Ασφάλιση διακοπής λειτουργίας επιχείρησης και δικαιώματα εργαζομένων

Άλκηστις Χριστοφίλου, LL.M., L.S.E. Εταίρος IKPR I. K. Ρόκας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρία

Η ασφάλιση διακοπής της λειτουργίας επιχείρησης καλύπτει το συμφέρον που έχει η επι¬χείρηση να μην υποστεί δαπάνες λόγω της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Μπορεί η ασφάλιση να καλύπτει και την απώλεια των κερδών της επιχείρησης από τον ίδιο λόγο.

Το είδος αυτό της ασφάλισης απευθύνεται κατεξοχήν σε βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Αν δεν προβλέπει κάτι ειδικότερο το ασφαλιστήριο, η κάλυψη, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 24 του ν. 2496/1997, περιλαμβάνει την απώλεια κερδών, τα γενικά έξοδα και τα έξοδα που ήταν άμεση συνέπεια της επέλευσης του κινδύνου και προέκυψαν στην επιχείρηση λόγω της μερικής ή ολικής διακοπής της που προήλθε από την επέλευση του κινδύνου, μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο ασφαλιστήριο.

Βασικό δηλαδή στοιχείο της ασφάλισης είναι το χρονικό διάστημα που καλύπτεται, και, όσον αφορά την κάλυψη, ο προσδιορισμός των εξόδων που εμπίπτουν σ’ αυτήν. Με το τελευταίο ζήτημα ασχολήθηκε ο Άρειος Πάγος στην 1895/2008 απόφασή του, στην οποία αναφέρεται στην έννοια των εξόδων.

Το ασφαλιστήριο στη συγκεκριμένη υπόθεση, προσδιορίζει τα καλυπτόμενα έξοδα ως εξής: «έξοδα της επιχειρήσε¬ως είναι άπαντα τα εκ της επιχειρήσεως προκαλούμενα τοιαύτα» και πιο συγκεκριμένα εκείνα,  «που ήταν νομικώς αναγκαία και οικονομικώς δικαιολογημένα, υπό την προϋπό¬θεση ότι αυτά και χωρίς την επέλευση της ασφαλιστικής περίστασης θα καλύπτονταν».

Ο Άρειος Πάγος έκρινε,  ότι μπορούν μέσα στις δαπάνες αυτές να περιλαμβάνονται και οι αμοιβές προσωπικού ως καλυπτόμενο έξοδο. Στην περίπτωση αυτή όμως, δικαιούχος του ασφαλίσματος είναι μόνον η ασφαλισμένη επιχείρηση. Το γεγονός, δηλαδή, ότι στα καλυπτόμενα έξοδα περιλαμβάνονται και οι μισθοί των εργαζομένων κατά το καλυπτόμενο χρονικό διάστημα, δεν μετατρέπει την ασφάλιση διακοπής λειτουργίας σε ομαδική ασφάλιση υπέρ των εργαζομένων για τον συγκεκριμένο κίνδυνο, ούτε και δημιουργεί τέτοια ασφάλιση. Συνεπώς δεν δημιουργείται με τη συγκεκριμένη κάλυψη δικαίωμα των εργαζομένων να απαιτήσουν καταβολές από τον ασφαλιστή.

Το κείμενο της απόφασης ακολουθεί, αναδημοσιευόμενο από την Επιθεώρηση του Εμπορικού Δικαίου 2009, σελ. 317 με σχόλιο του καθηγητή Ιωάννη Ρόκα.

 «Επειδή, κατά το αρ. 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997 με την ασφαλιστική σύμβαση, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση και καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση της (ασφαλιστική περίπτωση).
 
Ασφαλισμένος στη σύμβαση ασφάλισης ζημιών (όπως είναι η ασφάλιση πυρκαγιάς και κεραυνού κατ’ αρ. 19 του ίδιου νόμου) είναι το πρόσωπο που έχει συμφέρον στη διατήρηση του πράγματος, αυτός δηλαδή του οποίου η οικονομική σχέση με το πράγμα θα θιγεί με την επέλευση του κινδύνου και χάριν του οποίου συνάπτεται η σύμβαση ασφάλισης. 

