Αιφνιδιαστικοί έλεγχοι στους διαμεσολαβητές από την ΤτΕ

 
Αυστηρούς ελέγχους στους επαγγελματίες της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης  σχεδιάζει η Τράπεζα της Ελλάδος μόλις ολοκληρώσει τη δημόσια διαβούλευση και θέσει σε εφαρμογή τους δύο κώδικες δεοντολογίας, τον έναν για την εμπορική πολιτική των ασφαλιστικών εταιρειών, την πρόσκτηση εργασιών, την είσπραξη ασφαλίστρων και την απόδοση προμηθειών και το δεύτερο για τη συμπεριφορά των προσώπων που ασκούν διαμεσολάβηση στον κλάδο.

Όπως αναφέρουν πηγές του iw, ο μηχανισμός της ΤτΕ προετοιμάζεται ώστε με την εφαρμογή των δύο κωδίκων δεοντολογίας να ξεκινήσουν οι πρώτες αιφνιδιαστικές επισκέψεις στα δίκτυα πωλήσεων, που σκοπό θα έχουν να τεθούν εκτός αγοράς εταιρείες και πρόσωπα για τα οποία θα υπάρξουν βάσιμες διαπιστώσεις ότι δρουν εκτός πλαισίου νόμου.

Στο επίκεντρο των ελέγχων θα τεθούν οι «ουρές» των ασφαλιστηρίων στα συμβόλαια κλάδου Αυτοκινήτων, καθώς και τα ανοικτά υπόλοιπα των διαμεσολαβούντων έναντι των ασφαλιστικών εταιρειών.

Σε ότι αφορά ειδικότερα το δεύτερο θέμα, σύμφωνα με πληροφορίες, ένας σημαντικός αριθμός ασφαλιστικών εταιρειών προκειμένου να περιορίσει τις επισφάλειες προχώρησε ήδη σε διακανονισμούς -πολύμηνης διάρκειας- με διαμεσολαβούντες. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, πρόκειται για συμφωνίες που προβλέπουν το σταδιακό συμψηφισμό υποχρεώσεων των διαμεσολαβούντων με προμήθειες τις οποίες είναι να λαμβάνουν βάσει της παραγωγής που επιτυγχάνουν.

Κύκλοι της αγοράς, αναφέρουν σχετικά ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι συμφωνίες έχουν διάρκεια που ξεπερνά και τους 12 μήνες, καθότι οι υποχρεώσεις των διαμεσολαβούντων φθάνουν σε τέτοια ύψη που δεν επιτρέπουν ρυθμίσεις μικρότερης διάρκειας. «Τα περισσότερα γραφεία διαμεσολάβησης, λόγω και της μειωμένης παραγωγής, δεν βγαίνουν οικονομικά  ώστε να «θυσιάσουν» μεγάλο μέρος των προμηθειών τους και να κλείσουν ταχύτερα τις υποχρεώσεις τους έναντι των ασφαλιστικών εταιρειών» προσθέτουν οι ίδιοι κύκλοι.
Εκτιμούν δε ότι, σε συμφωνίες συμψηφισμού έχουν οδηγηθεί τουλάχιστον οι 3 στους 10 διαμεσολαβούντες.

Ακολουθούν τα κείμενα των δύο κωδίκων δεοντολογίας, για τις ασφαλιστικές εταιρείες και τους διαμεσολαβούντες, που έχει θέσει σε δημόσια διαβούλευση η Τράπεζα της Ελλάδος:


Ρύθμιση θεμάτων διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, ιδία δε αναφορικά με την εμπορική πολιτική, την πρόσκτηση εργασιών και τα συναφή με αυτήν δίκτυα, καθώς και την παρακολούθηση της παραγωγής, της είσπραξης ασφαλίστρων και της απόδοσης προμηθειών, και συναφείς κανόνες Δεοντολογίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι: ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Πεδίο Εφαρμογής
Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται:
(α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς με έδρα την Ελλάδα για το σύνολο των ασφαλίσεων που αυτοί συνάπτουν, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στα άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, πλην όσων αλληλασφαλιστικών συνεταιρισμών εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 35 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει, και
(β) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στους αλληλασφαλιστικούς συνεταιρισμούς τρίτων χωρών, δηλαδή χωρών μη Κρατών Μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. για τις ασφαλίσεις που συνάπτουν στην Ελλάδα,
εφεξής αναφερόμενες στην παρούσα ως «Εταιρείες».

