Προγραμματίζοντας την ιδιωτική σας σύνταξη

Το υπάρχον σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στηρίχτηκε εκ θεμελίων στην αναλογία συνταξιούχων προς εργαζόμενους 1:8, ενώ σήμερα η τρέχουσα σχετική αναλογία είναι 1:2. Επιπλέον στοιχεία που ωθούν προς τη συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην συνταξιοδότηση είναι και τα παρακάτω:
  • Οι Έλληνες θεωρούνται από τους μακροβιότερους λαούς της Ευρώπης
  • Ο μέσος όρος ζωής του Έλληνα είναι τα 79 έτη και της Ελληνίδας τα 82
  • Το έτος 2020 το 29% των Ελλήνων θα βρίσκεται σε ηλικία άνω των 60 ετών, ενώ το 2050 το ποσοστό αυτό θα έχει γίνει 41%.
 
Αποταμίευση «εδώ και τώρα»
Θα αρχίσουμε με μια οικονομική αρχή που επισημαίνει ότι όσο ενωρίτερα ηλικιακά αρχίσει η ημερομηνία της αποταμίευσης, τόσο λιγότερα κεφάλαια θα χρειαστούν να αποταμιεύσετε για να λάβετε το ίδιο ποσό πρόσθετης μηνιαίας σύνταξης, από το ίδιο έτος της ηλικίας σας. 
Αν για παράδειγμα αποταμιεύσετε 20.000 ευρώ όταν είστε 35 ετών, είναι πολύ διαφορετικό πράγμα από το να αποταμιεύσετε το ίδιο χρηματικό ποσό στα 38 σας χρόνια, ή στα 40 σας χρόνια. 

Με την υπόθεση ότι η μέση ετήσια απόδοση των αποταμιεύσεών μας είναι 5%, η καθυστέρηση των τριών ετών (από το 35ο στο 38ο θα σας κοστίσει λίγο περισσότερα από 1.500 ευρώ, ενώ στην περίπτωση της καθυστέρησης των πέντε ετών, η απώλεια υπερβαίνει τα 2.650 ευρώ. Αυτό συμβαίνει γιατί όσο ενωρίτερα αποταμιεύεται το κεφάλαιο, τόσο επιμηκύνεται η περίοδος της επένδυσής του και τόσο υψηλότερα είναι τα οφέλη από την επανεπένδυση του κεφαλαίου και των τόκων (για καταθέσεις), ή έστω των κερδών του χαρτοφυλακίου (για λοιπές χρηματοοικονομικές επενδύσεις). Όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, καθυστέρηση πέντε ετών για συγκέντρωση 50.000 ευρώ σημαίνει απώλεια 13.290 ευρώ! 

Συμπέρασμα: Όσο ενωρίτερα ξεκινήσουμε ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, τόσο λιγότερα χρήματα θα πρέπει να καταβάλουμε για να εισπράξουμε το ίδιο ποσό πρόσθετης σύνταξης, από το ίδιο έτος ηλικίας μας.
 
Πόσο θα αποταμιεύσουμε;
Στον παρακάτω πίνακα (και πάλι πηγή είναι η Εθνική Τράπεζα) αναφέρονται τα κεφάλαια που πρέπει να έχουν συγκεντρωθεί κατά την ημέρα της συνταξιοδότησής μας, προκειμένου να εισπράττουμε πρόσθετη, ισόβια μηνιαία σύνταξη ύψους 500 ευρώ. Τα ποσά αυτά επηρεάζονται:
  1. Από το φύλο του ασφαλισμένου, καθώς οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν συγκεντρώσει υψηλότερο κεφάλαιο, λόγω του μεγαλύτερου ορίου ζωής που συνήθως έχουν (άρα, συνταξιοδοτούνται για περισσότερα χρόνια)
  2. Από το έτος της ηλικίας στο οποίο θα θελήσουμε να λαμβάνουμε την πρόσθετη σύνταξη. Όσο αργότερα ορίσουμε την ημερομηνία αυτή (συνήθως συνδυάζεται με το χρόνο συνταξιοδότησής μας), τόσο μικρότερο ύψος θα πρέπει να έχουμε συγκεντρώσει. Από τα στοιχεία του παρακάτω πίνακα προκύπτει ότι (πάντα για 500 ευρώ μηνιαία, ισόβια σύνταξη) απαιτούνται κατά την ημέρα της συνταξιοδότησης 98.000 ευρώ, αν ο ασφαλισμένος πάρει σύνταξη στο 55ο έτος της ηλικίας του και μόλις 72.000 ευρώ, αν συνταξιοδοτηθεί στο 65ο του έτος.
 