Κατά κανόνα, οι ιδιότητες του ασφαλισμένου και του λήπτη της ασφάλισης συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Αν όμως, οι άνω ιδιότητες δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, όπως συμβαίνει επί ασφάλισης ξένου συμφέροντος, η ασφάλιση συνάπτεται για λογαριασμό άλλου και είναι γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, διεπόμενη από τα αρ. 410 επ. ΑΚ. Ε¬ξάλλου, από τις διατάξεις των αρ. 648, 649 και 653 ΑΚ και 1 της 95 Διεθνούς Συμ-βάσεως «περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με το νόμο 3248/1995, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή με βάση τη σύμβαση καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζό¬μενο ως αντάλλαγμα της εργασίας, δηλαδή όχι μόνο η κύρια παροχή (βασικός μι¬σθός) αλλά και κάθε άλλη πρόσθετη παροχή που καταβάλλεται ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. 

Έτσι, στην περίπτωση ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος, συνάπτοντας γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνει να καλύπτει αυτός, ολικά ή μερικά το ασφάλιστρο, η α¬σφάλιση αυτή, αν αποτελέσει όρο μεταξύ αυτού και των μισθωτών της εργασιακής σύμβασης έχει χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, η οποία συνίσταται στο δικαίω¬μα προσδοκίας που αποκτά ο εργαζόμενος εωσότου να πληρωθούν οι προϋποθέσεις της σύμβασης ασφάλισης για την είσπραξη ενός εφάπαξ ποσού.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής:
Οι εκκαλούντες απασχολούνταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, ως υπάλληλοι, στην εδρεύουσα στην … εταιρία με την επωνυμία «Πολυκαταστήματα … ΑΕΕ» … Την * το κατάστημα της παραπάνω εταιρίας καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά και έκτοτε διεκόπη η λειτουργία της επιχείρησης. Τα αίτια της πυρκαγιάς δεν εξακριβώθηκαν … Η εργοδότρια εταιρία είχε συνάψει με την ε¬φεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία σύμβαση ασφαλίσεως της επιχείρησης από κάθε κίνδυνο και από κίνδυνο πυρκαγιάς. 

Ειδικότερα, με το … ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που ίσχυε από 1.1.1998 έως 1.1.1999, η εφεσίβλη¬τη ανέλαβε την υποχρέωση να καλύψει έναντι καταβολής ασφαλίστρου και μέχρι του ποσού των 400.000.000 δρχ. την απώλεια κερδών και εξόδων της επιχείρησης που θα προκύψουν εάν διακοπεί η λειτουργία της συνε¬πεία υλικής ζημίας. Κατά το αρ. 2 των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου υλική ζημία είναι η καταστροφή, βλάβη, ή απώλεια της επιχείρησης που επήλθε συνεπεία μεταξύ άλλων, και πυρκαϊάς. 

Στο αρ. 3 ορίζεται το επιχειρησιακό κέρδος και τα έξοδα που καλύπτονται από την ασφαλιστική σύμβαση, «έξοδα της επιχειρήσε¬ως είναι άπαντα τα εκ της επιχειρήσεως προκαλούμενα τοιαύτα» (βλ. και αρ. 5 περ. β’, όπου ως επιχειρησια¬κά έξοδα θεωρούνται εκείνα που ήταν νομικώς αναγκαία και οικονομικώς δικαιολογημένα, υπό την προϋπό¬θεση ότι αυτά και χωρίς την επέλευση της ασφαλιστικής περίστασης θα καλύπτονταν). 

Στο αρ. 6, που επι¬γράφεται «περίοδος αποζημιώσεως», ορίζεται ότι η εφεσίβλητη ευθύνεται προς αποζημίωση της απώλειας του εισοδήματος μέχρι 12 μήνες «επί 1) επιχειρησιακού κέρδους, 2) αποδοχών επί ημερήσιας βάσεως δι’ εργάτας, 3) αποδοχών, επί μηνιαίας βάσεως δι’ εργάτας, 4) μισθών, επί μηνιαίας βάσεως δι’ υπαλλήλους, 5) πά¬ντων των λοιπών εξόδων». 

