Κινδυνεύει η βιωσιμότητα της ασφαλιστικής αγοράς με το νέο φορολογικό

Σε άμεσο κίνδυνο θέτει τη βιωσιμότητα και οικονομική σταθερότητα της εγχώριας ασφαλιστικής βιομηχανίας, η αποδυνάμωση των φορολογικών κινήτρων που ισχύουν σήμερα για το ασφαλιστικό προϊόν. 

Αυτό επισημαίνει η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος στο υπόμνημα που κατέθεσε προς το υπουργείο Οικονομικών για το φορολογικό νομοσχέδιο, οι διατάξεις του οποίου ψηφίζονται αύριο. 

Οι παρατηρήσεις της Ένωσης αφορούν τόσο στα κίνητρα που προτείνονται για το ασφαλιστικό προϊόν και τη φορολόγηση των αποζημιώσεων, αλλά και στα θέματα της φορολόγησης των επιχειρήσεων. 

Αναλυτικά οι κατά άρθρο παρατηρήσεις της ΕΑΕΕ έχουν ως εξής

Άρθρο 1 παρ.4 και Άρθρο 2 παρ. 1 του σχεδίου νόμου: Αλλαγή του ισχύοντος καθεστώτος έκπτωσης από το εισόδημα της δαπάνης ασφαλίστρων που καταβάλλονται στο πλαίσιο των ατομικών ασφαλίσεων ζωής και υγείας

Εν μέσω της πρωτοφανούς αυτής οικονομικής κρίσης, κρίνεται κατ’ αρχήν θετική η προτεινόμενη από το σχέδιο νόμου διατήρηση ενός ευνοϊκού καθεστώτος έκπτωσης των ασφαλίστρων που καταβάλλονται στο πλαίσιο ατομικών ασφαλίσεων ζωής και υγείας, με διεύρυνση του εκπιπτόμενου ποσού από 1.200 ευρώ σε 2.000 ευρώ ανά οικογένεια. 

H μετατόπιση, όμως, της βάσης έκπτωσης από το εισόδημα στο φόρο οδηγεί εκ του αποτελέσματος σε αποδυνάμωση του υφιστάμενου κινήτρου, το οποίο υπό την προτεινόμενη μορφή συνεπάγεται πιο περιορισμένη ωφέλεια για τον ασφαλισμένο φορολογούμενο. 

Σε πραγματικούς αριθμούς, η ισχύουσα έκπτωση ανέρχεται σήμερα στο ποσό των 1.200 ευρώ, επιμεριζόμενη στους δύο συζύγους ανάλογα με το εισόδημα εκάστου, ενώ με τις νέες διατάξεις του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. η έκπτωση από το φόρο της σχετικής δαπάνης εξαντλείται στο ποσό των 400 ευρώ κατ’ανώτατο όριο για όλη την οικογένεια και στο ποσό των 200 ευρώ για τον έγγαμο. Εάν ίσχυε η έκπτωση από το εισόδημα με τους προτεινόμενους συντελεστές, αυτή θα ανερχόταν κατ’ανώτατο όριο στο ποσό των 540 ευρώ.

Η θέσπιση ισχυρών φορολογικών κινήτρων, ιδίως στο χώρο των ασφαλίσεων ζωής και υγείας, δε συνιστά παροχή προς τις ασφαλιστικές εταιρίες αλλά πρωτίστως προς τον πολίτη. Αποτελεί κοινό τόπο ότι τα κρατικά ανά τον κόσμο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και υγείας αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις δημογραφικές εξελίξεις και στον καλπάζοντα ιατρικό πληθωρισμό αντιστοίχως. 