Επιπλέον ποσό που πρέπει να επενδυθεί ανάλογα με τα έτη καθυστέρησης
Έτη αναβολής
20.000 ευρώ
30.000 ευρώ
40.000 ευρώ
50.000 ευρώ
3 έτη
1.516
2.275
3.791
7.582
5 έτη
2.658
3.987
6.645
13.290
7 έτη
3.916
5.875
9.791
19.582
Υπολογισμοί με υποθετική ετήσια απόδοση 5%
 
 
Πηγή: Εθνική Τράπεζα
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναγκαίο κεφάλαιο για την εξασφάλιση μηνιαίας συμπληρωματικής ισόβιας μηνιαίας σύνταξης 500 ευρώ
 
 
Ηλικία συνταξ/τησης
Άνδρες
Γυναίκες
 
 
55
98.000
108.000
 
 
58
90.000
100.000
 
 
60
85.500
95.000
 
 
62
80.000
90.000
 
 
65
72.000
81.000
 
 
Πηγή: Εθνική Τράπεζα
 
 
 
 
Το γεγονός ότι την ημερομηνία της συντάξεως απαιτείται για παράδειγμα ένα κεφάλαιο της τάξεως των 72.000 ευρώ (προηγούμενο παράδειγμα) δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πρέπει να αποταμιεύσουμε ισόποσο κεφάλαιο. Η αποταμίευσή μας θα είναι κατά πολύ χαμηλότερη. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι η μέση ετήσια απόδοση των κεφαλαίων μας θα είναι της τάξεως του 5%, επιθυμούμε να συνταξιοδοτηθούμε στο 65ο της ηλικίας, τότε θα πρέπει να καταβάλουμε το παρακάτω κεφάλαιο, ανάλογα με την ηλικία μας: Στο 30ο έτος της ηλικίας μας θα πρέπει να αποταμιεύσουμε 13.052 ευρώ, στο 40ο έτος 21.264 ευρώ, στο 50ο έτος 34.633 ευρώ, κ.λπ.
 
Ποσό αποταμίευσης, για σύνταξη 500 ευρώ στο 65ο έτος με
μέση ετήσια απόδοση χαρτοφυλακίου 5%
Ηλικία αποταμιευτή
Περίοδος επένδυσης
Απαιτούμενο κεφάλαιο
30 ετών
35 έτη
13.052
35 ετών
30 έτη
16.662
40 ετών
25 έτη
21.264
45 ετών
20 έτη
27.139
50 ετών
15 έτη
34.633
55 ετών
10 έτη
44.204
Προσοχή: Τα παραπάνω ποσά ισχύουν για όσους διαθέτουν εφ’ άπαξ το παραπάνω απαιτούμενο κεφάλαιο. Σε περιπτώσεις ασφαλιστικών, συνταξιοδοτικών προγραμμάτων περιοδικής καταβολής, τότε το αθροιστικό απαιτούμενο κεφάλαιο είναι σαφώς υψηλότερο.
 
Υπάρχει ωστόσο και το μέγεθος του πληθωρισμού, λόγω του οποίου π.χ. με 13.052 ευρώ σήμερα θα λάβουμε μεν στο 65ο έτος μας σύνταξη 500 ευρώ, αλλά η αγοραστική δύναμη των 500 ευρώ θα είναι τότε σαφώς χαμηλότερη από την αντίστοιχη σημερινή. Αν λοιπόν θέλουμε να λάβουμε σύνταξη που να έχει τη σημερινή αγοραστική αξία των 500 ευρώ και προβλέψουμε έναν μέσο ετήσιο πληθωρισμό της τάξεως του 3%, τότε τα απαιτούμενα ποσά της επένδυσης θα είναι τα παρακάτω:
 
