Οδηγίες εφαρμογής της Solvency II

Με πυρετώδεις ρυθμούς συνεχίζεται η διαδικασία για την εφαρμογή των νέων κανόνων της Solvency II, με την έκδοση από το CEIOPS 25 συμβουλευτικών εγγράφων, που στόχο έχουν να προετοιμάσουν σταδιακά τις ασφαλιστικές εταιρίες για την ταχύτερη προσαρμογή. 

Το συμβουλευτικό έγγραφο Νο.46 ερμηνεύει τα άρθρα 97 και 99 της οδηγίας και προσδιορίζει ποια είναι τα ίδια κεφάλαια που ταξινομούνται ως κεφάλαια πρώτης κατηγορίας (tier 1). 

Σύμφωνα με την οδηγία κεφάλαια πρώτης διαβάθμισης είναι αυτά που διαθέτουν την υψηλότερη ποιότητα και έχουν την δυνατότητα να απορροφήσουν πλήρως ζημιές σε συστηματική βάση. 

Αναλογικά, τα στοιχεία που θα χαρακτηριστούν ως κεφάλαια πρώτης κατηγορίας (tier 1) στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια, θα πρέπει να είναι σημαντικά υψηλότερα από το ένα τρίτο του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων. 

Επίσης, τα χρηματοοικονομικά εργαλεία που θα χαρακτηριστούν ως κεφάλαια πρώτης κατηγορίας (tier 1) θα πρέπει να έχουν εξοφληθεί στο ακέραιο της αξίας τους ενώ όλα τα επιλέξιμα κεφάλαια (Tier 2 & Tier 3) θα πρέπει στο σύνολο τους να συνεισφέρουν στη αποφυγή πιθανής αφερεγγυότητας.

Προτεινόμενοι περιορισμοί

Οι CEIOPS  εισηγούνται ότι αναφορικά με την συμμόρφωση στις απαιτήσεις για το επιθυμητό κεφάλαιο φερεγγυότητας (Solvency Capital Requirement),  SCR, η αναλογία των ιδίων κεφαλαίων πρώτης κατηγορίας (tier 1) θα πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο 50% του συνόλου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων, ενώ αντίστοιχα το ανάλογο ποσοστό ιδίων κεφαλαίων τρίτης κατηγορίας (tier 3) θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ του 5% – 25% του συνόλου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων. 

Αναφορικά με την συμμόρφωση στις απαιτήσεις για ελάχιστο επιθυμητό κεφάλαιο (MCR – Minimum  Capital Requirement), το MCR, η αναλογία των ιδίων κεφαλαίων πρώτης κατηγορίας (tier 1) θα πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στο 80% του συνόλου των επιλέξιμων ιδίων κεφαλαίων.

Ταξινόμηση Ιδίων Κεφαλαίων

Τα βασικά ίδια κεφάλαια ταξινομούνται ως κεφάλαια πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας (Tier 1 , Tier 2 & Tier 3). Τα βασικότερα χαρακτηριστικά των κατηγοριών είναι τα ακόλουθα:

Πρώτη κατηγορία (Tier 1)

– Μετοχικό κεφάλαιο εξοφλημένο στο άρτιο

– Άλλα κεφαλαιακά μέσα (συμπεριλαμβανομένων και των preference shares) τα οποία έχουν τη δυνατότητα απορρόφησης των ζημιών για την συνέχιση των δραστηριοτήτων (going concern basis)

– Aποθέματα, κέρδη εις νέον, μερίσματα, πλεονάζοντα κεφάλαια, αποθεματικά αναπροσαρμογών κ.α

– Οι ίδιες μετοχές που διακρατούνται από την εταιρία αφαιρούνται

– Εξαιρούνται τα αποθέματα υπό δέσμευση όπως το απόθεμα εξισορρόπησης και συγκεκριμένα άυλα πάγια