Ως εκ τούτου, η εφαρμογή ενός ευνοϊκού καθεστώτος έκπτωσης ασφαλίστρων αποβλέπει στην ενίσχυση του οικονομικού προγραμματισμού των οικογενειών που αποτελούν τη βάση της κοινωνίας, την ανάπτυξη της επενδυτικής/ αποταμιευτικής ροπής του πληθυσμού και σε τελική ανάλυση στην ελάφρυνση των οικονομικών πιέσεων που υφίσταται εξαιτίας έκτακτων δαπανών τέτοιας φύσης, ιδίως εν καιρώ οικονομικής κρίσης.

Τα προαναφερόμενα συνηγορούν υπέρ μιας ισοδύναμης φορολογικής μεταχείρισης, τουλάχιστον στο μέλλον, μεταξύ των ασφαλίστρων που καταβάλλονται για τις ιδιωτικές ασφαλίσεις ζωής και υγείας και των εισφορών που καταβάλλονται στο πλαίσιο του 1ου και 2ου Πυλώνα ασφάλισης (κύρια και επικουρική κοινωνική ασφάλιση και επαγγελματική ασφάλιση αντιστοίχως).

Σε κάθε περίπτωση και εφόσον δεν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια για επαναφορά του προγενέστερου καθεστώτος έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα, προτείνεται τουλάχιστον να διευρυνθεί το ποσό της έκπτωσης στο ποσό των 2.000 ευρώ ανά φορολογούμενο ή στην έσχατη περίπτωση, να αυξηθεί το προτεινόμενο ποσό έκπτωσης για τον άγαμο στα 1.200 ευρώ, ώστε να μην πληγεί υπέρμετρα η συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών τόσο από την αλλαγή του συστήματος έκπτωσης όσο και του εύρους της βάσης υπολογισμού.

Άρθρο 2 παρ.1 του σχεδίου νόμου: Ανανέωση διάρκειας ισχύος της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 του Κ.Φ.Ε. έκπτωσης δαπάνης για unit linked προϊόντα

Διατηρείται, ως έχει, η προβλεπόμενη από την περ. στ της παρ.1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. έκπτωση που παρέχεται επί αγοράς μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων εσωτερικού που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια ζωής καθώς και σε αυτά που είναι συνδεδεμένα με ασφαλιστήρια ζωής μέσω εσωτερικού μεταβλητού κεφαλαίου. 

Από τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι η ισχύς της ρύθμισης αυτής είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας, καταλαμβάνοντας αγορές που θα λάμβαναν χώρα από 1.1.2005 έως 31.12.2009.

Προτείνεται να γίνει χρήση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις αυτές, νομοθετικής εξουσιοδότησης, βάσει της οποίας ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να παρατείνει τη χρονική διάρκεια ισχύος της υπόψη έκπτωσης, όπως επί παραδείγματι για αγορές που θα πραγματοποιηθούν από 1.1.2010 έως 31.12.2012.
 
Η προτεινόμενη παράταση θα συντελέσει, εκτός των άλλων, στη δημιουργία ενός κινητήριου μοχλού για την ενίσχυση, μεσοπρόθεσμα, της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, η οποία επί του παρόντος βρίσκεται σε ύφεση.

Άρθρο 5 παρ.6 του σχεδίου νόμου: Φορολόγηση αποζημιώσεων

Με την παρ.6 του άρθρου 5 του σχεδίου νόμου καθιερώνεται κλίμακα για τη φορολόγηση της αποζημίωσης απολυομένων, συμπεριλαμβανομένης, κατά τις ίδιες διατάξεις, και κάθε εφάπαξ αποζημίωσης που «παρέχεται από οποιονδήποτε φορέα και για οποιονδήποτε λόγο διακοπής της σχέσης εργασίας ή άλλης σύμβασης, η οποία συνδέει το φορέα με το δικαιούχο της αποζημίωσης».

Ενόψει της ιδιαίτερα αόριστης και γενικής διατύπωσης της ως άνω διάταξης και προς αποφυγή διοικητικών παρερμηνειών, κρίνεται επιβεβλημένο να προβλεφθεί ρητά η εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της, των παροχών που καταβάλλονται σε εκτέλεση συνταξιοδοτικών προγραμμάτων που συνάπτονται από επιχειρήσεις προς όφελος του εργατοϋπαλληλικού τους προσωπικού. 