 
Ποσό αποταμίευσης, για σύνταξη 500 αποπληθωρισμένων ευρώ,
μέσο πληθωρισμό 3%, στο 65ο έτος με μέση ετήσια απόδοση χαρτοφυλακίου 5%
Ηλικία αποταμιευτή
Περίοδος επένδυσης
Απαιτούμενο κεφάλαιο
30 ετών
35 έτη
36,000
35 ετών
30 έτη
39.757
40 ετών
25 έτη
43.902
45 ετών
20 έτη
48.484
50 ετών
15 έτη
53.531
55 ετών
10 έτη
59.113
 
Κατηγορίες ασφαλιστικών προγραμμάτων
 
Τα ασφαλιστικά προγράμματα χωρίζονται ανάλογα με το τον τρόπο που καταβάλλονται τα κεφάλαια, σε:
  • Προγράμματα εφ’ άπαξ καταβολής, όταν το κεφάλαιο καταβάλλεται εξ’ ολοκλήρου κατά την ημερομηνία έναρξης της επένδυσης.
  • Προγράμματα περιοδικών καταβολών, όταν το ποσό καταβάλλεται τμηματικά, ανά έτος, ή ανά εξάμηνο, συνήθως μέσω χρέωσης τραπεζικού λογαριασμού του πελάτη.
Επίσης, ανάλογα με το αν προσφέρεται εγγύηση απόδοσης στον πελάτη ή όχι, τα ασφαλιστικά προγράμματα χωρίζονται σε:
  • Κλασικού τύπου προγράμματα, όπου εξασφαλίζεται το ύψος του κεφαλαίου, αλλά και ένα ελάχιστο εγγυημένο επιτόκιο που κατά μέσο όρο προσεγγίζει στα σημερινά συμβόλαια το 3% (την προηγούμενη δεκαετία των υψηλών επιτοκίων, ανερχόταν σε 4,25%). Σε περίπτωση που η απόδοση του χαρτοφυλακίου της ασφαλιστικής εταιρίας υπερβεί το ελάχιστο εγγυημένο επιτόκιο, τότε ο πελάτης δεν καρπώνεται το σύνολο της υπεραπόδοσης, καθώς τμήμα αυτού το εισπράττει η ασφαλιστική εταιρία. Όπως γίνεται αντιληπτό, στα κλασσικού τύπου προγράμματα, η ασφαλιστική εταιρία είναι αυτή που αναλαμβάνει τη διαχείριση των κεφαλαίων του πελάτη, σύμφωνα πάντοτε με τους περιορισμούς της νομοθεσίας.
  • Στα προγράμματα τύπου unitlinked, όπου τα κεφάλαια τοποθετούνται συνήθως σε αμοιβαία κεφάλαια του ασφαλιστικού ομίλου, ο επενδυτής είναι αυτός που αναλαμβάνει τον κίνδυνο της επένδυσης (συνήθως δεν υπάρχει ούτε ελάχιστη εγγύηση απόδοσης, ούτε καν εγγύηση του ύψους της επένδυσης) και φυσικά ο επενδυτής καρπώνεται το σύνολο των κερδών που ενδεχομένως υπάρξουν.
Από τα προηγούμενα λοιπόν, συνάγεται ότι υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες συνταξιοδοτικών, ασφαλιστικών προγραμμάτων:
  • Κλασικού τύπου και εφ’ άπαξ καταβολής
  • Κλασικού τύπου και περιοδικών καταβολών
  • Unit-linked προγράμματα, εφ’ άπαξ καταβολής
  • Unit-linked προγράμματα, περιοδικών καταβολών
Αποταμίευση ή ασφαλιστικό πρόγραμμα
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η προτιμότερη λύση για επιπρόσθετη σύνταξη είναι ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μιας ασφαλιστικής εταιρίας, ή εναλλακτικά η τοποθέτηση των κεφαλαίων μας σε τίτλους σταθερού εισοδήματος (καταθετικά προϊόντα, ομόλογα, προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου, συνδυασμός όλων αυτών, κ.λπ.) θα μπορούσε να μας εξασφαλίσει ποσά που ισοδυναμούν σε μια, ουσιαστικά, υψηλότερη σύνταξη.
Σε γενικές γραμμές, κριτήρια που θα απαντήσουν θετικά ή αρνητικά σε ένα τέτοιο δίλημμα, είναι:
  • Το εάν ο τρόπος διαχείρισης των κεφαλαίων του επενδυτή από τον ασφαλιστικό όμιλο θα είναι τελικά – σε ένα βάθος χρόνου - αποδοτικότερος από τον τρόπο διαχείρισης που θα επιλέξει εναλλακτικά ο επενδυτής.
  • Το ύψος του επενδυτικού κινδύνου που θα αναλάβει ο πελάτης στην μια και στην άλλη περίπτωση.
  • Ο βαθμός ρευστότητας που απολαμβάνει ο πελάτης και στις δύο περιπτώσεις.
  • Επιπτώσεις φορολογικού χαρακτήρα (φορολογικές απαλλαγές στα ασφαλιστικά συμβόλαια, μείωση φορολογητέου εισοδήματος ετησίως).
  • Άλλες επιπτώσεις. Σε πολλά ασφαλιστικά πακέτα, προσφέρεται και κάποιο μίνι ασφαλιστικό πακέτο και κυρίως: α) είτε αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου και μόνιμης ολικής ανικανότητας για εργασία β) είτε συνέχιση της καταβολής των περιοδικών καταβολών από τις ασφαλιστικές εταιρίες σε περίπτωση θανάτου ή μόνιμης ολικής ανικανότητας
 
