Ριζική θεραπεία ή ασπιρίνη ο “μηχανισμός”;

Τέθηκε, λοιπόν, και επισήμως η Ελλάδα «υπό κηδεμονία» και όχι απλώς υπό επιτήρηση, όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας παραδέχθηκε προσθέτοντας ότι η εξέλιξη τον λυπεί. 

Τι σημαίνει, όμως, αυτή η κηδεμονία; Σημαίνει ότι -ως προς την χάραξη οικονομικής πολιτικής- η ελληνική κυβέρνηση θα έχει… διακοσμητικό ρόλο για αρκετά από τα χρόνια που έρχονται. Σημαίνει ότι ο Γιώργος Παπανδρέου θα αποενοχοποιεί τον εαυτό και την παράταξή παρουσιάζοντας ένα διπλό άλλοθι του τύπου: «η ΝΔ πτώχευσε το κράτος, οι ξένοι επιβάλλουν τα σκληρά μέτρα». 

Σημαίνει ότι οι “άνθρωποι του μόχθου”, κατά την  πρωθυπουργική ρήση, θα κληθούν να πληρώσουν όσα ροκάνισαν οι άνθρωποι της κλεψιάς, της ρεμούλας, της κατάχρησης, της κακοδιαχείρισης, του ρουσφετιού…

Και δεν θα είναι η πρώτη φορά. Τα φτωχά μεταπολεμικά χρόνια οι άνθρωποι του μόχθου πήραν στους ώμους τους την Ελλάδα. Το 1985, με το διετές πάγωμα μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, πάλι οι άνθρωποι του μόχθου εξορθολόγισαν τα δημόσια οικονομικά και -εν μέρει- την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
 
Το ανάλογο συνέβη και το 1996. Το πρόβλημα της Ελλάδας, όμως, ήταν και είναι ότι νοιαζόταν πάντα για το πώς θα μπαλώσει τρύπες όπως όπως, και όχι το πώς θα γίνει δημιουργική, παραγωγική και αυτάρκης, ζητήματα για τα οποία καμία κυβέρνησή της δεν ενδιαφέρθηκε στα σοβαρά από καταβολής ελληνικού κράτους το 1830.

Έμαθε, έτσι, η Ελλάδα να ζει και να πορεύεται με δανεικά. Έμαθε να δαπανά περισσότερα απ’ όσα παράγει. Έμαθε να αδιαφορεί για το μέλλον θεωρώντας ότι όλα θα της έρχονται εύκολα πάντα, τη ευγενική συνδρομή και των «κουτόφραγκων», που έκαναν το λάθος να την δεχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού οι «ξύπνιοι» Νεοέλληνες θεώρησαν μάλλον ότι οι κοινοτικές επιδοτήσεις ήταν «πουρμπουάρ» για την… ομορφιά τους και όχι ενίσχυσης μιας απαραίτητης επενδυτικής, εργασιακής και αναπτυξιακής προσπάθειας, που θα δυνάμωνε και θα εκσυγχρόνιζε τη χώρα.

Τα «ασημικά της γιαγιάς»

Κάπως έτσι φθάσαμε και στη διακυβέρνηση της Ελλάδας από τον ανεψιό Καραμανλή, ο οποίος -με υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών τον Γιώργο Αλογοσκούφη- «κατάφερε», στην πρώτη θητεία του, να διογκώσει το έλλειμμα και το χρέος για ολυμπιακούς σκοπούς, αλλά και “κατάφερε” να αφήσει εντελώς αναξιοποίητη μια σχετική μεταολυμπιακή τουριστική, οικονομική και χρηματιστηριακή ευμάρεια, στη διάρκεια της οποίας απλώς πωλούσε μερίδια κρατικών επιχειρήσεων (όχι τόσο για λόγους στρατηγικής, αλλά απλώς) για να ξεπληρώνει δανεικά, λες και η όποια «κληρονομιά» (τα “ασημικά της γιαγιάς”, όπως χαρακτηριστικά είχαν αποκληθεί) που μπορεί να βγει στο σφυρί θα μπορούσε να είναι ανεξάντλητη.

Ακολούθησε, όμως, και η δεύτερη θητεία Καραμανλή, στο τελευταίο έτος της οποίας υπουργοποιήθηκε ο μέχρι τότε υφυπουργός Οικονομίας Γιάννης Παπαθανασίου, ο οποίος -κατανοώντας ότι άλλη κυβερνητική θητεία του κόμματός του δεν επρόκειτο να υπάρξει- όχι μόνο εκτίναξε το έλλειμμα και το χρέος, αλλά τα εκτροχίασε εντελώς (παρέχοντας ταυτόχρονα και μέχρις αποχωρήσεώς του από τον υπουργικό θώκο) ψευδέστατα στοιχεία για την οικονομική κατάσταση του κράτους.