– Εξαιρείται επίσης η διαφορά μεταξύ της αποτίμησης των τεχνικών προβλέψεων και των ποσών που η επιχείρηση θα πρέπει να καταβάλει στους κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων προκειμένου να τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Η διαφορά αυτή τοποθετείται στην τρίτη κατηγορία κεφαλαίων

Δεύτερη Κατηγορία (Tier 2)

– Called up ordinary share capital

– Άλλα κεφαλαιακά μέσα με την δυνατότητα απορρόφησης ζημιών

– Άλλα κεφαλαιακά μέσα (συμπεριλαμβανομένων και των preference shares) που δεν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά μετατροπής της πρώτης κατηγορίας ιδίων κεφαλαίων

Τρίτη κατηγορία (Tier 3)

– Τα κεφαλαιακά μέσα τα οποία διαθέτουν κάποια από τα χαρακτηριστικά των μέσων της πρώτης και της δεύτερης κατηγορίας 

– Τα κεφαλαιακά μέσα τα οποία διαθέτουν subordination

– Tα κεφαλαιακά μέσα ελεύθερα βαρών

– Τα κεφαλαιακά μέσα τα οποία δεν είναι εξαγοράσιμα ή απαιτούν πληρωμές κουπονιών

– Τα κεφαλαιακά μέσα με λήξη 3 έτη κατ ελάχιστον

Μέθοδοι εποπτικής έγκρισης

Η ασφαλιστική επιχείρηση είναι υπεύθυνη για το κατά πόσον τα ίδια κεφάλαια της ανήκουν στην προτεινόμενη «προεγκεριμένη λίστα» (pre – approved list) και ότι τα ποσοτικά όρια των κεφαλαίων έχω τηρηθεί επαρκώς. 

Η ασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει να προβεί σε αίτηση εποπτικής έγκρισης για τυχόν στοιχεία ιδίων κεφαλαίων τα οποία δεν αναφέρονται στην «προεγκεκριμένη λίστα» (pre – approved list). Η αίτηση αυτή θα πρέπει να αναφέρει συγκεκριμένο αριθμό στοιχείων που αναλύονται στο παρόν συμβουλευτικό έγγραφο.

Η εποπτική έγκριση της αξιολόγησης και κατηγοριοποίησης των ιδίων κεφαλαίων της ασφαλιστικής επιχείρησης θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της κρίσης του επόπτη. 

Η διαδικασία έγκρισης θα πρέπει να είναι ευέλικτη προκειμένου να επιτρέπει στον επόπτη να λαμβάνει υπόψη πιθανές καινοτομίες της αγοράς. Έτσι η εποπτική έγκριση θα βασίζεται πάνω σε μια προσέγγιση γενικών αρχών (principle based).

Οι CEIOPS εισηγούνται συγκεκριμένη διαδικασία χορήγησης εποπτικής έγκρισης στοιχείων ιδίων κεφαλαίων τα οποία δεν βρίσκονται στην  «προεγκεριμένη λίστα» (pre – approved list).

To Συμβουλευτικό Έγγραφο Νο.55 στοχεύει στην παροχή οδηγιών αναφορικά με τον υπολογισμό του MCR (Minimum Capital Requirement-Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση).

Το κείμενο της Οδηγίας Solvency II αναφέρει μια συνδυαστική προσέγγιση για τον υπολογισμό του MCR. H συνδυαστική αυτή προσέγγιση αποτελείται από:

– Μια γραμμική φόρμουλα (linear formula) δηλαδή έναν απλό συνδυασμό παραγόντων των μετρήσεων όγκου ( εγγεγραμμένων ασφαλίστρων, τεχνικών προβλέψεων, κεφάλαιο κινδύνου, λειτουργικά έξοδα, αναβαλλόμενοι φόροι κλπ) και ένα επιπλέον περιθώριο (cap) 45% με βάση (floor) 25% του SCR (Solvency Capital Requirement) προκειμένου να διασφαλίσει την κλιμάκωση της εποπτικής επέμβασης.