Άρθρο 2
Σκοπός
Σκοπός της παρούσας είναι ο καθορισμός των ειδικότερων θεμάτων διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης των Εταιρειών, οι οποίες θα πρέπει να ενσωματώνονται στους εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας τους και αφορούν στην εμπορική πολιτική της Εταιρείας, την πολιτική είσπραξης ασφαλίστρων, τους κανόνες Δεοντολογίας της Εταιρείας κατά το προσυμβατικό στάδιο, καθώς και τα σχετικά αρχεία που οι Εταιρείες πρέπει να τηρούν.

Άρθρο 3
Ορισμοί
Για τις ανάγκες εφαρμογής της παρούσας απόφασης:
1. Ως «Συνεργάτης» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εντάσσεται στα δίκτυα της εταιρείας, με συμβατική σχέση, είτε απευθείας με την εταιρεία (άμεσος συνεργάτης), είτε με άμεσο συνεργάτη της εταιρείας (έμμεσος συνεργάτης), καθώς και ο πάροχος τυχόν εξωπορισθείσας υπηρεσίας.
2. Ως «Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής», νοείται το πρόσωπο που ασκεί νόμιμα την προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του π.δ. 190/2006 δραστηριότητα.
3. Ως «Δίκτυο Πρόσκτησης ασφαλιστικών εργασιών» νοείται το σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων, με τους οποίους συμβάλλεται και συνεργάζεται η εταιρεία για τη διάθεση των ασφαλίσεών της.
4. Ως «Δίκτυο Είσπραξης» νοείται το σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων, με τα οποία συμβάλλεται και συνεργάζεται η εταιρεία για την είσπραξη του οφειλόμενου από τον λήπτη της ασφάλισης ασφαλίστρου.
5. Ως «Εντολοδόχος Είσπραξης» νοείται κάθε φυσικό και νομικό πρόσωπο που εμπίπτει στη διάταξη του άρ. 33 παρ. 2 ν. δ/τος 400/70.
6.  Ως «Αιτίαση», νοείται η αναφερόμενη στο άρθρο 2 παρ. 2 της υπ’ αρ. 3/08-01-2013 (ΦΕΚ Β 9/09-01-2013) Απόφασης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος.
7. Ως «Ασφάλιστρα», νοούνται τα οριζόμενα στο άρθρο 2α εδάφ. (κβ) του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει.
8. Ως «Έξοδα Πρόσκτησης», νοούνται τα έξοδα που προκύπτουν από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, ιδία δε οι προμήθειες παραγωγής που σε κάθε περίπτωση η Εταιρεία καταβάλλει στους Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και οι οποίες προκύπτουν αποκλειστικά από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης. Τα Έξοδα Πρόσκτησης διακρίνονται σε «Άμεσα», τα οποία έχουν προφανή και άμεση σχέση με το ασφαλιστικό προϊόν, και σε «Έμμεσα» τα οποία δεν έχουν την προηγούμενη σχέση με το ασφαλιστικό προϊόν.
α) Ως «Άμεσα Έξοδα Πρόσκτησης», νοούνται οι εξής ειδικότερες κατηγορίες: i) προμήθειες παραγωγής προς τους Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές στη σύναψη των ασφαλιστικών συμβάσεων, ii) αμοιβές εκπαιδεύσεως των Ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών καθοριζόμενες βάσει των προμηθειών παραγωγής, iii) έξοδα που  πραγματοποιούνται για την κατάρτιση ασφαλιστικών εγγράφων και εντύπων παροχής πληροφοριών προς τους ασφαλισμένους και iv) έξοδα που πραγματοποιούνται για την ένταξη της ασφαλιστικής σύμβασης στο χαρτοφυλάκιο (έξοδα ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου).
β) Ως «Έμμεσα Έξοδα Πρόσκτησης», νοούνται οι εξής ειδικότερες κατηγορίες: i) αμοιβές και επιδόματα προς τους Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές, που παρέχονται, πέραν των υπό στοιχείο (α) ανωτέρω αναφερόμενων προμηθειών, για την προσέλκυση νέων εργασιών, ii) τα έξοδα διαφήμισης και προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων, iii) τα έξοδα διαφήμισης της εμπορικής επωνυμίας της Εταιρίας, iv) τα έξοδα διαχείρισης που αφορούν στην επεξεργασία των προτάσεων ασφάλισης και v) τα έξοδα έκδοσης των ασφαλιστικών συμβάσεων.
9. Ως «Προμήθεια», νοείται το ‘Άμεσο Έξοδο Πρόσκτησης του άρθρ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                          3 παρ. 8.α(i) του παρόντος, το ύψος του οποίου συναρτάται άμεσα από το Ασφάλιστρο και αποτελεί μέρος αυτού.
10. Ως «Υπέρ-Προμήθεια», νοείται κάθε Έξοδο Πρόσκτησης, είτε Άμεσο είτε Έμμεσο, το ύψος του οποίου συναρτάται άμεσα από το Ασφάλιστρο ή τις Προμήθειες δίχως να αποτελεί μέρος του Ασφαλίστρου.
11. Ως «Χαρτοφυλάκιο», νοείται το σύνολο των ασφαλίσεων και αντασφαλιστικών αναλήψεων της Εταιρείας.
12. Ως «Υπεύθυνος Διοίκησης» νοείται το πρόσωπο που ορίζεται στην περ. (α) της παρ.1 του άρθρ.55 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει.