Σύμφωνα με την πάγια διοικητική πρακτική και νομολογία, «το ποσό που αντιστοιχεί στην επιστροφή των καταβεβλημένων ασφαλίστρων δεν αποτελεί εισόδημα» και ως εκ τούτου δεν υπάγεται στη φορολογία εισοδήματος κατά το μέρος που καλύπτει το ποσό του επενδυθέντος κεφαλαίου (βλ. Υπ. Οικ. Α. 26625/1961, Γνωμοδότηση ΝΣΚ 683/1988, ΠΟΛ.110/17.5.1991). 

Εντάσσοντας με τις προτεινόμενες διατάξεις τα ως άνω ποσά στο σύστημα φορολογίας εισοδήματος καταλύονται βασικές φορολογικές αρχές, συγχρόνως δε, θίγεται η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ασφαλισμένων στη Διοίκηση, οι οποίοι στηριζόμενοι σε μια επί μακρόν ακολουθούμενη διοικητική πρακτική προσέφυγαν από κοινού με τις εργοδότριες επιχειρήσεις στη συμμετοχή τους σε ομαδικές ασφαλίσεις προς επαύξηση του εισοδήματός τους κατά τη συνταξιοδότηση. 

Να σημειωθεί τέλος ότι λόγοι κοινωνικής δικαιοσύνης καθώς και λόγοι που ανάγονται στα διαρθρωτικά προβλήματα του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με αποτέλεσμα τη δραστική συρρίκνωση του εισοδήματος κατά την αποχώρηση από την εργασία, επιβάλλουν τη διατήρηση του υφιστάμενου συστήματος φορολόγησης των αποζημιώσεων λόγω απόλυσης. Περαιτέρω, το μέτρο αυτό κρίνεται ιδιαίτερα άδικο στις περιπτώσεις απολύσεων, όπου λόγω της οικονομικής κρίσης είναι αβέβαιη η ταχεία επαγγελματική αποκατάσταση των απολυμένων.

Άρθρο 9 παρ. 3 του σχεδίου νόμου: Φορολόγηση παροχών σε στελέχη

Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 9 προβλέπεται ότι φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες το κόστος κυκλοφορίας (π.χ. καύσιμα, ασφάλιστρα, τέλη), επισκευής και συντήρησης, συμπεριλαμβανομένων και των τυχόν μισθωμάτων, για πολυτελή οχήματα, τα οποία αποκτώνται ή μισθώνονται από επιχειρήσεις προκειμένου να χρησιμοποιούνται από πρόσωπα διοίκησης ή στελέχη. 

Λαμβάνοντας υπόψη της την πρόθεση του Υπουργείου να εξαντλήσει το εύρος της επιβάρυνσης στα «πολυτελή» αυτοκίνητα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, προτείνεται να γίνει τροποποίηση της σχετικής πρόβλεψης, με βάση το γεγονός, ότι σε ορισμένους τομείς δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων επιβάλλεται η χρήση εταιρικών μέσων μεταφοράς για το σκοπό προώθησης των εργασιών τους (πωλήσεις, περιφερειακές διευθύνσεις), με άλλα λόγια για αμιγώς παραγωγικούς σκοπούς. 

Για το λόγο αυτό, ως βασικό (όχι όμως μοναδικό) κριτήριο υπαγωγής στη ρύθμιση προτείνεται να αποτελέσει η εμπορική (τρέχουσα) τιμολογιακή αξία του οχήματος, ίση με το ποσό των 40.000 ευρώ και άνω που είχε ορθώς υιοθετηθεί στην από 16.3.2010 ανακοίνωση του Υπουργείου με τα κυριότερα σημεία του φορολογικού νομοσχεδίου και η οποία πράγματι μετουσιώνει την έννοια του πολυτελούς οχήματος. 

