Η διαμάχη ασφαλιστών και ασφαλισμένων

Ασφαλιστές και ασφαλισμένοι σε αρκετές περιπτώσεις έρχονται σε αντιπαράθεση για τις καλύψεις ενός συμβολαίου, για το ύψος της αποζημίωσης ή του ασφαλίστρου. Πότε; Όταν για παράδειγμα με τη λήξη ενός συμβολαίου που αφορά συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, η ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλει χρήματα που είναι κατά πολύ λιγότερα από αυτά που υπολόγιζε ότι θα λάβει ο ασφαλισμένος το διάστημα που υπέγραψε το συμβόλαιο, δηλαδή πριν από 10, 15 ή και 20 χρόνια. 

Γιατί λοιπόν ο ασφαλισμένος να έρχεται σε αντιπαράθεση με τον ασφαλιστή του; Πολύ απλά διότι στην υπογραφή του συμβολαίου ο ασφαλιστής του επιχειρώντας να υπολογίσει τις αποδόσεις των κεφαλαίων που θα εισέπραττε ο πελάτης του, χρησιμοποιούσε ως επιτόκιο ποσοστό το οποίο ήταν κοντά σε αυτό του πληθωρισμού. 

Με άλλα λόγια οι πράξεις γινόντουσαν με επιτόκιο πολλαπλάσιο από αυτό που ισχύει σήμερα, από το 3,35% που είναι το εγγυημένο επιτόκιο το οποίο προβλέπουν τα περισσότερα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Ο υπολογισμός λοιπόν των αποδόσεων με χαμηλότερο επιτόκιο είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των καταβαλλόμενων χρημάτων στη λήξη του συμβολαίου. 

Σε κάθε περίπτωση βέβαια οι εταιρείες είναι καθ΄ όλα νόμιμες, διότι στα ασφαλιστήρια συμβόλαια αναφέρουν βάσει ποιον όρων καταβάλλουν τις αποδόσεις των προγραμμάτων τους. Κατά συνέπεια πριν την υπογραφή ενός συμβολαίου απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στις εκτιμήσεις που θα γίνουν για τον υπολογισμό των μελλοντικών αποδόσεων, ενώ ο ασφαλιστής τη στιγμή εκείνη οφείλει να ενημερώσει τον πελάτη του ότι τα επιτόκια με την πάροδο των χρόνων μπορούν να ακολουθήσουν έντονα ανοδικές ή πτωτικές τάσεις, όπως και οι επενδυτικοί τίτλοι, που με σειρά τους επηρεάζουν ανάλογα τις αποδόσεις των επενδυτικών προγραμμάτων, ιδιαίτερα όταν δεν προβλέπεται η εγγύηση του καταβαλλόμενου κεφαλαίου. 

Όταν πάλι πρόκειται για απλά συνταξιοδοτικά προγράμματα, τότε οι συνέπειες περιορίζονται στο ύψος των αποδόσεων. Άλλη περίπτωση διένεξης μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου προκύπτει όταν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του αυτοκινήτου περιλαμβάνει πρόσθετες καλύψεις σε σχέση με αυτές που είχε το προηγούμενο, και κατά συνέπεια όταν είναι ελαφρώς αυξημένα τα ασφάλιστρα. 

Σε αυτή την περίπτωση οι διαμαρτυρίες του ασφαλισμένου προκαλούνται από το γεγονός ότι η ασφαλιστική εταιρεία με την οποία συνεργάζεται πρόσθεσε στο συμβόλαιό του κάποιες νέες συμπληρωματικές καλύψεις, χωρίς πρώτα να ενημερώσει τον πελάτη της. 

Η πολιτική αυτή συνηθίζεται από τις εταιρείες –αν και δεν προβλέπεται από το νόμο-όταν όμως πρόκειται για καλύψεις οι οποίες κοστίζουν ελάχιστα χρήματα. Βέβαια, ο ασφαλισμένος έχει κάθε δικαίωμα να ζητήσει την αλλαγή του συμβολαίου στην αρχική του μορφή, όπως και την επιστροφή των χρημάτων με τα οποία επιβαρύνθηκε.