13. Ως «Υπεύθυνος Αναλογιστής» νοείται το πρόσωπο που ορίζεται στην περ. (β) της παρ.1 του άρθρ.55 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Άρθρο 3
Γενικές Αρχές
1. Κάθε Εταιρεία περιλαμβάνει υποχρεωτικά στον Εσωτερικό Κανονισμό λειτουργίας της, ο οποίος αποτελεί απόφαση της Διοικητικού της Συμβουλίου, που λαμβάνεται κατόπιν εισήγησης του Υπεύθυνου Διοίκησης, τις ακόλουθες πολιτικές:
α. «Εμπορική Πολιτική», σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 4 της παρούσας απόφασης.
β. «Πολιτική Διαχείρισης Παραγωγής και Είσπραξης Ασφαλίστρων» (ΠΟΔΙΠΕΑ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 5 της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4
Εμπορική Πολιτική
1. Η Εμπορική Πολιτική σκοπεί στη συγκρότηση πλαισίου αρχών και κανόνων αναφορικά με το είδος της ασφαλιστικής δραστηριότητας που αναπτύσσει και ασκεί η Εταιρεία, τη στρατηγική και τους στόχους που θέτει για τη δραστηριότητα αυτή, καθώς και τα μέσα που χρησιμοποιεί για την επίτευξη των στόχων αυτών.  Ειδικότερα, η Εμπορική Πολιτική προβλέπει κατ’ ελάχιστο τα εξής:
i. Αναφορικά με το είδος της ασφαλιστικής δραστηριότητας, την στρατηγική και τους στόχους:
α) Το είδος των ασφαλίσεων που η Εταιρεία αναπτύσσει, τον βαθμό και την σκοπούμενη ένταση με την οποία τις αναπτύσσει και τον χρονικό ορίζοντα εντός του οποίου τις αναπτύσσει και τις διατηρεί. Ειδικότερα εξειδικεύει και διακρίνει μεταξύ πρωτασφάλισης και αντασφαλιστικών αναλήψεων.
β) Τους κλάδους ασφάλισης τους οποίους αναπτύσσει, τον βαθμό και την σκοπούμενη ένταση δραστηριότητας στους κλάδους αυτούς καθώς και τον χρονικό ορίζοντα ανάπτυξης και διατήρησης αυτών. Ειδικότερα εξειδικεύει και διακρίνει μεταξύ πρωτασφάλισης και αντασφαλιστικών αναλήψεων.
γ) Το είδος των ασφαλιστικών προϊόντων και το Χαρτοφυλάκιο που η Εταιρεία αναπτύσσει, τον βαθμό και την ένταση με την οποία σκοπεύει να τα διαθέτει στην ασφαλιστική αγορά, το χρονικό ορίζοντα εντός του οποίου σκοπεύει να τα διαθέτει, να τα διατηρεί και να τα διαχειρίζεται. Ειδικότερα εξειδικεύει και διακρίνει μεταξύ πρωτασφάλισης και αντασφαλιστικών αναλήψεων.
Η Εταιρεία αναπτύσσει και αναφέρει τους ειδικότερους όρους, τις παραμέτρους και τα μεγέθη που εκφράζουν και παρακολουθούν την τήρηση του βαθμού και της σκοπούμενης έντασης των ανωτέρω.
ii. Αναφορικά με τα μέσα που χρησιμοποιεί:
α) τα Δίκτυα Πρόσκτησης που η Εταιρεία χρησιμοποιεί καθώς και τον βαθμό και την ένταση χρήσης αυτών ανά κατηγορία, για τη διάθεση των ασφαλιστικών της προϊόντων καθώς και τον σκοπούμενο καταμερισμό, την ένταση ανάπτυξης και διατήρησης της παραγωγής Ασφαλίστρων μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών Δικτύων Πρόσκτησης,
β) τον βαθμό και την ένταση με την οποία η Εταιρεία σκοπεί να αποκτά εργασίες μέσω απευθείας πωλήσεων,
γ) τα κριτήρια καταλληλότητας που η Εταιρεία χρησιμοποιεί ως προϋπόθεση για την συνεργασία της με τους Συνεργάτες Πρόσκτησης. Η Εταιρεία παρακολουθεί την τήρηση από τους Συνεργάτες Πρόσκτησης των προϋποθέσεων αυτών  και μεριμνά για την διασφάλιση της εκ μέρους του Συνεργάτη Πρόσκτησης εφαρμογή των συμβατικώς αναληφθεισών υποχρεώσεων, των συμφωνημένων μεταξύ τους διαδικασιών και οδηγιών της Εταιρείας σχετικά με την εξυπηρέτηση του ασφαλισμένου, του λήπτη της ασφάλισης και του δικαιούχου αποζημίωσης και κάθε ασφαλιστικής παροχής,
δ) τις Προμήθειες, τις Υπέρ-Προμήθειες και κάθε άλλο Έξοδο Πρόσκτησης που αποδίδει σε κάθε Συνεργάτη Πρόσκτησης, αναλυτικά και ξεχωριστά για κάθε κατηγορία Δικτύου Πρόσκτησης και για κάθε ασφαλιστικό προϊόν. Οι χορηγούμενες  στους Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές Προμήθειες για τις ασφαλίσεις ζωής, φέρουν την σύμφωνη γνώμη και την υπογραφή του Υπεύθυνου Αναλογιστή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55 παρ.3 εδαφ. β του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει,
ε) Τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις για την ανάληψη από τους Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές της είσπραξης Ασφαλίστρων, και
στ) τους στόχους, τον τρόπο και τα μέσα που επιλέγει η Εταιρεία προκειμένου να διαφημίσει την εμπορική της επωνυμία και τα ασφαλιστικά της προϊόντα.
2.  Η Εμπορική Πολιτική ως και κάθε τροποποίησή της κοινοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος με επιμέλεια του Υπεύθυνου Διοίκησης, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της σχετικής απόφασης από το ΔΣ της Εταιρείας.

