Στα χαρακώματα ο κλάδος Οδικής Βοήθειας

Η εμπλοκή του ασφαλιστικού κλάδου στον τομέα της οδικής βοήθειας χρονολογείται από τις αρχές του 1990, με την ίδρυση εταιρίας οδικής βοήθειας από την Interamerican, που αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη προσπάθεια δραστηριοποίησης μιας ασφαλιστικής εταιρίας στον τομέα της οδικής βοήθειας με πανελλαδική εμβέλεια και ιδιόκτητα μέσα. 

Ακολούθησε το 1993 η είσοδος στην ελληνική αγορά τεσσάρων μεγάλων εταιριών, θυγατρικών πολυεθνικών ομίλων. Επρόκειτο για την Europ Assistance, την Interpartner (πρώην Gesa), τη  Mapfre και τη Mondial, θυγατρικές των General, AXA, Mapfre και Allianz αντίστοιχα. 

Η δραστηριοποίηση των ξένων ασφαλιστικών, άλλαξε ουσιαστικά και τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς, στο βαθμό που το μοντέλο που ακολούθησαν δεν στηριζόταν στην κατοχή ιδιόκτητων μέσων και προσωπικού, αλλά στις τοπικές συνεργασίες που έκαναν, πρακτική που μείωσε το κόστος παροχής της υπηρεσίας της οδικής βοήθειας. 

Η αλλαγή του σκηνικού στον κλάδο, στον οποίο μέχρι τότε κυριαρχούσαν η ΕΛΠΑ και η Εξπρές Σέρβις, άλλαξε όταν οι τέσσερις εταιρίες, πολυεθνικών συμφερόντων, συνεργάστηκαν με τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρίες του κλάδου, την Εθνική Ασφαλιστική, το Φοίνικα και την Εμπορική Ασφαλιστική

Το άνοιγμα της αγοράς μέσω της συνεργασίας που έλεγχε το 35% περίπου του κλάδου αυτοκινήτου σηματοδότησε και την έναρξη της σύγκρουσης με τη Εξπρές Σέρβις, ιδιοκτησίας του κ. Ιωάννη Ραφτόπουλου, ο οποίος ήταν ήδη ισχυρός παράγοντας τόσο στο χώρο της οδικής βοήθειας, όσο και στην τοπική κοινωνία της Βόρειας Ελλάδας. 

Η σύγκρουση εκδηλώθηκε με δικαστικές προσφυγές και ασφαλιστικά μέτρα, που οδήγησαν στην έκδοση καταδικαστικών αποφάσεων κατά των τριών ασφαλιστικών εταιριών με το σκεπτικό της παραβίασης των όρων ανταγωνισμού, λόγω της μη κατοχής ιδιόκτητων μέσων, αλλά και της παροχής της υπηρεσίας σε χαμηλές τιμές. 

Η παροχή των υπηρεσιών με εξαιρετικά φθηνό τιμολόγιο αποτέλεσε και το κόκκινο πανί για την κορύφωση της σύγκρουσης και είναι χαρακτηριστικό ότι οι δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν με αφορμή την κόντρα που είχε αναπτυχθεί, έθεσαν ως πήχη το τιμολόγιο της Εξπρές Σέρβις για την παροχή της οδικής βοήθειας, επιβάλλοντας στις εταιρίες πρόστιμα για την παροχή της υπηρεσίας.

Νομοθετικές παρεμβάσεις

Η σύγκρουση συνεχίστηκε με εκατέρωθεν προσφυγές, δικαστικές αποφάσεις αλλά και νομοθετικές ρυθμίσεις, που κάθε άλλο παρά γεφύρωναν το χάσμα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των δύο βασικών πόλων της οδικής βοήθειας, για να οδηγηθούμε στο 2007, όταν το υπουργείο Μεταφορών επιχειρεί άλλη μια νομοθετική παρέμβαση, που βρήκε κάθετα αντίθετη την ασφαλιστική αγορά. 

Πρόκειται για το νόμο 3651 που παρά τις αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις και τα διαδοχικά υπομνήματα που είχε καταθέσει η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, υποστηρίζοντας την αντικοινοτική διάσταση του νόμου, ψηφίστηκε τελικώς και έγινε νόμος του κράτους το 2008.
 
Ο σχετικός νόμος έθετε αυστηρά ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια για τη δραστηριοποίηση των εταιρειών στον κλάδο της οδικής βοήθειας, ορίζοντας έναν ελάχιστο αριθμό οχημάτων και εργαζομένων, που θα πρέπει να διαθέτουν οι εταιρίες προκειμένου να ασκούν τον κλάδο και τα οποία  σύμφωνα με τους εκπροσώπους των εταιριών οδικής βοήθειας και τους εκπροσώπους των ασφαλιστικών εταιριών που ασκούν τη σχετική δραστηριότητα, ήταν εξαντλητικά. 