– Την χρήση της ελάχιστης απόλυτης βάσης (absolute floor) η οποία εφαρμόζεται στο αποτέλεσμα του προαναφερόμενου υπολογισμού. Σαν απόλυτη ελάχιστη βάση για οποιαδήποτε ασφαλιστική επιχείρηση Ζωής καθορίζεται το ποσό των 3,2 εκατ. ευρώ

Η γραμμική φόρμουλα απαρτίζεται από τα ακόλουθα:

Α   Μη ζωικές εργασίες οι οποίες υπολογίζονται σε μη ζωική τεχνική βάση

Β   Μη ζωικές εργασίες οι οποίες υπολογίζονται σε μη ζωική τεχνική βάση

Γ   Ζωικές εργασίες οι οποίες υπολογίζονται σε ζωική τεχνική βάση

Δ.  Ζωικές εργασίες οι οποίες υπολογίζονται σε ζωική τεχνική βάση

Οι μετρήσεις όγκου της γραμμικής φόρμουλας θα πρέπει να σχετίζονται άμεσα με τους παράγοντες Α-Δ που αναφέρονται πιο πάνω με ιδιαίτερη προσοχή για την αποφυγή διπλού υπολογισμού τους. 

Η γραμμική φόρμουλα για τους παράγοντες Α-Δ θα πρέπει να ισούται με το ένα ποσοστό των τεχνικών προβλέψεων (το οποίο θα καθοριστεί ) αλλά και με ένα ποσοστό των εγγεγραμμένων ασφαλίστρων (το οποίο θα καθοριστεί) των τελευταίων 12 μηνών. 

Η γραμμική φόρμουλα, όσον αφορά τους παράγοντες Β και Γ έχει τη μορφή του υπάρχοντος υπολογισμού του περιθωρίου φερεγγυότητας και ισούται με ένα ποσοστό των καθαρών τεχνικών προβλέψεων συν ένα ποσοστό από τα καθαρά κεφάλαια κινδύνου. Το άθροισμα των 4 αυτών παραγόντων δίνει το τελικό MCR.

Τo MCR θα πρέπει να υπολογίζεται και να αναφέρεται στην εποπτεία σε τριμηνιαία βάση πράγμα που προϋποθέτει και τον παράλληλο υπολογισμό του SCR. 

Αυτό πιθανό να επιφορτίσει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με αρκετή επιπλέον δουλειά. Οι επιχειρήσεις οι οποίες θα χρησιμοποιήσουν την τυποποιημένη μέθοδο για τον υπολογισμό του SCR θα μπορούν να κάνουν χρήση κάποιων απλοποιήσεων με τις οποίες θα πρέπει να επαναϋπολογίζουν μόνο τους κινδύνους στους οποίους έχει υπάρξει κάποια σημαντική αλλαγή από τον προηγούμενο υπολογισμό. 

Οι απλοποιήσεις δεν θα επιτρέπονται στις περιπτώσεις που οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν σημαντικές αλλαγές στο προφίλ κινδύνου τους,  όταν έχουν παραβιάσει το MCR ή το SCR, όταν δεν τηρούν τα απαραίτητα κριτήρια επιλεξιμότητας και ταξινόμησης των ιδίων κεφαλαίων ή όταν τα ίδια κεφάλαια τους δεν καλύπτουν το MCR κατά 200%.

Τo Συμβουλευτικό Έγγραφο Νο.53 στοχεύει στην παροχή οδηγιών αναφορικά με τον Λειτουργικό Κίνδυνο (operational risk) όπως περιγράφεται στο άρθρο 109 της Οδηγίας. 

Ο λειτουργικός κίνδυνος περιγράφεται ως ο κίνδυνος ζημιάς που προκύπτει λόγω ανεπαρκών ή λανθασμένων εσωτερικών διαδικασιών, από λάθος του προσωπικού ή από λάθος στα συστήματα δεδομένων της επιχείρησης ή ακόμα ο κίνδυνος που προκύπτει και από εξωτερικούς παράγοντες και πιθανές νομικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τις εργασίες (και όχι από τις στρατηγικές από αποφάσεις της διοίκησης) της ασφαλιστικής επιχείρησης. 