Άρθρο 4α
Κανονισμός Πωλήσεων

1. Κατ’ εφαρμογή της Εμπορικής Πολιτικής και με ευθύνη και επιμέλεια του Υπεύθυνου Διοίκησης, η Εταιρεία συντάσσει «Κανονισμό Πωλήσεων» που περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τα εξής:
α. Τα κριτήρια καταλληλότητας για την συνεργασία της Εταιρείας με τους Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές και το εν γένει δίκτυο πρόσκτησης.
β. Τις συμβατικώς αναληφθησόμενες υποχρεώσεις και τις εντολές προς τους συνεργάτες, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της είσπραξης Ασφαλίστρων, εφόσον η είσπραξη αυτή έχει εκχωρηθεί στο Δίκτυο Πρόσκτησης εργασιών.
γ. Τις διαδικασίες και τις ειδικότερες οδηγίες της Εταιρείας σχετικά με την εξυπηρέτηση του ασφαλισμένου, του λήπτη της ασφάλισης και του δικαιούχου αποζημίωσης και κάθε ασφαλιστικής παροχής.
δ. Τον τρόπο, τον χρόνο και τις διαδικασίες ενημέρωσης για τις αποκτηθείσες με ασφαλιστική διαμεσολάβηση εργασίες μεταξύ της Εταιρείας και του Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή, και
ε. Τον τρόπο, τον χρόνο και τις διαδικασίες καταβολής των Προμηθειών προς τους Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές και της ενημέρωσης για αυτές μεταξύ της Εταιρείας και του Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή.
2.   Ο «Κανονισμός Πωλήσεων» δύναται να διακρίνεται ανάλογα με την κατηγορία του Συνεργάτη Πρόσκτησης αλλά και ανάλογα με το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί την ασφαλιστική διαμεσολάβηση.
3.  Ο «Κανονισμός Πωλήσεων» τίθεται ως αναπόσπαστο τμήμα της σύμβασης συνεργασίας με το δίκτυο πρόσκτησης εργασιών. 
4. Ο Κανονισμός Πωλήσεων ως και κάθε τροποποίησή του τηρείται από την Εταιρεία και υποβάλλεται αμελλητί ή βρίσκεται στην διάθεση της αρμόδιας υπηρεσίας της Τράπεζας της Ασφάλισης κατόπιν αιτήματός της.