Οι σχετικές διατάξεις είχαν ψηφιστεί από την κυβερνητική πλειοψηφία της ΝΔ, παρά τις αντιδράσεις που υπήρξαν από τους επαγγελματίες του κλάδου, που έκαναν λόγο για φωτογραφικές διατάξεις που ευνοούσαν τη διαμόρφωση ολιγοπωλιακών συνθηκών στον κλάδο.
 
Σημειώνεται ότι κατά τη συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, οι εκπρόσωποι του κλάδου άφηναν σαφείς αιχμές ότι τα ποσοτικά κριτήρια που καθορίζονται λειτουργούν υπέρ συγκεκριμένων εταιριών και οι οποίες εμφανίζονται ως οι μόνες  που πληρούν τις προϋποθέσεις και οδηγώντας στη δημιουργία ενός ακόμη κλειστού επαγγέλματος. 

Η ψήφιση τελικώς του νόμου το Μάρτιο του 2008, υποχρέωσε το σύνολο της αγοράς να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες συγχωνεύσεις και επενδύσεις, προκειμένου να λάβει τη σχετική άδεια. 

Ο σχετικός νόμος έδινε εξάμηνη προθεσμία στις εταιρίες να προσαρμοστούν και ενεργοποιήθηκε τελικώς το Δεκέμβριο του 2008, ενώ το Μάρτιο του 2009, γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αποσαφήνιζε το δικαίωμα του συνεργάτη να συμβάλλεται με παραπάνω από μία εταιρίες. 

Η σύγκρουση δεν σταμάτησε εκεί, αφού ένα χρόνο μετά και παρά την προσπάθεια των ασφαλιστικών εταιριών να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου νόμου, το υπουργείο Μεταφορών αιφνιδίασε εκ νέου τον κλάδο με την κατάθεση νέας τροπολογίας, που όριζε ότι οι συνεργάτες οδικής βοήθειας οχημάτων, θα πρέπει να συνεργάζονται με μία και μόνο μικτή επιχείρηση οδικής βοήθειας οχημάτων. 

Η ρύθμιση που κατατέθηκε χωρίς προειδοποίηση και διαβούλευση ακύρωνε ουσιαστικά τον τρόπο λειτουργίας του χώρου της οδικής βοήθειας μετατρέποντας τον κλάδο σε κλειστό επάγγελμα, ενώ το παράδοξο ήταν ότι  ανέτρεπε ουσιαστικά το νόμο που είχε ψηφιστεί ένα χρόνο πριν, βάσει του οποίου τέθηκαν συγκεκριμένα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια στους συνεργάτες οδικής βοήθειας, προκειμένου να τους δοθεί η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος. 

Ο χώρος των συνεργατών υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε σοβαρές επενδύσεις, προκειμένου να καλύψει τα κριτήρια που επέβαλε ο νόμος, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν το επάγγελμα, αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις συγκεκριμένες απαιτήσεις. 

Τα κριτήρια αυτά αφορούν στο ελάχιστο τεχνικό προσωπικό που υποχρεούνται να απασχολούν και τις υποδομές που πρέπει να διαθέτουν και να συντηρούν, όπως οι σταθμοί παραμονής και μεταφόρτωσης, τα οχήματα κλπ. 

Η ρύθμιση προκάλεσε όπως ήταν φυσικό την κάθετη αντίδραση της ασφαλιστικής αγοράς, η οποία κατήγγειλε ότι η βιωσιμότητα του κλάδου είναι συνάρτηση του αριθμού των εταιριών με τον οποίο κάθε συνεργάτης, μπορούσε να συνάψει συμβάσεις, προκειμένου να καλύπτει το αυξημένο λειτουργικό κόστος που δημιουργεί η συντήρηση των υποδομών σε έμψυχο και τεχνικό υλικό. 

Η απαγόρευση συνεργασίας με περισσότερες εταιρίες, μέσα από την υποχρέωση να συνάψουν σύμβαση με μία και μόνο, στερεί από τον κλάδο σημαντικά έσοδα και καθιστά τη συντήρηση αυτών των εταιριών ασύμφορη, χωρίς μάλιστα προφανή αιτιολογία. 

Οι καταγγελίες βρήκαν ευήκοον ους στην τότε αξιωματική αντιπολίτευση και σημερινή κυβέρνηση, η οποία μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, πάγωσε την ισχύ της διάταξης, η οποία είχε ήδη ψηφιστεί από την τότε κυβερνητική πλειοψηφία.
 
