Ελληνική οικονομία: Προσωρινές λύσεις σε μόνιμα προβλήματα

Οι εκτιμήσεις επιχειρηματιών και χρηματιστηριακών επενδυτών, στις χώρες της ζώνης του ευρώ αλλά και ειδικότερα στην Ελλάδα, φαίνεται να συγκλίνουν στο ότι τα χειρότερα –στο μέτωπο της οικονομικής ύφεσης- βρίσκονται πίσω μας, υπό την έννοια ότι ο κατήφορος του ρυθμού ανάπτυξης σταμάτησε. 

Τα κυβερνητικά «πακέτα» μέτρων σε συνδυασμό με τα αντανακλαστικά των αγορών απέδωσαν, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι οι δυσάρεστες συνέπειες της κρίσης έχουν ήδη παρέλθει. Αντιθέτως, πολλοί τομείς της αγοράς και του οικονομικά ενεργού πληθυσμού διαπιστώνουν ότι το δικό τους «τουβλάκι του ντόμινο» μόλις τώρα έρχεται η ώρα να χτυπηθεί και να κινδυνεύει να πέσει.

Οι αγορές και οι οικονομίες των χωρών μπορούν, λοιπόν, να ανασάνουν, επειδή φαίνεται ότι αποφεύγουν την καταστροφή. Ας μην σπεύσουν, όμως, να πανηγυρίσουν, καθώς η ουσιαστική ανάκαμψη μάλλον είναι ακόμη μακριά. Πολύ περισσότερο που η ανεργία εξακολουθεί να διογκώνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (και στην Ελλάδα), παρασύροντας προς τα κάτω και το βαθμό εμπιστοσύνης που οι καταναλωτές εκδηλώνουν προς την οικονομία.
Όσον αφορά τις εκτιμήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στους επόμενους μήνες του 2009, αυτές δεν μπορεί παρά να είναι συγκρατημένες, κρίνοντας και από το ότι οι εναγώνιες προσπάθειες της ελλαδικής κυβέρνησης – να φέρουν τα μεγέθη πλησιέστερα στις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – δεν φαίνεται να είναι επιτυχείς. 

Επί μέρους βελτιώσεις, όπως στην περιστασιακή τόνωση της αγοράς αυτοκινήτου το Μάιο, λόγω της μείωσης του Τέλους Ταξινόμησης, δεν έχουν παρά μικρή θετική επίδραση στην όλη κατάσταση, καθώς ο χαρακτήρας τέτοιων μέτρων είναι αποσπασματικός και δεν δημιουργεί προϋποθέσεις ιδιαίτερης συνέχειας. Πολύ περισσότερο, επ’ ουδενί δεν αντιμετωπίζει τα χρόνια δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας (η οποία διαρκώς δανείζεται για να ξεπληρώσει προηγούμενα δάνεια) με τρόπο ουσιαστικό και μόνιμο.

 
Θετικές και αρνητικές ενδείξεις
Ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης στην Ευρωζώνη ενισχύθηκε το Μάιο φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδό του από το Νοέμβριο του 2008 και συγκεκριμένα στις 69,3 μονάδες, από 67,2 που ήταν τον Απρίλιο. Η βελτίωση του αισθήματος εμπιστοσύνης επιχειρηματιών και καταναλωτών αποδίδεται στο θετικότερο κλίμα στον τομέα λιανικής, τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες. Οι δείκτες, όμως, που αποτυπώνουν το καταναλωτικό κλίμα και το κλίμα στις κατασκευές παρέμειναν αμετάβλητοι.
Παράλληλα, το ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη έφθασε τον Απρίλιο σε ύψος ρεκόρ για την τελευταία δεκαετία, καθώς αυξήθηκε στο 9,2%, υψηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 1999 (το Μάρτιο ήταν 8,9%). Η Κομισιόν προβλέπει ότι η ανεργία φέτος στη ζώνη του ευρώ θα ανέλθει στο 9,9% και θα αυξηθεί περαιτέρω το 2010 στο 11,5%.
Ενώ ορισμένες κυβερνήσεις εκφράζουν αισιοδοξία ότι «χαλαρώνει» η ύφεση, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το ΔΝΤ προβλέπει συρρίκνωση 1,3% της παγκόσμιας οικονομίας το 2009, ενώ η ευρωπαϊκή οικονομία εκτιμάται ότι θα συρρικνωθεί έως 4% φέτος, με την απασχόληση να μειώνεται κατά 2,5% το 2009 και 1,5% το 2010.
Διαφορετικές προσδοκίες, λοιπόν, αλλά και διαφορετικές απόψεις για το πώς θα αντιμετωπισθούν οι επιπτώσεις της κρίσης, διαμορφώνονται σε διαφορετικές ομάδες και παράγοντες της οικονομίας, όπως προκύπτει και από έγγραφο που το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας (ΒΕΑ) απηύθυνε στο Υπουργείο Οικονομικών, σχετικά με όρους που περιλαμβάνει το προσφάτως εξαγγελθέν πρόγραμμα ενίσχυσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Όπως επισημαίνει το ΒΕΑ, η δέσμευση για διατήρηση των θέσεων εργασίας άνω των 50 μηνών και μάλιστα με έτος αναφοράς, αυτό της κρίσης (2008), αποθαρρύνει την ανάληψη κάθε επενδυτικής πρωτοβουλίας από τις μικρότερες μεταποιητικές επιχειρήσεις. Αντιθέτως, το ΒΕΑ προτείνει η διατήρηση των θέσεων εργασίας να μην αποτελεί προϋπόθεση για ένταξη στο πρόγραμμα για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις, αλλά να αξιολογείται κατά περίπτωση.
Η κίνηση του ΒΕΑ είναι χαρακτηριστική του ότι επί μέρους ομάδες του οικονομικού πληθυσμού εστιάζουν στα δικά τους προβλήματα και στις δικές τους ανάγκες, αγνοώντας ίσως ότι η ανάκαμψη δεν μπορεί να έλθει αν δεν υποστηριχθεί η αγοραστική και καταναλωτική δύναμη και των λοιπών ομάδων. 

Η άποψη ότι οι μεταποιητές μπορούν να ενισχυθούν οι ίδιοι από κρατικούς πόρους, δηλαδή από φορολογικές εισφορές και των εργατοϋπαλλήλων, χωρίς παράλληλα να υποστηρίζονται και οι τελευταίοι, μάλλον δεν συμβάλλει στη διαμόρφωση της ισορροπίας που είναι απαραίτητη για τη γενικότερη ευρυθμία της οικονομίας.

 
Συν για τα αυτοκίνητα
Σε άλλους κλάδους της ελλαδικής οικονομίας – όπως σε αυτόν του αυτοκινήτου – οι εξελίξεις ήταν θετικές, έστω και με χαρακτήρα προσωρινό, ενώ σε άλλους – όπως στον νευραλγικό χώρο του τουρισμού – τα πράγματα εξελίχθηκαν αρνητικά, χωρίς πάντως η κατάσταση να μοιάζει καταστροφική, αφού δεν λείπουν και οι κάποιες θετικές ενδείξεις.
Το Μάιο, λοιπόν, στην αγορά αυτοκινήτου οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 5% σε σχέση με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα, δικαιολογώντας αισιοδοξία για καλύτερη πορεία σε μία αγορά όπου δραστηριοποιούνται 3.000 επιχειρήσεις και εργάζονται 25.000 εργαζόμενοι. Με τις πωλήσεις να φτάνουν τα 25.997 οχήματα, ο Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων υπογραμμίζει ότι η προσωρινή μείωση του τέλους ταξινόμησης ανέτρεψε την φθίνουσα πορεία της αγοράς αυτοκινήτου ως τον περασμένο Απρίλιο. 

Ωστόσο, στο πεντάμηνο η πτώση των πωλήσεων σε σχέση με πέρυσι φθάνει το 32,2%, με σχεδόν όλες τις εισαγωγικές εταιρίες να καταγράφουν απώλειες.

Ο ΣΕΑΑ επισημαίνει ότι τα κρατικά έσοδα από την αγορά αυτοκινήτου δεν μειώθηκαν, αντίθετα η ανάκαμψη της αγοράς, από -40% ως τον περασμένο Απρίλιο σε +5% τον περασμένο Μάιο, υπερκάλυψε τις απώλειες από τη μείωση του Τέλους Ταξινόμησης (ΤΤ). Ειδικότερα, ενώ χωρίς τη λήψη μέτρων τα έσοδα από ΤΤ και ΦΠΑ τον περασμένο Μάιο δεν θα υπερέβαιναν τα 85 εκατ. ευρώ, η μείωση του ΤΤ εκτιμάται ότι συνετέλεσε στη διαμόρφωση των εσόδων σε ύψος περί τα 120 εκατ. ευρώ (+35 ως +40%).
 
Πλην για τον τουρισμό
Στον τουριστικό κλάδο, αντιθέτως, οι επιπτώσεις της διεθνούς οικονομικής κρίσης έκαναν την εμφάνισή τους, όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ). Από τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2009, αναδεικνύεται η αρνητική πορεία των τουριστικών μεγεθών για όλους τους ανταγωνιστικούς ευρωμεσογειακούς προορισμούς. Η πτώση των αφίξεων τουριστών στην Ελλάδα έφθασε το 7,3%.
Η κρίση άγγιξε και την Τουρκία (-0,5%), όπου τα τελευταία χρόνια οι ρυθμοί ανάπτυξης ξεπερνούσαν το 15%. Η εξέλιξη αυτή λαμβάνει χώρα, παρά τις προσπάθειες, που καταβάλλει η εν λόγω χώρα, μέσω της άσκησης χαλαρής συναλλαγματικής πολιτικής και επιδότησης των αερομεταφορών.
Η πορεία των συναλλαγματικών εισπράξεων, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, το πρώτο τρίμηνο του 2009, ήταν δυσμενέστερη αυτής των αφίξεων, αφού εμφανίζουν μείωση κατά 18,2%. Αναμένεται, ωστόσο, ότι ο αρνητικός ρυθμός στο τετράμηνο (Ιανουάριος-Απρίλιος) θα είναι μικρότερος εξ αιτίας της καλύτερης πορείας που σημείωσε ο τουρισμός τον Απρίλιο σε σύγκριση με τους τρεις πρώτους μήνες του έτους, λόγω και του Πάσχα των καθολικών.
Για την Ελλάδα, οι ενδείξεις από τα στοιχεία των αεροπορικών αφίξεων στα κυριότερα αεροδρόμια της χώρας, που δέχονται πάνω από το 95% των αφίξεων από το εξωτερικό, είναι λιγότερο δυσοίωνες από όσο προέβλεπαν διάφοροι παράγοντες της αγοράς στο τέλος του 2008 και την αρχή του 2009. Στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας (χωρίς το Ελ.Βενιζέλος) καταγράφεται μείωση περίπου 3% των αφίξεων για το πρώτο τετράμηνο του 2009, όταν την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι η μείωση ήταν 1,6% και τελικά για ολόκληρο το 2008 η μείωση περιορίστηκε στο 1% σε σχέση με το 2007. Η μεγαλύτερη μείωση (-9,8%) σημειώνεται στις αφίξεις αλλοδαπών στην Αθήνα, όπως καταγράφονται από τις υπηρεσίες του «Ελ. Βενιζέλος». 

Έτσι, για το σύνολο της χώρας, τελικά η μείωση των αφίξεων από το εξωτερικό διαμορφώνεται στο 7% περίπου. Από τα παραπάνω στοιχεία καθίσταται προφανές ότι δεν πλήττονται ιδιαίτερα τα ταξίδια αναψυχής. Αντίθετα, πλήττεται σημαντικά ο συνεδριακός και ο επιχειρηματικός τουρισμός σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, σημειώνει το ΙΤΕΠ.

Το γεγονός ότι οι συναλλαγματικές εισπράξεις σημείωσαν σημαντικά υψηλότερο αρνητικό ρυθμό σε σχέση με τον αντίστοιχο των αφίξεων, καταδεικνύει την αναντιστοιχία στις μεταβολές που σημειώνονται στις αφίξεις και εισπράξεις (μικρότερος αριθμός διανυκτερεύσεων, λιγότερες δαπάνες), τον ετεροχρονισμό αφίξεων και πληρωμών και τον ανασταλτικό ρόλο που έπαιξε στη μείωση της ζήτησης (αφίξεις) η πολιτική τιμών και προσφορών που υιοθέτησαν τα ελληνικά ξενοδοχεία, κατόπιν των σχετικών παροτρύνσεων της πολιτικής ηγεσίας του Τουρισμού.
Το ΙΤΕΠ έχει τονίσει κατ’ επανάληψη, ότι η αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης απαιτεί τη συνέργια και των δύο τομέων της οικονομίας, του δημόσιου και του ιδιωτικού. «Αυτό θα επιτευχθεί όταν οι δύο τομείς έχουν κοινή αντίληψη και συμπόρευση για την πορεία της οικονομίας. Έτσι μόνο θα διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των τουριστικών επιχειρήσεων – ιδιαίτερα των μικρομεσαίων – που σήμερα κινδυνεύει από την ουσιαστική μείωση των εσόδων τους» επισημαίνεται στην ανακοίνωση.
 
Δημόσιο χρέος και έλλειμμα
Τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού της Ελλάδας στο πρώτο τετράμηνο του 2009 δείχνουν ότι ο ρυθμός αύξησης των εσόδων είναι μηδενικός, ενώ αντίθετα οι δαπάνες αυξάνονται με ρυθμό άνω του 20%. Έτσι, τα έσοδα που αναζητούνται ξεπερνούν τα 5 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι, το Ecofin έχει ζητήσει από την Ελλάδα να ξεκινήσει από το 2009 μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, προκειμένου το δημόσιο έλλειμμα να μειωθεί κάτω του 3% το 2010. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δώσει προθεσμία στην Ελλάδα να καταθέσει πακέτο διορθωτικών μέτρων έως τις 24 Οκτωβρίου.
Τέλος, σχολιάζοντας το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, ο υπουργός Οικονομίας Γ. Παπαθανασίου, αν και παραδέχεται ότι αυτές έστειλαν στην κυβέρνηση μήνυμα λαϊκής δυσαρέσκειας, τόνισε ότι δεν υφίστανται περιθώρια για λιγότερο σφικτή οικονομική πολιτική. «Θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Παπαθανασίου, υπενθυμίζοντας και τη σχετική δήλωση του πρωθυπουργού ότι «πρόθεσή μου δεν είναι να επιβληθούν νέοι φόροι αλλά αν χρειαστεί θα το κάνω».