Άρθρο 4β
Ετήσιο Πρόγραμμα Παραγωγής Ασφαλίστρων
1. Κατ’ εφαρμογή της Εμπορικής Πολιτικής και με ευθύνη και επιμέλεια του Υπεύθυνου Διοίκησης, η Εταιρεία συντάσσει ετήσιο πρόγραμμα για την παραγωγή των Ασφαλίστρων της επόμενης ετήσιας οικονομικής χρήσης «Ετήσιο Πρόγραμμα Παραγωγής Ασφαλίστρων», υποβάλλει δε αυτό προς έγκριση στο Διοικητικό Συμβούλιο πριν την έναρξη της επόμενης οικονομικής χρήσης.
2. Η Εταιρεία παρακολουθεί τουλάχιστον ανά τρίμηνο την πορεία υλοποίησης του προγράμματος αυτού, προβαίνει δε όπου και όταν χρειασθεί, σε επικαιροποίηση αυτού εφόσον οι αποκλίσεις κρίνονται από την Εταιρεία σημαντικές.
3. Στο Ετήσιο Πρόγραμμα Παραγωγής Ασφαλίστρων αναλύονται, τουλάχιστον ανά κλάδο ασφάλισης και ανά κατηγορία Δικτύου Πρόσκτησης, οι στόχοι για την παραγωγή Ασφαλίστρων και των προς απόδοση Προμηθειών και Υπέρ-Προμηθειών, το πλήθος των αναμενόμενων ασφαλιστικών συμβάσεων και ασφαλιστικών καλύψεων, διαχωρίζοντας τα μεγέθη για το νέο χαρτοφυλάκιο και για το εν ισχύ.
4.  Το Ετήσιο Πρόγραμμα Παραγωγής Ασφαλίστρων υποβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός των πρώτων δεκαπέντε (15) ημερών της χρήσης στην οποία αναφέρεται το Ετήσιο Πρόγραμμα Παραγωγής Ασφαλίστρων, και αναλύεται σε τρίμηνες περιόδους.  Επίσης, το ως άνω Ετήσιο Πρόγραμμα Παραγωγής Ασφαλίστρων υποβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος σε κάθε επικαιροποίηση και τροποποίησή του, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έγκρισή του από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας.

Άρθρο 5
Πολιτική Διαχείρισης Παραγωγής και Είσπραξης Ασφαλίστρων (ΠΟΔΙΠΕΑ)

1.    Η ΠΟΔΙΠΕΑ περιγράφει τη στρατηγική και τους στόχους που θέτει η Εταιρεία προκειμένου για την είσπραξη των Ασφαλίστρων.  Αναφέρει τα μέσα που σκοπεί η Εταιρεία να χρησιμοποιήσει προκειμένου για την επίτευξη των στόχων, τον βαθμό και την ένταση με την οποία σκοπεί να τα χρησιμοποιήσει αιτιολογώντας επαρκώς τις επιλογές της.
2.    Η ΠΟΔΙΠΕΑ περιγράφει τις διαδικασίες και τις πρακτικές που υιοθετεί και εφαρμόζει η Εταιρεία προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το Ασφάλιστρο καταβάλλεται από τον λήπτη της ασφάλισης πριν την έναρξη της ασφαλιστικής κάλυψης. Αναφέρει δε και αιτιολογεί ξεχωριστά τις περιπτώσεις όπου από την σύμβαση της ασφάλισης ή τις περιστάσεις, προκύπτει διαφορετικά για την καταβολή του Ασφαλίστρου.
3.    Η παροχή, σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, της εντολής να εισπράττει Ασφάλιστρα στο όνομα και για λογαριασμό της Εταιρείας, περιγράφεται και αιτιολογείται επαρκώς στην ΠΟΔΙΠΕΑ.  Στην περίπτωση αυτή, η ΠΟΔΙΠΕΑ περιλαμβάνει συγκεκριμένα κριτήρια καταλληλότητας του τυχόν εντολοδόχου είσπραξης, εφόσον αυτός είναι τρίτο πρόσωπο και δε συνδέεται με σύμβαση εργασίας με την εταιρεία, τα κριτήρια εκτίμησης του αξιόχρεου και της φερεγγυότητας αυτού, και τις εν γένει προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται η εντολή είσπραξης ασφαλίστρου, όπως ενδεικτικά το ανώτατο επιτρεπόμενο προς είσπραξη ποσό Ασφαλίστρου στο πλαίσιο της προθεσμίας του άρ. 33 παρ. 3 ν.δ/τος 400/70. 
4.    Με ευθύνη του Υπεύθυνου Διοίκησης και Διαχείρισης, η Εταιρεία τηρεί ειδικό αρχείο, το οποίο περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον κάθε στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι το τρίτο πρόσωπο, στο οποίο δίδεται η εντολή είσπραξης Ασφαλίστρου, πληροί τα κριτήρια καταλληλότητας, αξιόχρεου και φερεγγυότητας της παρ. 3.  Τα στοιχεία αυτά παρέχονται στην Εταιρεία προς εκτίμηση με τη γραπτή συναίνεση του τρίτου προσώπου.
5.  Η ΠΟΔΙΠΕΑ καθορίζει τα αρμόδια πρόσωπα, τη διαδικασία που ακολουθεί και τις ενέργειες της εταιρείας, σε περίπτωση που ο εντολοδόχος είσπραξης υπερβεί το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό είσπραξης ασφαλίστρου ή/και την προθεσμία του άρ. 33 παρ. 2 ν.δ/τος 400/70 για την απόδοση αυτού στην Εταιρεία. 
6. Η ΠΟΔΙΠΕΑ αναφέρει τα πληροφοριακά συστήματα και τις διαδικασίες για την πληροφορική υποστήριξη και μηχανογράφηση της παραγωγής Ασφαλίστρων της Εταιρείας, αναλυτικά βάσει τουλάχιστον των στοιχείων ταυτοποίησης του λήπτη ασφάλισης, του αριθμού συμβολαίου, των ασφαλιστικών καλύψεων του χρόνου έναρξης και λήξης ισχύος του συμβολαίου και των ασφαλιστικών καλύψεων, των Ασφαλίστρων ανά ασφαλιστική κάλυψη, της Προμήθειας, του κωδικού Συνεργάτη Πρόσκτησης που διενήργησε την διαμεσολάβηση και πρόσκτηση.
7. Η Εταιρεία τηρεί ηλεκτρονικά τα στοιχεία του προηγούμενου εδαφίου για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την ημερομηνία λήξης της ασφάλισης ή πλήρους διακανονισμού της απαίτησης για αποζημίωση ή καταβολής της παροχής.
8.  Η ΠΟΔΙΠΕΑ ως και κάθε τροποποίησή της κοινοποιείται στην αρμόδια υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος με επιμέλεια του Υπεύθυνου Διοίκησης, εντός δέκα (10) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία λήψης της σχετικής απόφασης από το ΔΣ της Εταιρείας.