Βαθμός Ρευστότητας
Ελάχιστη Εγγυημένη Απόδοση
Κίνδυνος επένδυσης
Προσδοκώμενη απόδοση
Φορολογικά οφέλη
Κλασικά, εφ’ άπαξ καταβολής
Πολύ χαμηλός
Ναι
Περιορισμένος
Μέτρια έως αρκετά υψηλή
Ναι
Κλασικά περιοδ. καταβολών
Πολύ χαμηλός
Ναι
Περιορισμένος
Μέτρια έως αρκετά υψηλή
Ναι
Unitlinked εφ’ άπαξ καταβολής
Πλήρης
Όχι
Υψηλός
Πολύ υψηλή
Ναι
Unitlinked περιοδ. καταβολών
Πλήρης
Όχι
Υψηλός
Πολύ υψηλή
Ναι
Κρατικά και εταιρικά ομόλογα
Χαμηλός
Ναι
Περιορισμένος
Μέτρια και άνω
Όχι
Μετοχές
Εξαρτώμενος
Όχι
Υψηλός
Υψηλή
Όχι
Δεσμευμένες καταθέσεις
Σχετικά χαμηλός
Ναι
Πολύ χαμηλός
Χαμηλή έως μέτρια
Όχι
Καταθέσεις ταμιευτηρίου
Πλήρης
Ναι
Πολύ χαμηλός
Μηδαμινή
Όχι
Στον παρακάτω πίνακα, παρουσιάζονται τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των τεσσάρων κατηγοριών ασφαλιστικών-συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, καθώς και τα αντίστοιχα στοιχεία για μια σειρά άλλων επενδυτικών μορφών, όπως οι καταθέσεις ταμιευτηρίου, τα ομόλογα, οι δεσμευμένες καταθέσεις, κ.λπ.
 
