Εκτεθειμένη σε περισσότερους κινδύνους η ασφαλιστική βιομηχανία

Όσοι εργάζονται στον ασφαλιστικό και αντασφαλιστικό κλάδο, κατανοούν την ανάγκη των αντασφαλιστών για την επιστημονική εκτίμηση των ρίσκων, και την λήψη αποφάσεων σε σύμπνοια με τις αναλύσεις και κανόνες που διέπουν τον κλάδο. 

Είναι κάτι βασικό για την ομαλή λειτουργία και επιβίωση της ασφαλιστικής βιομηχανίας. Οι έξωθεν παρεμβάσεις επί των ρίσκων αυτών επιδρούν καταλυτικά στον κλάδο, δημιουργούν ανταγωνιστικές δυσλειτουργίες, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, καθορίζουν και τις κυβερνητικές ενέργειες.

Οι εποχές που όλοι οι Βρετανοί ασφαλίζονταν με το ίδιο ασφάλιστρο και κοινούς όρους παρήλθαν κάπου 40 χρόνια πριν, όταν οι δασμοί άρχισαν να εξαλείφονται και σήμερα, ο μοναδικός οργανισμός ο οποίος μπορεί να αναλάβει μία ευρεία κλίμακα ρίσκων χωρίς επιλεκτική μεταχείριση, είναι η κυβέρνηση και αυτό το επιτυγχάνει με τα χρήματα των φορολογουμένων. 

Το κύριο παράδειγμα είναι η NHS (το βρετανικό ΕΣΥ), αλλά ακόμη και εκεί υπάρχουν ενδείξεις επιλεκτικής επιλογής ρίσκων. Είναι περίεργο το ότι το κοινό, τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες φαίνονται να δυσκολεύονται να κατανοήσουν αυτή την αρχή, και μέμφονται τους ασφαλιστές για την ανάληψη ή το ξεσκαρτάρισμα των ρίσκων, στις καλές η κακές συγκυρίες της αγοράς αντίστοιχα. Όταν η Κυβέρνηση επηρεάζει την επιλογή ρίσκων, αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε στρεβλώσεις αναφορικά με τον ανταγωνισμό.

Η επιλογή ρίσκων είναι ένα τρέχον μείζον θέμα. Οι νόμοι κατά των διακρίσεων φύλου και ηλικίας, σύμφωνα με κάποια ευρωπαϊκά πρότυπα, είναι παράλογοι, σε ότι αφορά τους ασφαλιστές. 

Οι γυναίκες έχουν διαφορετικό προσδόκιμο ζωής, συντελεστές νοσηρότητας, οδηγικές συνήθειες και διαφορετική, πιθανόν μεγαλύτερη, πιθανότητα ατυχημάτων. Για τον αντασφαλιστή, θα πρέπει να υπάρχει διαφορετική μέθοδος για αυτή την κατηγορία πελατών. Η ηλικία επίσης είναι θεμελιώδης παράγων, που επηρεάζει την συχνότητα των ατυχημάτων, το δυνητικό ύψος των αποζημιώσεων, και αρκετά άλλα στοιχεία.  Στους ασφαλιστές προκαλεί έκπληξη ότι δεν υπήρξε καν μεταξύ των πολιτικών και των αξιωματούχων της Κομισιόν η σκέψη αναθεώρησης των καταφανώς ανεφάρμοστων ασφαλιστικών διατάξεων.

Οι ασφάλειες επιχειρήσεων είναι άλλο ένα παράδειγμα μη ορθολογικής αντιμετώπισης. Για τους ασφαλιστές, τα πράγματα δεν θέλουν δεύτερη σκέψη: Όταν ο κίνδυνος χρεοκοπίας, η παραγραφών χρεών αυξάνει, τότε τα ασφάλιστρα αυξάνονται, και οι καλύψεις σε όσους είναι υπερβολικά εκτεθειμένοι ανακαλούνται. 

Αυτό είναι το πνεύμα της ασφαλιστικής διαδικασίας, και η μόνη εναλλακτική είναι η αστοχία των ασφαλιστικών και η απώλεια της κάλυψης για τον καθένα. Και όμως, αυτή η πολύ απλή τοποθέτηση στην επιλογή του ρίσκου θεωρείται πλέον σαν μία από της κύριες αιτίες της οικονομικής κρίσης. 

Οι αντασφαλιστές γνωρίζουν άριστα πόσο δύσκολο ήταν να πείσουν τους υποψήφιους πελάτες να καλυφθούν ασφαλιστικά τις καλές εποχές. Οι επιχειρήσεις προτιμούσαν εναλλακτικές όπως το factoring σαν περισσότερο αποδοτικές και θεωρούσαν την ασφάλιση επιχειρήσεων σαν υπερβολικά ακριβή, υπερβολικά γραφειοκρατική και περιοριστική της δυνατότητας της εταιρίας για επέκταση. Τώρα, ξαφνικά, ανακαλύφθηκαν οι απειλές κατά της οικονομικής ανάκαμψης…

Οι πλημμύρες είναι ένα άλλο παράδειγμα σύγκρουσης απόψεων μεταξύ νομοθετών και ασφαλιστών. Καθαρή επιλογή ρίσκων θα σήμαινε ότι σε ορισμένες περιοχές της χώρας δεν θα δίνονταν καν τέτοιου είδους ασφάλειες, ενώ σε άλλες τα ασφάλιστρα θα ήταν αρκετά υψηλότερα, κάτι που φυσικά πολιτικά είναι απαράδεκτο. 