Άρθρο 6
Οργάνωση Είσπραξης Ασφαλίστρου
1. Η Εταιρία συντάσσει και διατηρεί ειδική κατάσταση Ασφαλίστρων, στην οποία καταγράφονται, για κάθε Ασφαλιστικό Διαμεσολαβητή ξεχωριστά, τα Ασφάλιστρα που καταβλήθηκαν από τον λήπτη της Ασφάλισης, με ξεχωριστή αναφορά του ποσού που εισπράχθηκαν από την Εταιρεία, των αναλογουσών Προμηθειών, αναλυτικά ανά αριθμό ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ονοματεπώνυμο ασφαλισμένου, κλάδο ασφάλισης, ασφαλιστική κάλυψη, ημερομηνία έναρξης και λήξης της σύμβασης ασφάλισης.
2.  Η ως άνω ειδική κατάσταση Ασφαλίστρων καθίσταται ηλεκτρονικά προσβάσιμη ή αποστέλλεται εγγράφως επί αποδείξει ή ηλεκτρονικά τουλάχιστον σε εβδομαδιαία βάση, προκειμένου να διατυπώσει τυχόν αντιρρήσεις του ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής. 
3.  Η εταιρεία τηρεί ηλεκτρονικά τις ως άνω ειδικές καταστάσεις και αναπτύσσει και χρησιμοποιεί πληροφορικά συστήματα προκειμένου για να παρακολουθεί σε συνεχή βάση την παραγωγή των ασφαλίστρων, την είσπραξή τους και την καταβολή των ανάλογων Προμηθειών στο Δίκτυο Πρόσκτησης.  Η παρακολούθηση γίνεται αναλυτικά, βάσει τουλάχιστον των στοιχείων ταυτοποίησης του λήπτη ασφάλισης, του αριθμού συμβολαίου, του χρόνου έναρξης και λήξης ισχύος του συμβολαίου,  των ασφαλιστικών καλύψεων, των Ασφαλίστρων ανά ασφαλιστική κάλυψη, της αντίστοιχης Προμήθειας και του κωδικού Συνεργάτη Πρόσκτησης που διενήργησε την διαμεσολάβηση και πρόσκτηση.  