΄Αρθρο 11 παρ. 6 του σχεδίου νόμου: Έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων των μισθωμάτων που καταβάλλουν σε εταιρίες ενοικιάσεως αυτοκίνητων

Προτείνεται η επαναφορά του ισχύοντος καθεστώτος έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων των μισθωμάτων που καταβάλλονται σε εταιρίες ενοικιάσεως αυτοκινήτων. 

Η αιτιολογία για τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση που επιφυλάσσουν εμμέσως οι υφιστάμενες διατάξεις έγκειται στο γεγονός ότι οι μακροχρόνιες μισθώσεις, σε αντίθεση με τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, δεν παρέχουν δικαίωμα προαίρεσης για την απόκτηση της κυριότητας του αυτοκινήτου μετά την πάροδο του εκάστοτε συμφωνηθέντος χρόνου.

Άρθρο 11 παρ. 8 του σχεδίου νόμου: Μεταβολές στην έκπτωση των τόκων δανείων ή πιστώσεων από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης

Με τις εισηγούμενες διατάξεις αναμορφώνεται η περ. δ’ της παρ.1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. περί έκπτωσης των τόκων δανείων ή πιστώσεων από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των οποίων εμπλουτίζεται η λίστα των τόκων που δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση. 

Από την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων αναφορικά με τον περιορισμό της έκτασης της σχετικής έκπτωσης εξαιρούνται συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, μεταξύ δε αυτών συγκαταλέγονται τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, με το σκεπτικό, όπως αναπτύσσεται στην αιτιολογική έκθεση, ότι «διέπονται από ειδικό θεσμικό πλαίσιο αναφορικά με την κεφαλαιακή τους επάρκεια και τους δείκτες φερεγγυότητας, ενώ εξ αντικειμένου έχουν εντελώς διαφορετικές ανάγκες χρηματοδότησης από τις λοιπές επιχειρήσεις».

Με το δεδομένο ότι τα αυτά ισχύουν για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και πιο συγκεκριμένα για το λόγο ότι και αυτές υπόκεινται σε εξίσου αυστηρό εποπτικό έλεγχο, ο οποίος μάλιστα επίκειται να μεταφερθεί στη Τράπεζα της Ελλάδος, τηρούν εξίσου αυστηρούς κανόνες φερεγγυότητας αλλά και έχουν, ομοίως με τις τράπεζες, διαφορετικές ανάγκες χρηματοδότησης από τις λοιπές επιχειρήσεις, επιβάλλεται να συμπεριληφθούν ρητά στις επιχειρήσεις που δικαιούνται της προτεινόμενης ευνοϊκής ρύθμισης.

Άρθρο 11 παρ. 9 του σχεδίου νόμου: Υποχρέωση αναμόρφωσης των αποτελεσμάτων βάσει των διατάξεων της παρ. 8 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.

Για τους παραπάνω λόγους και επιπροσθέτως διότι τα έσοδα από μερίσματα και τα κέρδη από συμμετοχή σε άλλες ημεδαπές επιχειρήσεις αποτελούν για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις οργανικά έσοδα, άμεσα συναρτώμενα με τη λειτουργική τους αποστολή, δηλαδή την επένδυση των συσσωρευθέντων κεφαλαίων για τις ανάγκες της ασφαλιστικής τους τοποθέτησης και κατ’επέκταση την εκπλήρωση των υπεσχημένων στους ασφαλισμένους, απαιτείται η επαναφορά του υπό κατάργηση εδαφίου, στο σύνολό του. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να διασφαλισθεί η όμοια φορολογική μεταχείριση μεταξύ τραπεζών και ασφαλιστικών εταιριών, αμφότερες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό χώρο.