Έτσι, οι μεγάλοι ασφαλιστές καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις, έστω και με πολύ μεγάλο κίνδυνο απωλειών- έχουμε να κάνουμε με κάτι σαν πρόσθετο φόρο επί των ασφαλιστικών, με μόνη τη διαφορά ότι αυτές έχουν την δυνατότητα να ελέγξουν μερικά το ύψος του, π.χ. προτείνοντας στην κυβέρνηση μέτρα αποφυγής των πλημμύρων.

Η πιστωτική προστασία είναι κάτι διαφορετικό. Εδώ, δεν υπήρχε θέμα επιλογής, το κόστος κρατιόταν σε χαμηλά επίπεδα για όλους και τα αντασφάλιστρα ήταν ελάχιστα, γιατί υπήρχαν περιορισμένα περιθώρια επιλογών. Παρόλο που τα mark-ups ήταν υψηλά, θα έπρεπε να καλύπτεται το κόστος πωλήσεων, ενώ τακτικά γινόταν χρήση τους για επιδότηση δανείων ή για να δοθεί η δυνατότητα στους οφειλέτες υψηλότερου ρίσκου να εξασφαλίσουν δάνεια. 

Επίσης παρείχε προστασία από αναπάντεχη ασθένεια η απώλεια απασχόλησης, κάτι που βοηθούσε τον πελάτη και μείωνε την ανάγκη κρατικής μέριμνας. Με τις αλλαγές των όρων και συνθηκών, μόνο όσοι βρίσκονται σε κίνδυνο καταφεύγουν σε αυτή. Με την ανεργία να αυξάνεται, το κόστος ασφάλισης έχει ανέβει, ενώ η διαθεσιμότητά του έχει μειωθεί και όλοι ανεξαιρέτως οι υποψήφιοι πελάτες αντιμετωπίζονται καχύποπτα από τον ασφαλιστή. 

Το προϊόν λοιπόν, στις καλές εποχές δεν αγοράζεται, ενώ στις κακές δεν πουλιέται. Η αγορά έχει αλλάξει δραματικά, αλλά προς όφελος ποίου; Ασφαλώς όχι του καταναλωτή, που αγωνιά να εξασφαλίσει ένα δάνειο, η αδυνατεί να αποπληρώσει ένα άλλο, επειδή έμεινε άνεργος.

Οι κυβερνήσεις ευαρεστούνται να ενθαρρύνουν την ανάληψη ρίσκων ή και να την αφορίζουν- ανάλογα με το μενού της ημέρας. Στην πιστωτική ασφάλιση ή τις πλημμύρες, η κυβέρνηση πιέζει τους ασφαλιστές να μην κάνουν επιλεκτική διαχείριση, ενώ σε άλλους τομείς η διαχείριση ρίσκου εξασφαλίζει κυβερνητικούς στόχους χωρίς την ανάγκη θέσπισης νομοθεσίας. 

Για παράδειγμα, οι ασφαλιστές ενθαρρύνονται να επιβραβεύουν π.χ. τους προσεκτικούς οδηγούς, ενώ επιπλέον τους υποδεικνύεται η σκληρότερη αντιμετώπιση των απρόσεκτων- μεθυσμένων οδηγών, αυτών με κακό μητρώο ατυχημάτων ή αυτών με ποινικό μητρώο. Δηλαδή βασίζονται στις ασφαλιστικές πρακτικές διαχείρισης του ρίσκου, για να βελτιώσουν τις δικές τους «επιδόσεις» αναφορικά με τα ατυχήματα και την εγκληματικότητα.

Αν οι ασφαλιστές δεν κάλυπταν τους νέους οδηγούς, τότε η κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να ελέγξει νομοθετικά πράγματα όπως ο τύπος των αυτοκινήτων που επιτρέπεται να οδηγούν, το ύψος των προστίμων για τις παραβάσεις του ΚΟΚ. 

Ενδεχόμενα να θεσπίσει αυστηρότερη νομοθεσία για την υγεία και την ασφάλεια. Η επιλογή ρίσκων ενθαρρύνει την σύνεση, επιβραβεύει την προσοχή, βελτιώνει την ασφάλεια, υποστηρίζει την ορθολογική διαχείριση των κινδύνων και συνεισφέρει στο κοινωνικό σύνολο από άποψη ποιότητας ζωής και ασφάλειας. 

Οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να επεμβαίνουν σε αυτή την φυσιολογική διαδικασία με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ οι ασφαλιστές θα έπρεπε με την σειρά τους να είναι φειδωλοί στις αιτήσεις τους προς την κυβέρνηση για ανάληψη πρωτοβουλιών που υποσκάπτουν αυτό το υγιές θεμέλιο της ελεύθερης αγοράς.