Άρθρο 7
Λοιπά θέματα οργάνωσης
1.  Τα κάθε είδους συστήματα των Εταιρειών για την καταχώρηση αιτήσεων ασφάλισης έχουν τις απαραίτητες δικλείδες ασφαλείας, ώστε:
Α. να μην επιτρέπεται η καταχώρηση αίτησης με προγενέστερη ημερομηνία, και
Β. Ο χρόνος έναρξης της τυπικής και ουσιαστικής ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου μόνον να ταυτίζεται με την ημερομηνία που υποβάλλεται στην Εταιρεία η αίτηση ασφάλισης ή να έπεται αυτής. 
2.  Οι Εταιρείες αποστέλλουν σε μηνιαία βάση, εγγράφως ή ηλεκτρονικά,  τουλάχιστον βάσει στοιχείων ταυτοποίησης λήπτη ασφάλισης και αριθμού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αναλυτική κατάσταση προμηθειών προς τους δικαιούχους του άρ. 4 παρ. 4 ν. 1569/85.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Άρθρο 8
Αρχείο Δικτύου Πρόσκτησης
1.    Κάθε Εταιρεία τηρεί ειδικό Αρχείο Δικτύου Πρόσκτησης. Στο αρχείο αυτό τηρούνται, κατ’ ελάχιστον, οι συμβάσεις με όλους τους Συνεργάτες Πρόσκτησης, καθώς και όλα τα έγγραφα και στοιχεία για τις περιπτώσεις λήξης της συνεργασίας τους με την Εταιρεία. 
2.    Στην περίπτωση που στη διαδικασία πρόσκτησης ασφαλιστικών εργασιών της Εταιρείας εμπλέκονται έμμεσοι συνεργάτες, που αποτελούν είτε υπαλλήλους είτε συνεργάτες των αμέσων συνεργατών, το σχετικό αρχείο μπορεί, κατόπιν σχετικής σύμβασης εξωτερικής ανάθεσης, να τηρείται από τον άμεσο συνεργάτη. 
3.    Το Αρχείο Δικτύου Πρόσκτησης τηρείται από την έναρξη της συνεργασίας και τουλάχιστον μέχρι και πέντε χρόνια από την, με οποιοδήποτε τρόπο, λήξη αυτής.
4.    Η έναρξη και λήξη σύμβασης ή/και συνεργασίας καταχωρείται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών στο Αρχείο Δικτύου Πρόσκτησης.

Άρθρο 8α
Αναφορά Παραγωγής Ασφαλίστρων και αναλογουσών προμηθειών

1.    Βάσει των στοιχείων του άρ. 6 παρ. 3 της παρούσας, η Εταιρεία συντάσσει αναφορά στο τέλος κάθε τριμήνου και την υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός δέκα πέντε (15) ημερών από το τέλος του τριμήνου.  Η περίοδος αναφοράς καλύπτει κάθε φορά την οικονομική χρήση από την έναρξή της μέχρι και την ημερομηνία κλεισίματος του εκάστοτε τρίμηνου.
2.    Στην αναφορά της προηγούμενης παραγράφου, η Εταιρεία παραθέτει ξεχωριστά και κατά συγκρίσιμο τρόπο τα αντίστοιχα προϋπολογισμένα στοιχεία του Ετήσιου Προγράμματος Παραγωγής Ασφαλίστρων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV
ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
Άρθρο 9
Κανόνες Προσυμβατικής Δεοντολογίας
1.    Οι Εταιρείες διαθέτουν σε όλους τους συνεργάτες του Δικτύου Πρόσκτησης το απαραίτητο ενημερωτικό υλικό για την προβλεπόμενη στη νομοθεσία προσυμβατική ενημέρωση του ασφαλισμένου και του λήπτη της ασφάλισης σχετικά με την Εταιρεία και τα προϊόντα της, τόσο πριν από την σύναψη της σύμβασης, όσο και κατά την διάρκειά αυτής.
2.    Οι Εταιρείες αναπτύσσουν διαδικασίες και βεβαιώνονται ότι το κατάλληλο υλικό παρεδόθη έγκαιρα στον ασφαλισμένο και τον λήπτη της ασφάλισης.  Για το σκοπό αυτό ζητούν από τους συνεργάτες τους να λαμβάνουν την υπογραφή τους σε σχετικό έντυπο ενημέρωσης, καταχωρούν δε αντίγραφο του εγγράφου αυτού σε ειδικό ηλεκτρονικό αρχείο.
3.    Πριν την παράδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οι Εταιρείες ελέγχουν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά του ασφαλισμένου και του λήπτη της ασφάλισης που προσήκουν στη συγκεκριμένη σύμβαση ασφάλισης, όπως ενδεικτικά τα ερωτηματολόγια του άρ. 3 παρ. 1 Ν. 2496/97, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που είναι αναγκαίο και επιτρέπει την ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών του λήπτη ασφάλισης και του ασφαλισμένου και την ορθή εκτίμηση του αναλαμβανόμενου από εκείνες κινδύνου.
4. Κάθε έντυπο ή έγγραφο που αποδεικνύει την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης των Εταιρειών από ή προς τον ασφαλισμένο ή το λήπτη της ασφάλισης ή τρίτο δικαιούχο αποζημίωσης, φέρει συγκεκριμένη μοναδική αρίθμηση.  Κατ’ ελάχιστον φέρουν αρίθμηση οι αιτήσεις ασφάλισης και έκδοσης πρόσθετων πράξεων όλων των κλάδων, οι αιτήσεις εξαγοράς, οι αποδείξεις είσπραξης Ασφαλίστρου, οι αποδείξεις καταβολής αποζημίωσης.  Η Εταιρεία τηρεί ειδικό ηλεκτρονικό αρχείο για την παρακολούθηση της παράδοσης των αριθμημένων εντύπων σε λήπτη ασφάλισης ή συνεργάτη ή τρίτο και επιστροφής αυτών από τον λήπτη ασφάλισης ή συνεργάτη ή τρίτο στην εταιρεία, που επιτρέπει στην εταιρεία να γνωρίζει και να αποδεικνύει, ανά πάσα στιγμή, ποιο έντυπο και πότε παραδόθηκε από και προς συγκεκριμένο λήπτη ασφάλισης, συνεργάτη ή τρίτο.

