Τίτλοι τέλους (;) για το bancassurance λόγω της χρηματοοικονομικής κρίσης

Κατά πόσο η χρηματοοικονομική κρίση σηματοδοτεί το τέλος του bancassurance  και κατά πόσο, επισπεύδει τη διάλυση μιας πολλά υποσχόμενης συνεργασίας. 

Το ερώτημα αυτό κυριαρχεί στις αναλύσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά την ανακοίνωση του ING Group να πουλήσει τις ασφαλιστικές του δραστηριότητες προκειμένου να αποπληρώσει στην ολλανδική κυβέρνηση την οικονομική βοήθεια των 14 δις ευρώ. 

Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και ο προβληματισμός που διατυπώνεται για τη Royal Bank of Scotland, που υποχρεώθηκε επίσης σε πώληση των ασφαλιστικών του δραστηριοτήτων στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης του εταιρικού της μοντέλου που επέβαλλε η διάσωσή της από την αγγλική κυβέρνηση με την οικονομική βοήθεια των 45,5 δις. λιρών.
 
Το ερώτημα για τη σκοπιμότητα  απόσχισης του ασφαλιστικού από τον τραπεζικό κλάδο επανέρχεται οξύτερο με τη έναρξη εφαρμογής των νέων κανόνων του Solvency II, που αυξάνει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για την ασφαλιστική βιομηχανία και δεσμεύει το χρηματοοικονομικό κλάδο σε αυστηρές μεθόδους υπολογισμού του κινδύνου. 

Παρά την απόφαση της ING να εφεσιβάλει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον τρόπο υπολογισμού των επιτοκίων εξαγοράς των ομολογιών πρώτης διαβάθμισης, η συζήτηση παραμένει ζωντανή και αφορά κυρίως στα αυξημένα κεφάλαια που θα κληθούν να καταβάλει ο ασφαλιστικός κλάδος ενόψει της προσαρμογής στους νέους κανόνες του Solvency II. 

Η ανακοίνωση της απόφασης του ING Group να πουλήσει τις ασφαλιστικές του δραστηριότητες σχολιάστηκε από αρκετούς αναλυτές ως μια «φυσική εξέλιξη αμφισβήτησης» του μοντέλου των τραπεζοασφαλειών που, αν και εμφανίστηκε ως η κορωνίδα στην προσπάθεια για παροχή αποτελεσματικότερων υπηρεσιών προς  τους καταναλωτές, αποδείχθηκε, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές σε «μια ψευδεπίγραφη επιδίωξη, που βρήκε έρεισμα στη μεγαλομανία των ομίλων και στην αύξηση των bonus που εισέπρατταν τα στελέχη τους».

Οι ανησυχίες των επενδυτών 

Η προοπτική του «διαχωρισμού» του ING Group, προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές και τους μετόχους των άλλων τραπεζών που δέχτηκαν κρατική βοήθεια, η βασική πηγή ανησυχίας προέρχεται από το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη διάσπαση. 

Η απόσχιση των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων αποτελεί μια πολιτική που υπακούει στο σχέδιο «Επιστροφή στις Βασικές Αρχές» που ανακοίνωσε τον Απρίλιο ο διευθύνων σύμβουλός του ομίλου κ. Γιαν Χόμεν, υποσχόμενος την αλλαγή της πολιτικής μεγέθυνσης και την απλοποίηση του ING, που από την πλευρά του ολλανδικού ομίλου ερμηνεύεται ως έκφραση της επιθυμίας της τράπεζας να αποφύγει την κρατική εμπλοκή. 

Ο διαχωρισμός των τραπεζικών δραστηριοτήτων από τις ασφαλιστικές θα περιορίσει τις επιπτώσεις στην ING από την υποτίμηση της μετοχής της, αλλά σε κάθε περίπτωση επιβεβαιώνει ότι η διεύθυνση ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τους οποίους η ING συνεργάστηκε στενά κατά την ανάπτυξη της πρότασης αναδιάρθρωσης, έχουν υιοθετήσει μια άκρως παρεμβατική προσέγγιση για τις τράπεζες που έχουν δεχτεί κρατική βοήθεια. 

Στο πλαίσιο αυτής της απόφασης, η ING υποσχέθηκε να μην προχωρήσει σε καμία εξαγορά που θα μπορούσε να καθυστερήσει το σχέδιο αναδιάρθρωσης και να μην εφαρμόσει ακραίες ανταγωνιστικές πολιτικές, αλλά και σε επαχθείς όρους σε ότι αφορά τον τρόπο αποπληρωμής της κρατικής βοήθειας, προκαλώντας και την προσβολή της απόφασης. 

