Ασφαλιστικός σύμβουλος ή υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρίας;

Άλκηστις Χριστοφίλου, LL.M., L.S.E. Εταίρος IKPR I. K. Ρόκας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία

Το θέμα των δικαιωμάτων προμήθειας των υπαλλήλων ασφαλιστικών εταιριών όταν συμμετέχουν στην πρόσκτηση εργασιών έχει έντονα απασχολήσει την αγορά μετά την εισαγωγή του προεδρικού διατάγματος 190/2006 για τους διαμεσολαβούντες.

Ανέκαθεν όμως, γύρω από τη σχέση της ασφαλιστικής εταιρίας με τους ασφαλιστικούς υπαλλήλους ανέκυπταν αρκετά περίπλοκα θέματα, μερικά απ’ αυτά μάλιστα έχουν απασχολήσει τα δικαστήρια.

Στην απόφαση του Αρείου Πάγου με αριθμό 1040/2007, που ακολουθεί, κρίθηκαν δύο ζητήματα: αν η ευχέρεια ενός υπαλλήλου ασφαλιστικής εταιρίας να ασκεί διαμεσο¬λαβητικές εργασίες ως ασφαλιστικός σύμβουλος, είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητά του ως τέτοιου υπαλλήλου. Και επίσης, αν είναι έγκυρη η σύμβαση εργασίας του ως ασφαλιστικού υπαλλήλου.

Ο Άρειος Πάγος έκρινε, ότι σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 3 του νόμου 1569/85 για τους διαμεσολαβούντες στην ιδιωτική ασφάλιση, η ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου είναι ασυμβίβαστη με αυτήν του ασφαλιστικού υπαλλήλου.

Η σύμπτωση όμως, παρ’ όλα αυτά, των δύο αυτών ιδιοτήτων στο ίδιο πρόσωπο, δεν συνεπάγεται και την ακυρότητα της σύμ¬βασης εργασίας του ασφαλιστικού υπαλλήλου. Έτσι, οι διατάξεις του εργατικού δικαίου δεν εμπλέκονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο για τους διαμεσολαβούντες.

«Ο ν. 2170/1993 «Τροποποίηση του ν.δ. 400/1970 περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως και άλλες διατάξεις» (Α’ 150), ο οποίος με το αρ. 14 αντικατέστησε το αρ. 19 του ν. 1569/1985, επιτρέπει σε υπάλληλο ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων α¬σφαλιστικής πρακτόρευσης ή εταιριών μεσιτείας ασφαλίσεων να ασκούν διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλίσεων για λογαριασμό των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται ή άλλων συνδεομένων με αυτές, μετά από έγκριση του εργοδότη του, χωρίς τις προϋποθέσεις του αρ. 17.

Η σχέση του ασφαλιστικού υπαλλήλου με τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις, για λογαριασμό των οποίων διαμεσολαβεί κατά τα ανωτέρω, είναι σύμβαση έργου και ανεξάρτητη από τη σύμβαση εργασίας.

Ο α¬σφαλιστικός σύμβουλος, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά το αρ. 16 ν. 1569, όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 13 ν. 2170/1993, μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή μεσιτών, με βάση σύμβαση, έναντι προμηθείας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής α¬σφαλιστηρίων.

Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστι¬κή επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμ¬βαση έργου.
 
Η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου (κατ’ αρ. 19 παρ. 3 ν. 1569/1985 όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 14 ν. 2170/1993) είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου.

Η αμέσως παραπάνω διάταξη δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας που καταρτίζεται μεταξύ μιας ασφαλιστικής εταιρίας και του μισθωτού της, ο οποίος παραλλήλως έχει την ιδιότη¬τα του ασφαλιστικού συμβούλου, ούτε δε από τον συναγόμενο εκ της ερμηνείας προστατευτικό σκοπό της εν λόγω διατάξεως, που συνίσταται στην αποφυγή συγχύσεως των καταναλωτών, μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η εν λόγω ρύθμιση αποβλέπει στην επαγωγή ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, πράγμα άλλωστε που θα ήταν αντίθετο με το συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας (αρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος).»