Βασικά χαρακτηριστικά ανά κατηγορία
 
Στα προγράμματα κλασικού τύπου και περιοδικών καταβολών, αυτοί που τα αμφισβητούν ισχυρίζονται, σε γενικές γραμμές, τα εξής: 1. Το εγγυημένο ελάχιστο επιτόκιο που προσφέρουν για μια τόσο μακρά περίοδο (γύρω στο 3%) είναι χαμηλότερο από την απόδοση π.χ. των αντίστοιχων ομολόγων των Η.Π.Α., τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν ενδιάμεσα χωρίς κόστος και με ενδεχόμενα κεφαλαιακά κέρδη. 2. Η συνολική απόδοση των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων «ψαλιδίζεται» λόγω των υψηλών προμηθειών που εισπράττουν οι ασφαλιστικές εταιρίες. 
Απέναντι σ’ αυτή την κριτική, υπάρχει και ο αντίλογος. Ναι μεν οι ελάχιστες εγγυημένες αποδόσεις των συνταξιοδοτικών αυτών προγραμμάτων δεν είναι τόσο υψηλές, αλλά δεν απευθύνονται κυρίως στα άτομα υψηλής οικονομικής επιφάνειας που διαθέτουν πληθώρα άλλων επενδυτικών επιλογών, αλλά κυρίως σε άτομα που εναλλακτικά θα είχαν μια απόδοση χαμηλότερη από τις τράπεζες.
 
Επιπλέον, σε περίπτωση που μελλοντικά τα τραπεζικά επιτόκια αυξηθούν, είναι περίπου βέβαιο ότι οι αποδόσεις των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων δεν θα περιοριστούν στο ελάχιστο εγγυημένο επιτόκιο που προσφέρουν, αλλά θα αποδίδουν στους πελάτες τους και μέρος της υπεραπόδοσης του χαρτοφυλακίου τους. Πέρα όμως από το θέμα των αποδόσεων,
υπάρχει και μια άλλη σειρά ζητημάτων, που αναδεικνύει τα πλεονεκτήματα των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων: Ένα εξ’ αυτών είναι η φορολογική ελάφρυνση για ετήσια ασφάλιστρα (μειώνεται το φορολογητέο εισόδημα). 
Το δεύτερο – και ασφαλώς κυριότερο – πλεονέκτημα είναι ο «εξαναγκασμός» του πελάτη να αποταμιεύσει χρήματα, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα θα κατανάλωνε, αν δεν υπήρχε το συνταξιοδοτικό του πρόγραμμα. Και μάλιστα, σε όσο μικρότερες ηλικίες ξεκινήσει το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα επενδυτικά οφέλη για τον ασφαλισμένο, γιατί στα προγράμματα αυτά (λόγω του ανατοκισμού των τόκων και του αρχικού κεφαλαίου) οι αποδόσεις αυξάνονται παραπάνω από αναλογικά με την πάροδο του χρόνου.
Στα προγράμματα κλασικού τύπου εφ’ άπαξ καταβολής, οι διαφορές αποδόσεων μεταξύ του ιδιώτη και της ασφαλιστικής εταιρίας πολύ πιθανόν να μην διαφέρουν σημαντικά, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί ξεκάθαρα ποια από τις δύο πλευρές θα φέρει τελικά την καλύτερη απόδοση. Στατιστικά πάντως, σε ένα βάθος χρόνου, η διαχείριση των ιδιωτών επενδυτών οδηγεί σε σαφώς χαμηλότερες επιδόσεις, σε σύγκριση με τις ασφαλιστικές εταιρίες.
Ούτε το θέμα της φοροαπαλλαγής είναι τόσο κρίσιμο στα προγράμματα εφ’ άπαξ καταβολής, καθώς η φορολογική ελάφρυνση θα ισχύσει για ένα μόνο έτος και όχι για όλα τα έτη, όπως συμβαίνει στα προγράμματα περιοδικών καταβολών. 
Τα unitlinked προγράμματα είτε εφ’ άπαξ καταβολής, είτε περιοδικών καταβολών,ο πελάτης έχει ορισμένα πλεονεκτήματα (συνήθως μεγαλύτερη ευελιξία ρευστοποιήσεων χωρίς ποινές, δυνατότητα μεγαλύτερων υπεραποδόσεων σε περίπτωση συγκεκριμένων εξελίξεων στις κεφαλαιαγορές και τις χρηματαγορές), πλην όμως αναλαμβάνει ο ίδιος τον κίνδυνο της επένδυσης, χωρίς να του εξασφαλίζεται ούτε το ύψος των κεφαλαίων του, ούτε οποιαδήποτε ελάχιστη απόδοσή του. Και στην περίπτωση αυτή, ισχύει η μείωση του φορολογητέου εισοδήματος.