Ο λειτουργικός κίνδυνος αποτελεί ένα από 3 σημαντικότερα στοιχεία που απαρτίζουν το SCR. Η κεφαλαιακή απαίτηση για τον λειτουργικό κίνδυνο θα πρέπει να αντικατοπτρίζει στο έπακρο τους πραγματικούς λειτουργικούς κινδύνους που ενδέχεται να προκύψουν στην πορεία των εργασιών της ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με το άρθρο 104 της Οδηγίας. 

Το άρθρο 106 της Οδηγίας αναφέρεται στα μέτρα εφαρμογής που θα θέσουν τις παραμέτρους και τις μεθόδους για την αξιολόγηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων που προκύπτουν λόγω ύπαρξης του λειτουργικού κινδύνου. Το παρόν συμβουλευτικό έγγραφο αναφέρεται λεπτομερώς στα μέτρα αυτά.

Θέματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που προκύπτουν στο παρόν έγγραφο είναι τα ακόλουθα:

– To υπερβάλλον (cap) για τον λειτουργικό κίνδυνο στον υπολογισμό του SCR έχει αυξηθεί με το παρόν συμβουλευτικό έγγραφο από 30% σε 60%

– Έχει προστεθεί ένας καινούργιος παράγοντας στους υπολογισμούς του λειτουργικού κινδύνου προκειμένου να καλυφθούν κίνδυνοι που προκύπτουν λόγω ύπαρξης κεφαλαίων υπό διαχείριση  τρίτων (externally managed funds). 

Σε αυτή την περίπτωση οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις καλούνται να διατηρούν κεφάλαιο σε ποσοστό 0,5% από το υψηλότερο ποσό επενδυμένων κεφαλαίων που είναι υπό διαχείριση τρίτων

– Στον υπολογισμό των τεχνικών προβλέψεων, όπου οι επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη στους υπολογισμούς τους μελλοντικές δράσεις της διοίκησης, πρέπει παράλληλα να λαμβάνουν υπόψη την απαίτηση ύπαρξης συστημάτων και διαδικασιών που να υποστηρίζουν την εφαρμογή των αποφάσεων αυτών. 

Η οποιαδήποτε καινούργια απόφαση/δράση της διοίκησης σηματοδοτεί αύξηση στον λειτουργικό κίνδυνο η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ανάλογα. Αυτό έχει ήδη ληφθεί υπόψη στη βαθμονόμηση (calibration) για τις τεχνικές προβλέψεις Ζωής όπου οι αποφάσεις / δράσης της διοίκησης επιβαρύνουν τις προβλέψεις με 0,1%.

– Η φόρμουλα υπολογισμού του λειτουργικού κινδύνου με το παρόν συμβουλευτικό έγγραφο έχει γίνει πιο ευαίσθητη στους κινδύνους που πιθανό να προκύψουν από αλλαγές στο μέγεθος της ασφαλιστικής επιχείρησης. 

Η φόρμουλα τώρα προσπαθεί να συλλάβει την αύξηση του λειτουργικού κινδύνου σαν αποτέλεσμα αύξησης των εργασιών της επιχείρησης

– Η φόρμουλα υπολογισμού του λειτουργικού κινδύνου έχει επίσης πλέον συμπεριλάβει διαδικασίας αξιολόγησης του, τον κίνδυνους κατάρρευσης των συστημάτων ή κινδύνους που πιθανό να προκύψουν από αντικρουόμενα συμφέροντα εντός της επιχείρησης

Σε γενικές γραμμές οι CEIOPS αναφέρουν ότι η τυποποιημένη μέθοδος υπολογισμού για τον λειτουργικό κίνδυνο όπως αυτή δοκιμάστηκε στο QIS4 ήταν υποτιμημένη γεγονός που του ανάγκασε στο διπλασιασμό των παραγόντων που τον επηρεάζουν για την κεφαλαιακή επιβάρυνση.