Οι αγορές στοιχηματίζουν τώρα ότι τράπεζες όπως η Lloyds Banking Group και η Royal Bank of Scotland στη Βρετανία και η KBC στο Βέλγιο θα υποχρεωθούν σε ανάλογες «τιμωρίες» αναδιάρθρωσης. 

Ήδη ανάλογο σχέδιο είναι σε πλήρη εξέλιξη στην περίπτωση της RBS, η οποία υποχρεώθηκε με τη σειρά της στην πώληση των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων μεταξύ των οποίων το τμήμα Direct Line και Churchill, που βρίσκονται κάτω από την RBS Insurance

Ο οικονομικός διευθυντής της RBS κ. Leigh Bartlett, επισημαίνει ότι «ο όμιλος λειτουργεί ήδη κάτω από το περιβάλλον της Basel II και είναι ανάγκη ένα ανάλογο πλαίσιο να τεθεί και για τις ασφαλιστικές δραστηριότητες, μέσα από το Solvency II». 

Αυτό θα επιτρέψει στο να επικεντρωθεί στην καλύτερη αποτίμηση του κινδύνου για τον ασφαλιστικό κλάδο, εναρμονίζοντας τις μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις με τη μακροπρόθεσμη στρατηγική του ομίλου. 

Πέρα από μια επίδειξη ισχύος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, γίνεται έτσι σαφές ότι τόσο η απόφαση της ING όσο και της RBS, δείχνει ότι το επιχειρηματικό μοντέλο που συνδύαζε τις τραπεζικές με τις ασφαλιστικές δραστηριότητες σε ένα ενιαίο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα βγαίνει τώρα «εκτός μόδας».

Γιατί διαχωρίζονται τράπεζες και ασφαλιστικές

Η εξήγηση για αυτό βρίσκεται στην άποψη στην οποία έχουν προσχωρήσει οι επενδυτές και οι εποπτικές αρχές και η οποία θέλει τους χρηματοοικονομικούς ομίλους να λειτουργούν με βάση τις αρχές της απλότητας και της διαφάνειας, που περνά μέσα από τη συρρίκνωση του μεγέθους τους.
 
Μια δεύτερη εξήγηση αναφέρεται στο γεγονός ότι τα οφέλη που προσέφερε ο συνδυασμός των ασφαλιστικών με τις τραπεζικές δραστηριότητες ίσως είναι επίπλαστα και όχι πραγματικά. Μια τρίτη ερμηνεία προκύπτει από τη νέα προσέγγιση που αναπτύσσεται για την καλύτερη προστασία των καταναλωτών, που καθιστά δυσκολότερη την πώληση ασφαλιστικών προϊόντων σε πελάτες τραπεζικής.

Η διάσπαση της ING ενισχύει την τάση πολλών εμπορικών τραπεζών να εστιάσουν περισσότερο στις βασικές τους δραστηριότητες και αγορές. 

Με την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσής της, σε βάθος τετραετίας, η ING θα έχει μετατραπεί ξανά από φιλόδοξο παγκόσμιο παίχτη σε μια ευρωπαϊκή τράπεζα με έναν ισχυρό πυρήνα στο Βέλγιο και στην Ολλανδία. 

Τη συγκεκριμένη υποχώρηση πρέπει να τη δούμε ως αντανάκλαση δομικών πιέσεων αλλά και των αποφάσεων των αξιωματούχων για τον ανταγωνισμό στις Βρυξέλλες. 

Δηλαδή, της ανάγκης για μεγάλα μερίδια αγοράς που δίνουν τη δυνατότητα εξοικονόμησης κόστους σε ένα οικονομικό περιβάλλον χαμηλής ανάπτυξης, της αυξημένης έμφασης στις καταθέσεις σαν πηγής χρηματοδότησης και της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας σε ότι αφορά το εποπτικό πλαίσιο των πολυεθνικών τραπεζών. 

Η ING, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές υποχρεώνεται να πάρει ένα δρόμο, που πολύ πιθανόν να ήταν έτσι κι αλλιώς υποχρεωμένη να πάρει.

Ψυχραιμότερες προσεγγίσεις κάνουν λόγο για επιβίωση του μοντέλου ακόμα και μετά την κρίση εποχή. Όπως επισημαίνουν τόσο οι τράπεζες όσο και οι ασφαλιστικές χτυπήθηκαν εξίσου από την κρίση, ανεξάρτητα από το αν ανήκαν σε ευρύτερους χρηματοοικονομικούς ομίλους, επιχειρηματολογώντας υπέρ της άποψης ότι το πρόβλημα δεν δημιουργήθηκε από το μοντέλο των τραπεζοασφαλειών. 

Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ο ασφαλιστικός κλάδος επέδειξε καλύτερες αντοχές από τον τραπεζικό κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης  και όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν αναλυτές όπως ο κ. Ellen Carney το εγχείρημα ερμηνεύεται περισσότερο ως μια απάντηση στην άποψη ότι είσαι «πολύ μεγάλος για να αποτύχεις», αλλά όχι από την πλευρά της αποτελεσματικότητας και της δημιουργίας υπεραξίας. 

Σε κάθε περίπτωση, αναλυτές όπως ο κ. Carney συμφωνούν ότι το μοντέλο θα περάσει μια περίοδο κατά την οποία θα χάσει μέρος της δημοτικότητάς του, επισημαίνοντας ότι η διάδοσή του υπήρξε μεγαλύτερη στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά σε άλλες αγορές όπως της Βόρειας Αμερικής. 

Το βασικό του χαρακτηριστικό υπήρξε η πελατοκεντρική  προσέγγιση και παρά τις διαφορές που υπάρχουν στις δύο άκρες του Ατλαντικού σε ότι αφορά στην πώληση προϊόντων και στην ικανοποίηση των αναγκών του πελάτη, η δυνατότητα να αγοράζεις ένα ασφαλιστικό προϊόν που θα προστατεύει την οικονομική σου κατάσταση, δεν μπορεί παρά να θεωρεί βέλτιστη τακτική, ειδικά εάν μπορείς να τα αγοράσεις το προϊόν στο ίδιο μέρος. 

Όλοι οι σχολιαστές δείχνουν να συμφωνούν ότι πέρα ωστόσο από τις επιπτώσεις της κρίσης, καιροφυλακτεί η απειλή του Solvency II, που τίθεται σε εφαρμογή από τον Οκτώβριο του 2012 και σύμφωνα με όλες τις αναλύσεις  πρόκειται για τη μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει ο ασφαλιστικός κλάδος τα προσεχή χρόνια. 

Οι επιπτώσεις είναι αναμφισβήτητες και για τον τραπεζικό κλάδο, δηλαδή όχι μόνο για τις τράπεζες που έχουν στην κυριότητά τους ασφαλιστικές εταιρίες είτε ως αποκλειστικοί μέτοχοι είτε με τη μορφή joint venture συνεργασιών, αλλά και για εκείνες που πουλούν ασφαλιστικά προϊόντα. 

Όπως επισημαίνουν οι επιπτώσεις  θα είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις, στο βαθμό που η οδηγία θα επηρεάσει τον τρόπο τιμολόγησης και διάθεσης των προϊόντων που θα υπόκεινται πλέον σε νέες απαιτήσεις κινδύνου και διαχείρισης των κεφαλαίων τους. 

Σύμφωνα με τον κ. Bart Patrick επικεφαλή του τμήματος ανάλυσης της εταιρίας SAS, τόσο οι χρηματοοικονομικοί όμιλοι που έχουν ασφαλιστικές εταιρίες όσο και οι αμιγώς ασφαλιστικές εταιρίες θα πρέπει να διαμορφώσουν ξεχωριστό κεφαλαιακό απόθεμα για τον ασφαλιστικό κίνδυνο. 

Οι όμιλοι ωστόσο με διαφοροποιημένη δραστηριότητα θα είναι σε θέση να ωφεληθούν από την οδηγία, ενώ οφέλη θα προκύψουν και για τους ομίλους που έχουν παγκόσμια δραστηριότητα, επιμερίζοντας τον κίνδυνο. 

Ένα κρίσιμο θέμα είναι ο τρόπος που οι ασφαλιστικές ενσωματώνουν τον κίνδυνο στην επιχείρηση με βάση τις απαιτήσεις των εποπτών, ενώ καθοριστικό είναι και το θέμα του της αξιοπιστίας των στοιχείων που διαθέτουν οι εταιρίες για την εκτίμηση του κινδύνου.  

Η έγκριση των εσωτερικών προτύπων που αναπτύσσουν οι εταιρείες για τον υπολογισμό της φερεγγυότητας αποτελεί επίσης το επόμενο κρίσιμο τεστ για τον κλάδο. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η βρετανική εποπτική αρχή έχει γίνει αποδέκτης 100 περίπου αιτήσεων από ισάριθμες εταιρίες, σε σύνολο 700 εταιριών που δραστηριοποιούνται στην αγορά της Μεγάλης Βρετανίας και είναι ζητούμενο εάν θα καταφέρει να ανταποκριθεί εγκαίρως στην πιστοποίηση των εσωτερικών μοντέλων.