Φθάσαμε, έτσι, στον καταποντισμό της Νέας Δημοκρατίας και στην ανάθεση της τύχης μας στο ΠΑΣΟΚ και στον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος εξελέγη υπό συνθήματα του τύπου «λεφτά υπάρχουν»… Τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησής του (αλλά ακόμη και πριν από αυτές) ο Γ. Παπανδρέου γνώριζε καλά την κατάσταση της χώρας. 

Ο απερχόμενος πρωθυπουργός, Κ. Καραμανλής, του είχε στρώσει το δρόμο λέγοντας και ξαναλέγοντας προεκλογικώς ότι για την έξοδο από την κρίση θα απαιτηθούν σκληρά, αντιδημοφιλή μέτρα. Το μόνο που δεν έλεγε ήταν πως η κρίση που ανέφερε δεν ήταν η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά η ελληνικότατη διαρθρωτική κρίση και κρίση αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους.

Οι «άνθρωποι του μόχθου»
Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Παπανδρέου με τις θετικότερες γι’ αυτόν προϋποθέσεις σε επίπεδο εντυπώσεων, καθώς πρόβαλε ως αθώος του αίματος, που είναι αναγκασμένος να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Ενώ, όμως, ήξερε και το φίδι και την  τρύπα, άφησε -προφανώς για λόγους πολιτικού τακτικισμού και λαϊκισμού- το χρόνο να περνά, όχι μόνο αναξιοποίητος αλλά και επιδεινώνοντας τραγικά την ήδη οικτρή κατάσταση. 

Ώσπου φθάσαμε να παραδίδουμε τα «κλειδιά» της οικονομικής (και κοινωνικής!) πολιτικής σε ξένους τεχνοκράτες, οι οποίοι λαμβάνουν αποφάσεις κάνοντας λογαριασμούς με ψυχρούς αριθμούς και όχι αναλογιζόμενοι τις πραγματικές ανάγκες με τις οποίες ανθρώπινες ψυχές βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωπες. Μέτρα και κόντρα μέτρα, λοιπόν, όροι και κόντρα όροι…

Οι «άνθρωποι του μόχθου» θα πληρώσουν και πάλι τα σπασμένα εκείνων που έχουν τεράστια μαύρα κέρδη από την παραοικονομία και την σκανδαλώδη φοροδιαφυγή. Οι συνταξιούχοι των 800 ευρώ θεωρούνται ήδη… πλούσιοι, ώστε να επίκειται περικοπή των συντάξεών τους, και αυτοί των 1400 ευρώ πάμπλουτοι, ώστε να καλούνται να συνεισφέρουν υπέρ των ελλειμματικών (λόγω κακοδιαχείρισης) ασφαλιστικών ταμείων. 

Άντε, λοιπόν, και πληρώνουν (πληρώνουμε) τα κορόιδα που δουλεύουν και φορολογούνται τα σπασμένα των χαραμοφάηδων και φοροφυγάδων. Θα μπει, έτσι, τάξη στην οικονομία της Ελλάδας, όπως είπε (κάτι συγκινητικό έπρεπε να πει) ο Γ. Παπανδρέου την επαύριον της παράδοσης των κλειδιών της χώρας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο;

Θεραπεύει η έξωθεν ενίσχυση προς το ελληνικό κράτος τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας; Αλίμονο, όχι! Θα έχουμε, βέβαια (παράλληλα με το -αδίκως κατανεμημένο- σφίξιμο του ζωναριού) και τα ξένα αφεντικά, που θα ελέγχουν τακτικώς την πορεία του σφιξίματος, ώστε να διοχετεύουν (ή όχι, αν δεν είμαστε καλά παιδιά) σταγόνα- σταγόνα την (με το αζημίωτο) ενίσχυσή τους. Ο ετοιμοθάνατος θα παίρνει βραχυπρόθεσμη παράταση ζωής, λοιπόν. Θα μπορέσει, όμως, ποτέ να σταθεί στα πόδια του και θα αναρρώσει ποτέ; Για να λέμε την αλήθεια, αυτό είναι εντελώς άγνωστο σήμερα.

Θα έρθουν σκληρότερα μέτρα

Αυτό που είναι κατανοητό είναι πως τα σκληρά μέτρα που ανακοινώθηκαν για το 2010 θα ακολουθήσουν άλλα σκληρότερα για το 2011 και το 2012, αν θέλουμε οι έξωθεν οικονομικές «ενέσεις» να συνεχισθούν. Άλλος δρόμος σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει, πέρα από μια… λαϊκή εξέγερση και έμπρακτη αμφισβήτηση του οικονομικού μοντέλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ταυτόχρονη όμως πρόταση ενός εναλλακτικού λειτουργικού μοντέλου. Επιστημονική φαντασία, θα πείτε. Κάπως έτσι…

