Επτά παρατηρήσεις από τους διαμεσολαβούντες για τον κώδικα δεοντολογίας

Κρίσιμες παρατηρήσεις επί του προτεινόμενου από την ΤτΕ κώδικα δεοντολογίας για την επόμενη ημέρα της διαμεσολάβησης στην ιδιωτική ασφάλιση, διατυπώνουν οι φορείς των διαμεσολαβούντων προς την εποπτική αρχή.

Ένα, μάλιστα από τα βασικότερα ζητήματα τα οποία θέτουν, αφορά στις πωλήσεις από υπαλλήλους των direct δικτύων ή από τις ηλεκτρονικές εφαρμογές στο διαδίκτυο, πωλήσεις για τις οποίες τονίζουν ότι αποτελεί απολύτως επιτακτική ανάγκη η άμεση θέσπιση αντίστοιχου Κανονισμού Συμπεριφοράς με αυτόν που προωθείται για τα παραδοσιακά δίκτυα.

Σε ότι αφορά τους ασφαλιστικούς συμβούλους οι φορείς που τους εκπροσωπούν θεωρούν ότι καταρχήν θα πρέπει να εξασφαλισθεί η αναγνώριση των εμπορικών δικαιωμάτων τους στις εξής περιπτώσεις :
•    Διασταυρούμενες πωλήσεις με απευθείας προσέγγιση του πελάτη από ασφαλιστικές επιχειρήσεις στην περίπτωση που ο πελάτης είχε αρχικά επιλέξει την ασφαλιστική επιχείρηση μετά από προτροπή του Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή
•    Ανανέωση συμβολαίων ετησίας διάρκειας σε περίπτωση λύσης τη σύμβασης χωρίς επίκληση σπουδαίου λόγου (βαρύ παράπτωμα).
•    Λύση σύμβασης Συντονιστή Ασφαλιστικών Συμβούλων ή αλλαγή «ιεραρχίας» Ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών , τους οποίου ο ίδιος είχε συστήσει , εκπαιδεύσει και παρακολουθήσει.
Επίσης, αναφέρουν ότι η ΤτΕ πρέπει να ορίσει τον χρόνο απόδοσης των προμηθειών στην περίπτωση κατά την οποία παρεμβαίνει στην ρύθμιση της συμβατικής σχέσεως. Πιο συγκεκριμένα ζητούν:
• Σε περίπτωση είσπραξης ασφαλίστρων από τον Ασφαλιστικό Διαμεσολαβητή να τηρείται η διαδικασία απόδοσης: μικτά ασφάλιστρα (-) μείον προμήθειες
• Σε περίπτωση είσπραξης του ασφαλίστρου από τις Ασφαλιστικές Εταιρίες απόδοση προμηθειών:
i. κάθε Παρασκευή για τις εισπράξεις της εβδομάδας ή άλλως
ii. κάθε 5 και 20 του μήνα για το 1ο και 2ο δεκαπενθήμερο αντίστοιχα.

Οι φορείς θεωρούν ανέφικτη την προθεσμία των 7 ημερών για την απόδοση των ασφαλίστρων, ενώ εκτιμούν ακόμη ότι είναι πέρα από το όριο των αρμοδιοτήτων και δυνατοτήτων τους ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση του λειτουργικού κινδύνου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που προβλέπει ο προτεινόμενος Κώδικας Δεοντολογίας και για το λόγο αυτό ζητούν την διαγραφή της συγκεκριμένης αναφοράς.

Επίσης αναφέρουν ότι στον κώδικα πρέπει να προστεθεί ότι ο Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής και η ασφαλιστική επιχείρηση πρέπει «να αποφεύγουν κάθε παρέμβαση ή και προτροπή προκειμένου να μεταφερθεί ο ασφαλισμένος σε άλλο Ασφαλιστικό Διαμεσολαβητή, ιδιαίτερα δε χρησιμοποιώντας προτυπωμένα έντυπα ή αβάσιμη πληροφόρηση, εκτός βέβαια εάν αυτό αποτελεί έγγραφη εντολή του πελάτη. Ο Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής ή/και η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλουν να ενημερώσουν σε αυτή την περίπτωση τον πελάτη για τις συνέπειες της επιλογής του».

Σε άλλο σημείο των παρατηρήσεών τους οι φορείς της διαμεσολάβησης προσθέτουν πως με δεδομένο ότι πολλοί Διαμεσολαβητές είναι αποκλειστικής συνεργασίας με την Ασφαλιστική Εταιρεία, είναι αντιφατικό, μη εφαρμόσιμο και καθιστά το Διαμεσολαβητή υποκείμενο παραβάσεων, όταν πρέπει αφ ενός να εφαρμόζει αμελλητί τις οδηγίες της εταιρείας με την οποία συνεργάζεται, αλλά πρέπει αφ ετέρου να παρέχει (αμερόληπτες) συμβουλές και να προτείνει προϊόντα με βάση τις ανάγκες του πελάτη.
Επίσης οι διαμεσολαβούντες τονίζουν ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν δύναται να γνωρίζει, άρα και να αναπαράγει ειδήσεις για την φερεγγυότητα Ασφαλιστικών Εταιριών και την μελλοντική τους αντιμετώπιση από την Εποπτική Αρχή.  Συνεπώς δεν πρέπει να φέρει καμία ευθύνη εάν πρότεινε σε πελάτη ασφαλιστήριο συμβόλαιο, Ασφαλιστικής Εταιρείας της οποίας μεταγενέστερα ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας.

Τέλος, με βάση τις παρατηρήσεις του κλάδου, ο Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής εφόσον καταγγείλει τη σύμβαση που έχει συνάψει με την ασφαλιστική επιχείρηση, όπως και σε κάθε περίπτωση λύσης ή λήξης της σύμβασης θα πρέπει να λαμβάνει για τρία χρόνια τις προμήθειες που του αναλογούν από το χαρτοφυλάκιό του, εφόσον το χαρτοφυλάκιό του εξακολουθεί γι αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση.

Σε περίπτωση, δε, θανάτου του Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή ή μόνιμης ολικής ανικανότητάς του η ασφαλιστική επιχείρηση θα πρέπει «να καταβάλλει στα πρόσωπα που ο Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής όρισε ειδικά ως δικαιούχους ή ανάλογα με την συμφωνία στον ίδιο, ή αν δεν όρισε δικαιούχους για την περίπτωση θανάτου, στους μέχρι τετάρτου βαθμού συγγενείας κληρονόμους του για τέσσερα χρόνια την προμήθεια που εδικαιούτο και αναλογούσε στην παραγωγή του, κατά την τάξη κληρονομικής διαδοχής, εφόσον εξακολουθεί γι αυτό το διάστημα να παραμένει στην ασφαλιστική επιχείρηση».