Το θέμα ωστόσο είχε πάρει ευρεία δημοσιότητα και ως έσχατο μέτρο αντίδρασής της η ασφαλιστική αγορά, αποφάσισε την προσφυγή της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στην αρμόδια διεύθυνση Ανταγωνισμού, η οποία παρενέβη στο θέμα, ζητώντας εξηγήσεις για το σύνολο του νόμου 351, ο οποίος σύμφωνα με την ΕΑΕΕ είναι εν τέλει αντικοινοτικός. 

Η Εξπρές Σέρβις

Η Εξπρές Σέρβις συμφερόντων του κ. Ιωάννη Ραπτόπουλου ιδρύθηκε το 1977 και το 1981 μετατράπηκε σε ασφαλιστική εταιρία. 

Η άδεια λειτουργίας της ανακλήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 2001,  όταν ο ετήσιος εποπτικός έλεγχος του υπουργείου Ανάπτυξης, αποκάλυψε ότι η εταιρία δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις φερεγγυότητας του νόμου. 

Η ανάκληση της άδειας έφερε την υπογραφή της τότε υφυπουργού κα. Μιλένας Αποστολάκη και συνοδεύθηκε με τη δέσμευση της περιουσίας της, κατά την οποίας η διοίκηση της εταιρίες προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας. 

Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 22 Ιανουαρίου 2002, ο επόμενος υφυπουργός Ανάπτυξης κ. Χρήστος Θεοδώρου, και ενώ η υπόθεση δεν είχε ακόμα κριθεί από το ΣτΕ, προχώρησε στην ανάκληση της υπουργικής απόφασης της προκατόχου του κα. Μ. Αποστολάκη

Στις 26 Φεβρουαρίου το ΣτΕ με μια κίνηση τακτικής, ακύρωσε την απόφαση του κ. Θεοδώρου που επιχειρούσε να δώσει ανάσα ζωής και επανέφερε σε ισχύ την απόφαση ανάκλησης. 

Λίγο καιρό αργότερα και ενώ η Εξπρές Σέρβις – παρά την ανάκληση της άδειάς της – δεν έπαψε ουσιαστικά ποτέ να ασκεί δραστηριότητα, η εταιρία μετατράπηκε σε εμπορική επιχείρηση και συνέχισε την παροχή της υπηρεσίας της οδικής βοήθειας. 

Η έρευνα  της περιόδου έφερε στο φως ότι η εταιρία πέραν της αδυναμίας της να καλύψει τις υποχρεώσεις της ως προς την ασφαλιστική τοποθέτηση (ακάλυπτο κεφάλαιο 1,1 δις δρχ) και το περιθώριο φερεγγυότητας (έλλειμμα 705 εκατ. δρχ.), οι  οφειλές προς το ΙΚΑ, από καθυστερούμενες  ασφαλιστικές οφειλές, ανέρχονταν στα 4,5 δις δρχ.
 
Σύμφωνα με καταγγελίες της ΕΑΕΕ, η Εξπρές Σέρβις φαίνεται να απολαμβάνει επί χρόνια μιας ιδιότυπης ασυλίας, αλλά και μιας προνομιακής μεταχείρισης, που οδήγησαν όχι στη φωτογραφική νομοθετική ρύθμιση ολόκληρου του κλάδου της οδικής βοήθειας στη χώρα μας, αλλά και στην ανοχή απέναντι σε μια σειρά παραβάσεις της εταιρίας, που αφορούν στην ίδια τη λειτουργίας της. 

Η απλή ανάγνωση των παρατηρήσεων που περιλαμβάνονται στις παρατηρήσεις των ορκωτών λογιστών στις οικονομικές καταστάσεις του 2007, ξεδιπλώνουν ένα μακρύ κατάλογο υποχρεώσεων. 

Στην κορυφή βρίσκεται η παραβίαση του νόμου περί ανωνύμων εταιριών, καθώς το πρόβλημα της εταιρίας επικεντρώνεται στην αρνητική καθαρή θέση που εμφανίζει ήδη από το 2004 και συνεχίζεται το 2005, το 2006 και το 2007, την τελευταία οικονομική χρήση για την οποία η Εξπρές Σέρβις έχει δημοσιεύσει οικονομικές καταστάσεις. 

Η αρνητική θέση της εταιρίας το 2004 είχε διαμορφωθεί στα 7,9 εκατ. ευρώ, αυξήθηκε στα 12,5 εκατ.  ευρώ το 2005, ανήλθε στα 22,1 εκατ. ευρώ το 2006 και άγγιξε τα 31,2 εκατ. ευρώ το  2007. 