Άρθρο 13: Φορολογία μερισμάτων και κερδών που διανέμουν ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες

Με τις διατάξεις του άρθρου 13 του σχεδίου νόμου αλλάζει εκ βάθρων το ισχύον σύστημα φορολόγησης των κερδών που διανέμουν οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Βάσει των ρυθμίσεων, επί των εταιρικών κερδών επιβάλλεται συντελεστής φορολογίας 24% στο σύνολό τους, ανεξαρτήτως εάν διανέμονται ή όχι. Εν συνεχεία, επί των διανεμόμενων κερδών, τα οποία έχουν ήδη υποστεί μείωση,  διενεργείται παρακράτηση με συντελεστή 21%. 

Ως εκ του αποτελέσματος, επέρχεται υπερφορολόγηση των κερδών με συντελεστή 45%, όσο δηλαδή το άθροισμα του φόρου του νομικού προσώπου και του παρακρατηθέντος.  

Η αιτιολογία της ρύθμισης αυτής που δίδεται στην αιτιολογική έκθεση ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνεται «κίνητρο στις επιχειρήσεις να μην διανέμουν τα κέρδη αλλά να επανεπενδύουν διατηρώντας τις θέσεις εργασίας και διευρύνοντας την επιχειρηματική τους δραστηριότητα» δεν ευσταθεί από ασφαλιστικής απόψεως.

Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτελούν ισχυρούς θεσμικούς επενδυτές της εγχώριας κεφαλαιαγοράς, με σημαντικότατη συμβολή στην τρέχουσα αγορά κινητών αξιών. 

Η εν γένει επενδυτική τους πολιτική διαπνέεται από επιλογές μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Ο κύριος όγκος των εσόδων που απορρέουν από επενδύσεις προορίζεται για την εξασφάλιση υπέρ των ασφαλισμένων της εγγυημένης εκ του νόμου απόδοσης των μαθηματικών αποθεμάτων των ασφαλιστηρίων ζωής. 

Υπό τη σκιά της οικονομικής ύφεσης που πλήττει τη χώρα με συνεπακόλουθο τη διολίσθηση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, ήδη έχει καταστεί εξαιρετικά δυσχερής η επίτευξη του προβλεπόμενου από την ισχύουσα ασφαλιστική νομοθεσία ορίου εγγυημένου τεχνικού επιτοκίου 3,35%.

Ενόψει των προαναφερομένων, γίνεται πρόδηλο ότι η υιοθέτηση της προωθούμενης αλλαγής θα οδηγήσει σε εκμηδενισμό της κεφαλαιακής ρευστότητας του τομέα της ιδιωτικής ασφάλισης, μειώνοντας δραματικά τα έσοδα από επενδύσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και περαιτέρω δημιουργώντας αντικίνητρα όχι μόνο για την τροφοδότηση της εγχώριας κεφαλαιαγοράς με νέες εισροές αλλά και για τη διατήρηση των υφιστάμενων. 

Τούτο θα είχε επιπλέον σαν συνέπεια τη διαφυγή των επιχειρήσεων σε πιο επικερδείς χρηματαγορές άλλων κρατών, με τις οποίες η χώρα μας έχει συνάψει Διμερείς Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος και οι οποίες προβλέπουν χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης των μερισμάτων.

Εάν η αύξηση των συντελεστών φορολογίας κριθεί, ενόψει των δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, αναπόφευκτη, προτείνεται εναλλακτικά η αναπροσαρμογή του ισχύοντος συντελεστή 10% (άρθρο 18 παρ.1 του ν.3697/2008) σε 15% κατ’ανώτατο όριο, η οποία θα διασφάλιζε τόσο αυξημένα έσοδα υπέρ του κράτους όσο και τη μη θέση σε κίνδυνο της βιωσιμότητας των υπόχρεων επιχειρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, η προτεινόμενη ρύθμιση θα επιφέρει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, στην επίτευξη των οποίων ευελπιστεί ο νομοθέτης σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση.

