ιδιομορφία των εξελίξεων ανά χώρα.

Διαφορές προκύπτουν επίσης μεταξύ χωρών, όπως η Ινδία, όπου παρατηρούμε τις σημαντικές αποκλίσεις στο προσδόκιμο όριο ζωής στις περιοχές του Νότου, οι κάτοικοι του οποίου αναμένεται να ζήσουν περισσότερο από εκείνους στο Βορρά. Οι γυναίκες έχουν αυξημένο προσδόκιμο ζωής σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ σε σχέση με τους άνδρες σε κάθε ηλικία. 

Αυτή η διαφορά απεικονίζει το γεγονός ότι η θνησιμότητα  στις γυναίκες είναι χαμηλότερη από αυτή των ανδρών για κάθε ηλικιακή ομάδα και για τις περισσότερες από τις κύριες αιτίες θανάτου. Οι λόγοι για αυτήν την διαφορά δεν έχουν προσδιοριστεί με σαφήνεια, αν και συχνά αναφέρεται η χρήση του καπνού ως κυρίαρχη αιτία. 

Οι χώρες στις οποίες αυτή η διαφορά είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η Ιαπωνία (το 2007 καταγράφεται χάσμα 6,8 ετών κατά τη γέννηση και 5 ετών στην ηλικία των 65) και η Γαλλία (το 2006 καταγράφεται χάσμα 6,9 ετών κατά τη γέννηση και 4,3 ετών στην ηλικία 65). 

Οι αποκλίσεις είναι έντονες τόσο μεταξύ των φύλων σε κάθε συγκεκριμένη χώρα, όσο και μεταξύ της σύγκλισης του χάσματος, που ποικίλλει επίσης πολύ. Σε μερικές χώρες, όπως η Αυστραλία, η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής των ανδρών φαίνεται να πλησιάζει αυτής των γυναικών, αλλά αυτό δεν ισχύει σε άλλες χώρες, όπως οι χώρες της πρώην-ΕΣΣΔ στην Ανατολική Ευρώπη.

Η επίδραση ομάδων 

Άλλες τάσεις, όπως η επίδραση ομάδων ή η γενίκευση φαινομένων προκύπτουν επίσης, σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο όπου η γενιά  που γεννήθηκε μεταξύ 1925 και 1945 βιώνει αύξηση της  μακροζωίας, με τα ποσοστά βελτίωσης να βρίσκονται  αρκετά υψηλότερα από εκείνους των προηγούμενων γενεών ή ακόμα και εκείνους γεννήθηκαν μετά. Αυτή η επίδραση ομάδων δεν είναι ομοιογενής στις χώρες ή τις περιόδους.

Οι βιοϊατρικοί ερευνητές δείχνουν όλο και περισσότερο ενδιαφέρον για την επίδραση, που θα μπορούσε να προκύψει από την έκθεση μιας ηλικιακής ομάδας σε συγκεκριμένες κοινωνικο-περιβαλλοντικές μεταβλητές. Αυτό υπονοεί ότι μερικές γενεές δοκιμάζουν τα σημαντικότερα ποσοστά βελτίωσης από άλλα κατά τη διάρκεια των περιόδων πιο μακροχρόνιας ή πιο σύντομης διάρκειας.

Σύγκλιση στις χώρες

Εκτός από τη σύγκλιση μεταξύ των αντρών και των γυναικών μέσα σε μια χώρα, υπάρχει και η σύγκλιση μεταξύ των χωρών. Η τάση αύξησης του προσδόκιμου ορίου ζωής δεν είναι πάντα αυτονόητη και σαφής, καθώς σε μερικές χώρες, η υπολογιζόμενη διάρκεια ζωής συνεχίζει να μειώνεται ακόμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι άνδρες στη Ρωσία είδαν την περίοδο μεταξύ 1985 και 2004 το προσδόκιμο όριο ζωής να μειώνεται κατά 4 χρόνια, στα  59,9 έτη από 63,8 και στα 72,3 έτη από τα 74 για τις γυναίκες. 

Οι λόγοι που αναφέρονται ως ερμηνεία για αυτή τη μείωση είναι η υποβάθμιση στην ποιότητα του υγειονομικού συστήματος, η κατανάλωση οινοπνεύματος και η υποβάθμιση των κοινωνικοοικονομικών όρων. Στην Αφρική παρατηρείται σε διάφορες χώρες ιδιαίτερα του νότου μια στασιμότητα, ή ακόμα και μια πτώση στο προσδοκώμενο όριο ζωής κατά  τη γέννηση λόγω της επιδημίας του Αids, η οποία έχει επιπτώσεις σε παιδιά και στους νέους. 

Προσδόκιμο επιβίωσης και ασφάλιση
Οι εκτιμήσεις του WHO στην έκθεση του 2003 για την παγκόσμια υγεία κάνουν λόγο για μείωση κατά 29 χρόνια της υπολογιζόμενης διάρκειας ζωής στη Μποτσουάνα την περίοδο μεταξύ 1990 και 2004. 