Το πιο σίγουρο και ρεαλιστικό είναι το άλλο σενάριο, που τέθηκε ήδη σε εφαρμογή, αυτό της επίσημης παράδοσης της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της χώρας σε διεθνή πολιτικά και οικονομικά κέντρα. Συμβαίνει, δηλαδή, λίγο πολύ αυτό που κάποιοι δημοσιογράφοι είχαν χαριτολογώντας προ καιρού αναφέρει: “αφού δεν τα καταφέρνουν στη διαχείριση οι Έλληνες πολιτικοί, γιατί δεν εισάγουμε ξένους να μας κυβερνήσουν;”

Τραβηγμένο δημοσιογραφικό αστείο; Ίσως. Αλλά να που και ο πρώην πρωθυπουργός (και καθηγητής οικονομίας) Κώστας Σημίτης, κατά κάποιον τρόπο, το εισηγείται πολύ σοβαρά. 

Διατυπώνοντας, προσφάτως, προτάσεις για το οικονομικό μέλλον των λαών της ΕΕ, ο πρώην πρωθυπουργός υποστηρίζει ότι είναι αναγκαίος ο περιορισμός των εθνικών αυτονομιών στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και τονίζει ότι «μόνο με οικονομική διακυβέρνηση είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν οι ανισορροπίες και ιδίως οι διαφορές μεταξύ του Βορρά και του Νότου της ΕΕ». Προτείνει, επίσης, την εκπόνηση και εφαρμογή ενός γιγαντιαίου επενδυτικού προγράμματος συνολικά στην ΕΕ, καθώς και την εξέταση από την τελευταία της σκοπιμότητας δανεισμού της με την έκδοση ευρωπαϊκών ομολόγων.

Να κοιτάξουμε δίπλα μας

Όπως και να έχει το πράγμα, η ξένη κηδεμονία είναι εδώ και το διεθνές ρεζιλίκι της Ελλάδας επίσης, ενώ οι προοπτικές που οι εξελίξεις αυτές προδιαγράφουν είναι ακόμη εντελώς άγνωστες. Θα πείτε, κάτσε να σωθούμε από τον πνιγμό πρώτα και μετά κοιτάμε αν και πώς μπορούμε να κάνουμε… πρωταθλητισμό στην κολύμβηση. Και αυτό ίσως είναι σωστό. Το ζήτημα είναι, όμως, ποιος στ’ αλήθεια θα σωθεί από τον πνιγμό (ο αθώος ή ο ένοχος;) και με τι κόστος. Ήτοι, μήπως θα σωθούν οι ένοχοι χρησιμοποιώντας τους αθώους σαν σωσίβια. Και μετά πάλι τα ίδια…

Μα είναι εξ ορισμού αρνητική και καταστροφική η προσφυγή στο ΔΝΤ; Δεν μπορεί η αναγκαστική και ντροπιαστική αυτή εξέλιξη τουλάχιστον να αξιοποιηθεί θετικά και σε αναπτυξιακή κατεύθυνση; Εξ ορισμού όχι. Η γειτονική Τουρκία, μόλις πριν από εννέα χρόνια, αντιμετωπισε μια βαθιά οικονομική κρίση, που εκτίναξε πληθωρισμό και ανεργία στα ύψη. Διεσώθη και αυτή από το ΔΝΤ, υπακούοντας -μέχρι σήμερα- στους αυστηρούς όρους του και εφαρμόζοντας πολιτική νοικοκυρέματος και διαρθρωτικών αλλαγών. 

Τέτοια που όχι μόνο έβαλε τάξη στους (σκανδαλώδεις μέχρι το 2001) δημόσιο και τραπεζικό τομέα, αλλά και εκτινάσσοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, τις εξαγωγές, την εισροή τουρισμού και ξένων επενδύσεων, την βιομηχανική παραγωγή κ.λπ., και επιτυγχάνοντας ανάπτυξη τέτοια, που την ανέδειξε μέσα στις 20 οικονομικά ισχυρότερες χώρες του κόσμου.

Η Ελλάδα, αντιθέτως, κομπάζοντας περί της ευρωπαϊκότητάς της και περί του ισχυρού νομίσματός της (το οποίο περίτρανα πλέον αποδείχθηκε ότι δεν της άξιζε), κατατάσσεται σήμερα αξιολογικώς δίπλα σε χώρες «τριτοκοσμικές» και οικονομικώς καθυστερημένες, ενώ η προοπτική της δημιουργίας ενός νέου κύματος μετανάστευσης (ίσως και προς τις χώρες που μέχρι πρότινος μας προμήθευαν υπηρέτριες) δεν δείχνει πια και τόσο απομακρυσμένη.

Εκτός και αν ανοίξουμε τα μάτια μας και δούμε τι έκαναν οι… «Μεμέτηδες», δίπλα μας, τους οποίους με περισσή ευκολία λοιδορούσαμε ως τριτοκοσμικούς και καθυστερημένους, σήμερα όμως η οικονομία τους στηρίζει την κερδοφορία της μεγαλύτερης ελληνικής τράπεζας…