Άρθρο 62 παρ.2 και 3 σχεδίου νόμου: Υπαγωγή των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και αμοιβών δικηγόρων στο σύστημα Φ.Π.Α.

Με τις ανωτέρω διατάξεις προτείνεται εφεξής η υπαγωγή των εργασιών των ιδιωτικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων στο πεδίο του Φ.Π.Α., πράγμα το οποίο θα επιφέρει αύξηση του κόστους των υπηρεσιών υγείας του ιδιωτικού τομέα, με συνεπακόλουθο την άνοδο κατά τον ανάλογο συντελεστή των αποζημιώσεων υγείας που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
 
Εννοείται ότι η επιβάρυνση αυτή αναγκαστικά θα μετακυλισθεί στα ασφάλιστρα των συμβολαίων υγείας, δηλαδή θα επιβαρυνθούν σημαντικά οι καταναλωτές ασφαλισμένοι. 

Και τούτο παρά το γεγονός ότι η επιβολή του είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα έχει τα επιδιωκόμενα εισπρακτικά, για το κράτος, αποτελέσματα, δεδομένης της δυνατότητας των νοσοκομείων να συμψηφίζουν πλέον το Φ.Π.Α. που επιβαρύνονται. Φοβούμεθα ότι το ίδιο θα συμβεί και με τις αμοιβές των δικηγόρων, οι οποίες πρόκειται ομοίως να ενταχθούν στο σύστημα του Φ.Π.Α. Για το λόγο αυτό ζητούμε να αποσύρετε τις σχετικές ρυθμίσεις.

Τέλος, θα θέλαμε να επικεντρώσουμε την προσοχή σας σε ένα θέμα εξαιρετικής σημασίας για τον ευρύτερο ασφαλιστικό κλάδο, το οποίο αφορά σε μια ενδεχόμενη ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος απαλλαγής από το Φ.Π.Α. των ασφαλιστικών εργασιών, παρ’ ότι τούτο δε φαίνεται να θίγεται από τις υπό διαβούλευση διατάξεις του υπάρχοντος σχεδίου νόμου.

Κατά το άρθρο 135 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ θεσπίζεται ρητά απόλυτη εξαίρεση από το πεδίο του Φ.Π.Α. των ασφαλιστικών εργασιών, από την οποία δεν επιτρέπονται εθνικές παρεκκλίσεις. 

Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των εργασιών της για αναθεώρηση του υφιστάμενου καθεστώτος απαλλαγής των χρηματοοικονομικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών και της σχετικής της πρότασης για οδηγία (COM(2007)747τελικό) ουδόλως έθεσε υπό αμφισβήτηση τη διατήρησή του. 

Στο άρθρο 137 α του σχεδίου οδηγίας επιφύλαξε μάλιστα από 1ης Ιανουαρίου 2012 ευχέρεια στα φορολογούμενα πρόσωπα να επιλέξουν, εφόσον θελήσουν τα ίδια, την υπαγωγή τους στο καθεστώς Φ.Π.Α. 

Κατά συνέπεια, μια πιθανή υπαγωγή των ασφαλιστικών εργασιών στο σύστημα του Φ.Π.Α. θα αντέκρουε όχι μόνο στις ισχύουσες κοινοτικές επιταγές αλλά και στις κοινοτικές προθέσεις για αναμόρφωση των κανόνων αυτών απαλλαγής.

Με την επισήμανση ότι τα προαναφερόμενα δεν εξαντλούν το σύνολο των παρατηρήσεων μας, δεδομένων των πολύ στενών χρονικών ορίων για υποβολή σχολίων, παρακαλούμε όπως τα λάβετε σοβαρά υπόψη σας, καθόσον στόχος μας είναι η υποβοήθηση του Υπουργείου στην επιτελούμενη φορολογική αναθεώρηση με γνώμονα τη διασφάλιση της κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης  που πρέπει να διέπει επί της αρχής το φορολογικό σύστημα της χώρας.