Γενικά, η σύγκλιση σε όλες τις χώρες δεν έχει επιτευχθεί. Η γραφική παράσταση επιβεβαιώνει ότι αν και η υπολογιζόμενη διάρκεια ζωής στην ηλικία 65 για τις γυναίκες σε επτά δυτικές χώρες εμφανίζεται να συγκλίνει μέχρι τη δεκαετία του ’80, η τάση αυτή δεν συνεχίστηκε και η προσδοκώμενη διάρκεια ζωής εμφάνισε σημάδια απόκλισης, παρά το γεγονός ότι συνέχισε να αυξάνεται.

 

 Σε μελέτη που πραγματοποίησαν οι Jean-Marie Robine και Carole Jagger, απέδειξαν ότι αυτές οι αποκλίσεις επανεμφανίζονται από τις αρχές του 1960. Στη μελέτη οι χώρες ομαδοποιούνται σε τρεις κατηγορίες. Αυτές που διαπιστώνεται υψηλή σύγκλιση, που σημαίνει μια ταχεία πρόοδο, αυτές με χαμηλή σύγκλιση και χαμηλή πρόοδο και αυτές που εμφανίζουν απόκλιση ή ακόμα και οπισθοδρόμηση. Είναι δυνατό σε μια χώρα να διαπιστώνεται  χαμηλή σύγκλιση για το ένα φύλο και υψηλή σύγκλιση για το άλλο, κάτι που παρατηρείται στη Γαλλία.

Κοινωνικοοικονομικές ανισότητες και μακροζωία

Ενδιαφέροντα είναι και τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την παρατήρηση των διαφορών που υπάρχουν στο προσδόκιμο όριο ζωής στο εσωτερικό της ίδιας χώρας.  Μια μελέτη του 2008, από τον WHO έδειξε μεταξύ άλλων, ότι τα παιδιά που γεννιούνται σε ορισμένα προάστια της Γλασκώβης στη Σκωτία έχουν έως και 28 χρόνια μεγαλύτερη προσδόκιμη διάρκεια ζωής από παιδιά που γεννιούνται 13 χιλιόμετρα μακριά. Επίσης η θνησιμότητα των ενηλίκων είναι 2,5 φορές υψηλότερη σε υποβαθμισμένες περιοχές της Μεγάλης Βρετανίας σε σχέση με αυτή σε εύπορες περιοχές.

Η παρατήρηση αυτή χρησιμοποιείται για την τιμολόγηση των ασφαλιστικών προϊόντων ετήσιου εισοδήματος και ήδη εταιρείες όπως η Prudential, η Legal & General και η Norwick Union (Aviva), εφαρμόζουν την τιμολόγηση βάση του ταχυδρομικού κώδικα της περιοχής. 

Η επίδραση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων στη θνησιμότητα υποστηρίζεται από πολυάριθμες άλλες μελέτες. Μεταξύ αυτών μια μελέτη δείχνει ότι οι γυναίκες μεταξύ των 25 και 59 ετών στην Αγγλία και την Ουαλία της περιόδου 2001-2003, οι οποίες κατοικούν σε υποβαθμισμένες περιοχές έχουν υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας σε σχέση με άλλες. 

Μερικές αιτίες θανάτου, όπως τα αναπνευστικά προβλήματα, οι γαστροεντερικές ασθένειες, οι αναταραχές αίματος ή ο καρκίνος του πνεύμονα, είναι πιο ευαίσθητες στις κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές, ενώ αντίθετα η θνησιμότητα λόγω του καρκίνου του μαστού είναι η ίδια για τις γυναίκες και των δύο κατηγοριών.

Πιθανά κέρδη στη μακροζωία από τη διάχυση των ορθών πρακτικών

Αυτή η ετερογένεια δείχνει την προοπτική που ανοίγεται στις προηγμένες χώρες ώστε τα οφέλη από τη μακροζωία να αυξηθούν με τη διάχυση των ορθών πρακτικών στους τομείς της υγείας και της ευθυγράμμισης στα ποσοστά αποκατάστασης με αυτά που επιτεύχθηκαν σε άλλες  χώρες για τις πιο συχνές ασθένειες, όπως ο καρκίνος, οι καρδιοαγγειακές παθήσεις κ.λπ. 

Το Eurocare που συγκρίνει τη συχνότητα και τη θνησιμότητα των περιστατικών από τους διάφορους τύπους καρκίνου και  για διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, επιβεβαιώνει τις σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών.

Στη Γαλλία, π.χ. σχεδόν το 59% των γυναικών με καρκίνο κατορθώνουν τελικώς να αναρρώσουν, έναντι 38% μόλις στην Πολωνία. Ο πιο μοιραίος τύπος καρκίνου παραμένει ο καρκίνος του πνεύμονα και η Γαλλία είναι στην πρώτη θέση με τα ποσοστά αποκατάστασης, να περιορίζονται στο 10,3%. Τα σημαντικά οφέλη στη θνησιμότητα ήταν αποτέλεσμα της σύγκλισης αυτών των ποσοστών αποκατάστασης, ειδικά στην Ανατολική Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο.