Μ. Heise: Οι συνέπειες της κρίσης και οι δυνατότητες ανάπτυξης

Aιόδοξος για την πορεία της οικονομίας τόσο στην ευρωζώνη όσο και στην Ελλάδα εμφανίστηκε ο Michael Heise, επικεφαλής αναλυτής της Allianz SE, σε ομιλία του στο Hilton χτες.

«Το σημαντικότερο τώρα για την Ελλάδα είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές να οδηγήσουν στην ανάπτυξη. Έχουν γίνει πολλά θετικά βήματα στην εργασία και τις συντάξεις, ωστόσο πρέπει να ληφθούν πρωτοβουλίες και στον φορολογικό και δημοσιονομικό τομέα, να βελτιωθούν οι όροι για ξένες επενδύσεις και να ενισχυθεί η αποδοτικότητα. Η χώρα έκανε τη σωστή επιλογή να παραμείνει στην ευρωζώνη και να δεχτεί τη βοήθεια που της προσφέρθηκε. Τα καταστροφικά σενάρια για το ευρώ δεν επαληθεύτηκαν» ανέφερε ο Heise.

Χαρακτήρισε θετικές τις εξελίξεις στην Ελλάδα και αναφέρθηκε στη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο και ανέφερε ως τη σημαντικότερη αλλαγή στην ελληνική οικονομία. Όπως είπε «μία άλλη προσαρμογή η οποία είναι σημαντική είναι η εξέλιξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που από 10-15% την περίοδο της κρίσης έφτασε στο 4%. Στη χώρα μας είναι πιθανό φέτος να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα αν αφαιρέσουμε τους τόκους, ώστε να έχουμε εξισορρόπηση εξόδων και εσόδων. Επίσης το επιτόκιο επί του ελληνικού χρέους έχει βελτιωθεί και η επιβάρυσνη έχει πέσει κάτω από το 3%».

Εξέφρασε την άποψη ότι η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης έχει τρωτά σημεία και πρέπει να βελτιωθεί. «Δεν πιστεύω» είπε «πως η ευρωζώνη είναι μία συγκεντρωτική διακασια γιατί κάθε κράτος είναι διαφορετικό». Μίλησε για την εκχώρηση εξουσιων σε συγκεκριμένους τομείς και όχι τη μετάβαση σε συγκεντρωτικό σύστημα, την ανάγκη αλλαγής των συνθηκών για τη δημιουργία τραπεζικής ένωσης, φορολογικού και δημοσιονομικού ελέγχου, καθώς και την ύπαρξη συγκεκριμένης διαδικασίας που θα προβλέπεται στην περίπτωση που μία χώρα θα εξέλθει από την ευρωζώνη.

Τόνισε πως στην ευρωζώνη ο φόβος σταδιακά μειώνεται και η κατάσταση ομαλοποιείται. Αν και βρίσκεται ακόμα σε ύφεση πιστεύει ότι οι δυνάμεις της βαίνουν μειούμενες και πως αυτόν ή τον επόμενο χρόνο θα βγούμε από την ύφεση. Το 2014 αναμένεται η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ να φτάσει το 1,5% στην ευρωζώνη και το 0,8% στην Ελλάδα.

Αναφέρθηκε στη σημασία της γερμανικής οικονομίας στην ευρωζώνη και τους λόγους που συντελούν στη σταθεροποίηση της. Όπως είπε  «η γερμανική οικονομία είναι ένας καθρέφτης της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς είναι εξαγωγικά προσανατολισμένη και θα παραμείνει σε εξαγωγική πορεία για τα επόμενα χρόνια. Οι αμοιβές αυξάνονται κατά 4% και ο πληθωρισμός μειώθηκε. Η αδυναμία που κατεγράφη στις εξαγωγές επίσης ξεπεράστηκε. Για αυτούς τους λόγους η Γερμανία θα είναι και στο μέλλον φορέας ανάπτυξης στην Ευρωζώνη».

Τις απόψεις του ο κ. Heise αναφέρει και στο βιβλίο του «Οι συνέπειες της κρίσης και οι δυνατότητες ανάπτυξης στη Ν. Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ελλάδα».

Στην εκδήλωση επίσης μίλησαν οι κ.κ. Αθ, Κελεμης, Γενικός Διευθυντής του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου,  Μ. Μαίλης, πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, K. Semtner, Επιτετραμμένος της πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοσκρατίας της Γερμανίας και ο Αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Χ. Σταικούρας.

Ο κ. Σταικούρας αναφέρθηκε στα βήματα που ήδη έχει προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση όπως τη διετή παράταση για την επίτευξη των οικονομικών στόχων, την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους, την υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και την επιτάχυνση της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Σήμερα όπως είπε εστιάζουμε στη συνέχεια της δημοσιονομικής προσπάθειας χωρίς πρόσθετα μέτρα, την αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα, τη δημιουργία επαρκώς κεφαλαιοποιημένου τραπεζικού συστήματος και την ενίσχυση της εξωστρέφειας.

Ο κ Μαίλης τόνισε ότι κλειδί για την ανάκαμψη της οικονομίας στην ευρωζώνη είναι οι πολιτικές για τις τράπεζες. Δεδομένης της μεγάλης μείωσης της εγχώριας ζήτησης οι ξένες αγορές θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη που θα βασιστεί στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας.

Τέλος ο κ. Semtner ανέφερε πως οι αναδιαρθρώσεις μπορούν να επιτευχθούν υπό την προϋπόθεση ότι υφίστανται καλύτερες συνθήκες απασχόλησης και σε αυτή την προσπάθεια θέλει να συμβάλλει και η Γερμανική κυβέρνηση.