Παρά τη ρητή διάταξη του νόμου 2190 περί ανωνύμων εταιρειών για την υποχρέωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρίας, ουδείς ποτέ παρεμβαίνει για την εφαρμογή του νόμου. 

Ο κατάλογος των παρατηρήσεων στις οικονομικές καταστάσεις του 2007 είναι μακρύς και περιλαμβάνει τη σημείωση ότι «ο λογαριασμός παθητικού  λοιπές μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις, ύψους 30,3 εκατ. ευρώ αφορά ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις προς το Ελληνικό Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία» και συνεχίζει  ότι «για τις προσαυξήσεις και τα πρόσθετα τέλη που θα προκύψουν κατά την εξόφληση των υποχρεώσεων αυτών δεν έχει σχηματιστεί επιπλέον πρόβλεψη, η οποία στις 31/12/2007 ανερχόταν σωρευτικά σε 22,1 εκατ. ευρώ από τα οποία τα 3,2 εκατ. ευρώ θα βάρυνε τα αποτελέσματα της χρήσης». 

Η εταιρία συνεχίζει «δεν εμφανίζει στα βιβλία της υποχρέωση ποσού 1,7 εκατ. ευρώ από ΦΠΑ, καθόσον εκτιμά ότι σύμφωνα με κοινοτική οδηγία δεν είναι υπόχρεη».
 
Έχουμε τη γνώμη, σημειώνουν οι ορκωτοί «ότι μέχρι την ενδεχόμενη προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας και των σχετικών μεταβατικών διατάξεων, η εταιρεία είναι υπόχρεη για την απόδοση του ΦΠΑ». 

Η εταιρία έχει ελεγχθεί φορολογικά μέχρι και τη χρήση του 2001 και οι φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας για φόρο εισοδήματος, λοιπούς φόρους και τέλη, πλέον των αναλογούντων προσαυξήσεων για τις επόμενες χρήσεις, δεν έχουν καταστεί οριστικές. 

Μέχρι την ημερομηνία χορήγησης της παρούσας έκθεσης ελέγχου δεν λάβαμε επιστολή του Νομικού Συμβούλου της εταιρίας για τη νομική κατάσταση της εταιρείας, τις εκκρεμείς δίκες και τα ακίνητα, καθώς και τα βάρη επί αυτών», καταλήγει ο ορκωτός λογιστής κ. Β. Ρήτας

Η απάντηση – με ημερομηνία 29 Ιουλίου 2009 – του γραφείο της γενικής γραμματείας εμπορίου σε σχετικό ερώτημα που έχει υποβάλει η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος, αξιώνοντας την ενεργοποίηση του νόμου για την υποχρεωτική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας είναι ενδεικτική καθώς επιβεβαιώνει ότι «σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθου 48 του ΚΝ 2190/1920 η εταιρία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον εάν …. η εταιρία δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο, ή το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας καταστεί κατώτερο του ενός δεκάτου του μετοχικού κεφαλαίου και η γενική συνέλευση δεν λαμβάνει μέτρα κατά το άρθρο 47. 

Έννομο συμφέρον για τη λύση της εταιρείας έχει και ο υπουργός Ανάπτυξης ή η κατά περίπτωση αρμόδια εποπτεύουσα Αρχή». Στην περίπτωση της αναφερόμενης εταιρίας, συνεχίζει η επιστολή που υπογράφεται από το διευθυντή του υπουργείου κ. Γιώργο Σαράντη, «αρμόδια εποπτεύουσα αρχή είναι ο Νομάρχης Θεσσαλονίκης, προς τον οποίο διαβιβάζεται η παρούσα και ο οποίος θα εκτιμήσει το έννομο συμφέρον του για την υποβολή της σχετικής αίτησης προς  το Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας για τη λύση αυτής, εφόσον συνεχίσουν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, ήτοι το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας παραμένει κατώτερο του ενός δεκάτου του μετοχικού κεφαλαίου και η γενική συνέλευση δεν λαμβάνει μέτρα κατά το άρθρο 47».
 
Η μετάθεση του προβλήματος από το υπουργείο προς το Νομάρχη Θεσσαλονίκης, συνέπεσε με την απόφαση της γενικής συνέλευσης της εταιρίας να προχωρήσει σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 36 εκατ. ευρώ, η οποία σύμφωνα με το νόμο έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός 5μήνου. Σήμερα η εταιρία έχοντας εξαντλήσει το περιθώριο που της δίνει ο νόμος για την ολοκλήρωση της αύξησης, συγκάλεσε στο τέλος Ιανουαρίου εκ νέου γενική συνέλευση, ανανεώνοντας την απόφαση για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και φυσικά την παράταση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας για άλλους πέντε μήνες.