Στη Βουλή το νομοσχέδιο για την εργασιακή ασφάλεια

Κατατέθηκε χθες το βράδυ στη Βουλή το νομοσχέδιο  του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης για την εργασιακή ασφάλεια, με το οποίο θεσπίζονται σειρά νέων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας που αφορούν τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης.

Το σχέδιο νόμου θεσπίζει σειρά νέων διατάξεων αλλά και τροποποιήσεων σε υφιστάμενες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που αφορούν κυρίως στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, προκειμένου να διασφαλίζονται τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά και η αναγκαία ευελιξία στην αγορά εργασίας, συμβάλλοντας αφενός μεν στη διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας, αφετέρου δε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Το νομοσχέδιο εισάγει τεκμήριο υπέρ της μισθωτής εργασίας. Το τεκμήριο υπέρ της ανεξάρτητης εργασίας, που ίσχυε μέχρι σήμερα μόνο με την κατάθεση στην επιθεώρηση εργασίας, της έγγραφης συμφωνίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότου εντός δεκαπέντε ημερών, ήταν ανεπαρκές.

Πλέον για να χαρακτηριστεί μια σύμβαση εργασίας ως εξαρτημένη, ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου, πρέπει να συνεκτιμηθούν κι άλλα στοιχεία και δεν είναι αρκετή η κατάθεση μόνο της έγγραφης συμφωνίας. 

Επίσης, με τη διάταξη αυτή, η οποία δεν μετατρέπει τις συμβάσεις έργου σε συμβάσεις εργασίας, το βάρος της απόδειξης ότι δεν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, φέρει πλέον ο εργοδότης εφόσον αμφισβητήσει το ανωτέρω τεκμήριο.

Ακόμη, εισάγονται για πρώτη φορά οι ορισμοί του «εργαζόμενου μερικής απασχόλησης» και του «συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση» και εξασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των εργαζομένων με μερική απασχόληση σε σχέση με τους εργαζόμενους με πλήρη (κανονική) απασχόληση. Ορίζεται και αποσαφηνίζεται η εκ περιτροπής απασχόληση ως η κατά πλήρες ωράριο εργασία κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος ή συνδυασμός αυτών.

Διατηρούνται και διευρύνονται οι προστατευτικές διατάξεις υπέρ των εργαζομένων με μερική απασχόληση με τη θέσπιση διάταξης περί δικαιώματος προσαυξημένης αμοιβής σε περίπτωση που αυτοί καλούνται να παρέχουν εργασία πέραν της συμφωνημένης καθώς και δικαιώματος άρνησης παροχής της, όταν αυτή λαμβάνει χώρα κατά πάγιο τρόπο.

Ακόμη, αναγνωρίζεται δικαίωμα του πλήρως απασχολούμενου, εφόσον έχει συμπληρώσει ένα ημερολογιακό έτος εργασίας στον ίδιο εργοδότη, να ζητήσει με αίτηση του τη μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρη σε μερική απασχόληση, με δικαίωμα επανόδου σε πλήρη απασχόληση.

Σχετικά με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας επέρχονται αλλαγές σε σχέση με τον προηγούμενο Νόμο (Ν. 3385/2005) σε ότι αφορά την διαδικασία και τον τρόπο εισαγωγής, διατηρώντας σε ισχύ μόνον τους όρους εφαρμογής του συστήματος αυτού.
 
Με τις νέες ρυθμίσεις διαμορφώνεται το νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο θα υιοθετείται σύστημα διευθέτησης του χρόνου εργασίας, εισάγοντας το θεσμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή των συλλογικών συμφωνιών ως το μέσο για να εφαρμοστεί διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε μια επιχείρηση.

Επίσης, τροποποιούνται οι υφιστάμενες ρυθμίσεις περί κατάτμησης αδείας ούτως ώστε να προσαρμοστούν στις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες των εργαζομένων. 

Ειδικότερα δίνεται η δυνατότητα κατάτμησης σε περισσότερες των δύο περιόδων και μόνον μετά από γραπτή αίτηση των εργαζομένων προς τον εργοδότη τους. Στο πλαίσιο αυτό υφίσταται ένα σταθερό τμήμα αδείας 10 ημερών επί πενθήμερης εργασίας ή 12 ημερών επί εξαήμερης εργασίας, το οποίο λαμβάνεται υποχρεωτικώς και αυτούσιο από τον εργαζόμενο.

Αναφορικά με τη τηλεργασία το νομοσχέδιο ρυθμίζει θέματα που άπτονται των εργασιακών σχέσεων με σκοπό την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων με αυτή τη μορφή απασχόλησης. 

Ειδικότερα προβλέπεται υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώνει εγγράφως τον εργαζόμενο για το σύνολο των πληροφοριών που έχουν σχέση με τους όρους βάσει των οποίων θα παρέχεται η τηλεργασία (αμοιβή, ωράριο, αποκατάσταση του κόστους που προκαλείται από την παροχή της κτλ.).

Τέλος, διασφαλίζονται περαιτέρω τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των απασχολουμένων με τηλεργασία με την θεσμοθέτηση διάταξης η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης υποχρεούται , το αργότερο εντός δύο μηνών από τη σύναψη της σύμβασης εργασίας να πληροφορεί γραπτώς τον τηλεργαζόμενο για το πρόσωπο και για τα στοιχεία επικοινωνίας των εκπροσώπων του προσωπικού στην επιχείρηση.