Λύσεις προσαρμογής στη Solvency II

Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση, οι ρυθμιστικοί κανονισμοί και το αυξανόμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον αλλάζουν τα δεδομένα και στον ασφαλιστικό κλάδο, αναγκάζοντας τις εταιρείες να μεταβάλλουν τις στρατηγικές τους για να αντεπεξέλθουν στις επιταγές των καιρών. 

Παρά το γεγονός ότι η βασική αρχή στο χώρο των ασφαλειών είναι ο κίνδυνος, πολύ λίγες είναι οι εταιρίες εκείνες που διαθέτουν μια ολοκληρωμένη στρατηγική διαχείρισης κινδύνων. 

Η επερχόμενη κοινοτική οδηγία Solvency II –με την οποία θα πρέπει όλες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση να συμμορφωθούν μέχρι το 2013- που θα αλλάξει τη νομοθεσία σχετικά με τη φερεγγυότητα και την κεφαλαιακή επάρκεια των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών εταιριών, υποχρεώνει ουσιαστικά τις εταιρείες του χώρου να υλοποιήσουν σύγχρονα συστήματα διαχείρισης κινδύνων.
 
Έτσι, πέρα από τη συμμόρφωση, το Solvency II μπορεί, και πρέπει, να αποτελέσει μια ευκαιρία για την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

Οι τρεις πυλώνες του Solvency II

Η Solvency II έρχεται ουσιαστικά να αντικαταστήσει το Solvency I, με βασική αρχή την κεφαλαιακή επάρκεια στον ευρωπαϊκό ασφαλιστικό κλάδο. 

Η εν λόγω νομοθεσία αποσκοπεί στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας των ασφαλιστικών εταιρειών, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία που αφορούν στο ενεργητικό και τις υποχρεώσεις των εταιρειών. 

Η ευρωπαϊκή οδηγία έρχεται να βοηθήσει τις εποπτικές αρχές για την πιο αποτελεσματική προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων, καθιστώντας την αποτυχία λιγότερο πιθανή. 

Θα πρέπει επίσης να διευκολύνει τις επιχειρήσεις να δραστηριοποιηθούν σε ολόκληρη την Ε.Ε., καθώς το σημερινό συνονθύλευμα διαφορετικών τοπικών προτύπων θα πρέπει να αντικατασταθεί από πιο εναρμονισμένες απαιτήσεις.

Το πλαίσιο της οδηγίας Solvency II, που βρίσκεται σε ανάπτυξη, περιλαμβάνει τρεις βασικούς πυλώνες:

– Ο Πρώτος Πυλώνας καθορίζει ένα πρότυπο αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού και των υποχρεώσεων και ορίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις των επιχειρήσεων, που θα πρέπει να πληρούν για τον ασφαλιστικό, τον πιστωτικό, το λειτουργικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα μπορούν να υπολογιστούν χρησιμοποιώντας μια τυποποιημένη μέθοδο, ή, εάν οι επιχειρήσεις τυγχάνουν εποπτικής έγκρισης, θα μπορούν να χρησιμοποιούν τα δικά τους κεφαλαιακά μοντέλα

– Ο Δεύτερος Πυλώνας θα αφορά στη διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης που επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας των κεφαλαίων και των συστημάτων και διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων. Οι εποπτικές αρχές μπορούν να αποφασίσουν αν μια επιχείρηση θα πρέπει να διαθέτει επιπλέον κεφάλαια για την κάλυψη τυχόν κινδύνων που δεν καλύπτονται επαρκώς στον πρώτο Πυλώνα

– Ο Τρίτος Πυλώνας αφορά στην ενίσχυση της πειθαρχίας της αγοράς, απαιτώντας από τις ασφαλιστικές εταιρείες τη δημοσίευση συγκεκριμένων λεπτομερειών σχετικών με τη διαχείριση κινδύνων και κεφαλαίου

Συμμόρφωση με την SAS

H SAS προσφέρει τo πλέον ολοκληρωμένο χαρτοφυλάκιο τεχνολογιών και λύσεων διαχείρισης κινδύνων, για την απόλυτη συμμόρφωση με την οδηγία Solvency II, παρέχοντας:

Πλατφόρμα Solvency II-ready: Ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο κινδύνων που μπορεί να προσαρμοστεί ανάλογα με τις επιχειρηματικές ανάγκες

Moντέλο δεδομένων ασφαλειών: Μια τεράστια αποθήκη δεδομένων με εκατοντάδες προκαθορισμένες ρουτίνες μετατροπής των δεδομένων. Το συγκεκριμένο μοντέλο δεδομένων –ειδικά για τις ασφάλειες- έχει σχεδιαστεί και εξελίσσεται με βάση τις απαιτήσεις της Ε.Ε.

Συμμόρφωση με Solvency II: H λύση της SAS προσφέρει ένα στιβαρό πλαίσιο analytics για κινδύνους που υπολογίζει τις Ελάχιστες Κεφαλαιακές Απαιτήσεις και τις Κεφαλαιακές Απαιτήσεις του Solvency II τόσο για τυποποιημένες όσο και για εσωτερικές προσεγγίσεις.

Γνωστοποίηση και Διακυβέρνηση: Ευέλικτες δυνατότητες αναφορών και απόλυτη διαφάνεια εξασφαλίζουν ότι ακόμη και μη ειδικοί μπορούν να δουν, να επικυρώσουν και να ελέγξουν κάθε βήμα της ανάλυσης, γρήγορα και εύκολα.

Το επόμενο βήμα – Διαχείριση Επιχειρηματικών Κινδύνων: Η λύση της SAS υποστηρίζει την υλοποίηση οικονομικών μοντέλων, καθώς και μοντέλων αξιολόγησης των κεφαλαίων των ασφαλιστικών πρακτόρων, σε μια ενιαία πλατφόρμα. Επίσης, ενοποιεί τη διαχείριση κινδύνων με το στρατηγικό σχεδιασμό, οδηγώντας τελικά στην απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.