Από τα προεκτεθέντα, δέχεται περαιτέρω το Εφετείο, συνάγεται με σαφήνεια ότι μεταξύ της εργοδότριας εταιρίας και της εφεσίβλητης συνήφθη σύμβαση ασφαλίσεως ζημίας (πυρός), ότι λή¬πτης και δικαιούχος του ασφαλίσματος ήταν η εργοδότρια εταιρία και ακόμη ότι σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου η ασφαλιστική εταιρία ήταν υποχρεωμένη να αποζημιώσει τον δικαιούχο για α¬πώλεια εισοδήματος μέχρι 12 μήνες, η απώλεια δε του εισοδήματος αποτελείται αφενός μεν από το επιχειρησιακό κέρδος και αφετέρου από τα έξοδα της επιχείρησης, στα οποία περιλαμβάνονται πρωτίστως οι αποδο¬χές που θα κατέβαλε στο προσωπικό της κατά το χρονικό αυτό διάστημα. 

Δηλαδή εάν εξ αιτίας της επέλευ¬σης της ασφαλιστικής περίπτωσης υπήρχε υποχρέωση της εργοδότριας εταιρίας να καταβάλει, εκτός άλλων, μισθούς στο προσωπικό της, τότε η ασφαλιστική εταιρία έπρεπε να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό που θα αντιστοιχούσε σε μισθούς 12 μηνών, αφού η δαπάνη αυτή περιλαμβάνεται στα έξοδα της επιχείρησης που καλύπτονται από την ασφάλιση. 

Ότι, όπως συνομολογείται, η εφεσίβλητη αποζημίωσε την εργοδότρια ε¬ταιρία για τη ζημία που υπέστη («έξοδα της επιχειρήσεως»), ως εκ του ότι κατέβαλε στο προσωπικό της, κατ’ εφαρμογή του αρ. 6 παρ. 3 του ν. 2112/1920, τα 2/3 της νόμιμης αποζημιώσεως λόγω οριστικής διακοπής της λειτουργίας της από περιστατικό ανώτερης βίας για το οποίο ήταν ασφαλισμένη. 

Επίσης δέχεται το Εφετείο, ότι από κανένα στοιχείο της ασφαλιστικής σύμβασης προκύπτει ότι μεταξύ των συμβληθεισών εταιριών συμ¬φωνήθηκε ότι δικαιούχοι του ασφαλίσματος είναι οι εργαζόμενοι, είτε ονομαστικά, είτε υπό την ιδιότητα των εργαζομένων στην αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση, ότι δηλαδή συνήφθη ομαδική ασφάλιση, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως του ασφαλισμένου κινδύνου, ορισμένο χρηματικό ποσό, που συμφωνήθηκε με την ασφαλιστική σύμβαση, στους τρίτους δικαιούχους και το οποίο οι τελευταίοι, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, δικαιούνται να αξιώσουν απ’ ευθείας από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή και να απαιτήσουν την καταβολή του, κατ’ αρ. 411 του ΑΚ. Ούτε αποδείχθηκε ότι η ασφαλιστική σύμβαση αποτέλεσε όρο των ατομικών συμβάσεων εργασίας των εκκαλούντων (που και στην περίπτωση αυτή προϋποτίθεται η ύπαρξη ομαδικής ασφάλισης). 

Εφόσον όμως δεν επρόκειτο περί ομαδικής ασφάλισης των εργαζομένων, είναι σαφές ότι η ασφαλιστική σύμβαση δεν αφορούσε τους τελευταίους και όσα αντίθετα κατατέθηκαν από τους μάρτυρες που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και ενώπιον συμβολαιογράφου δεν συ¬μπορεύονται με το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ούτε ενισχύονται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως είναι οι ατομικές συμβάσεις των εργαζομένων.
* * * *