Άρθρο 10
Λοιποί Κανόνες Δεοντολογίας
1.  Η Εταιρεία παρέχει στον ασφαλισμένο, τον λήπτη της ασφάλισης και τον δικαιούχο αποζημίωσης, εντός δέκα (10) ημερών από την αίτησή του, αντίγραφα από το ηλεκτρονικό αρχείο της παρ. 4 του άρθρου 10 της παρούσας απόφασης που τηρεί, ξεχωριστά ανά ασφαλισμένο ή/και λήπτη ασφάλισης, με το ακόλουθο περιεχόμενο:
α. Πλήρη σειρά όλων των συμβολαίων που αφορούν κάθε ασφαλισμένο ή/και λήπτη ασφάλισης, καθώς και κάθε ανανέωσης, τροποποίησης, διακοπής, επαναφοράς ή/και εξαγοράς συμβολαίων και των συναφών αιτήσεων του ασφαλισμένου ή/και λήπτη της ασφάλισης, καθώς και όλων των εκδοθεισών πρόσθετων πράξεων. Από τα τηρούμενα έγγραφα και ιδίως τα συμβόλαια προκύπτει η ακριβής ημερομηνία και ώρα από την οποία ξεκινάει και στην οποία λήγει η ασφαλιστική κάλυψη.
β. Όλα τα ενυπόγραφα αποδεικτικά έγγραφα για την παραλαβή από τον ασφαλισμένο ή/και τον λήπτη της ασφάλισης των ενημερωτικών εγγράφων ή εντύπων που υποχρεούται να του παραδίδει η εταιρεία σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
γ. Με την επιφύλαξη όσων ειδικότερων ορίζονται στην Απόφαση ΕΠΑΘ 3/5/26-01-2012, οιαδήποτε αίτηση για καταβολή αποζημίωσης, εξαγοράς και εν γένει αίτημα αποζημίωσης ασφαλισμένου, λήπτη ασφάλισης ή τρίτου δικαιούχου αποζημίωσης, και όλα τα σχετικά με το διακανονισμό και την καταβολή της αποζημίωσης έγγραφα.
2.  Για τους σκοπούς της παρούσας, οι εταιρείες τηρούν το ηλεκτρονικό Αρχείο της προηγούμενης παραγράφου για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την ημερομηνία λήξης της ασφάλισης ή πλήρους διακανονισμού αξίωσης για αποζημίωση ή καταβολής της παροχής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11
1. Η παρούσα απόφαση να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η παρούσα απόφαση ισχύει από την 01-10-2013, πλην των διατάξεων των άρθρων 4β και 8α, που ισχύουν από 31-12-2013. 
3. Από τις διατάξεις του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
        

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
ΠΟΥ ΑΣΚΟΥΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1
Πεδίο Εφαρμογής
Η παρούσα Πράξη εφαρμόζεται στο σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων που ασκούν δραστηριότητες ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης του άρ. 2 π.δ. 190/06, όπως ισχύει, που δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια ανεξάρτητα από τη χώρα καταγωγής ή εγκατάστασής τους, υπό την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρ. 11 π.δ. 190/06.  Όπου απαιτείται, γίνεται ειδικότερη αναφορά στο ν. 1569/86. 

Άρθρο 2
Σκοπός
1. Σκοπός της παρούσας Πράξης είναι ο καθορισμός του πλαισίου αρχών και κανόνων για τη χρηστή άσκηση της δραστηριότητας ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης καθώς και την χρηστή συνεργασία των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών με τους λήπτες της ασφάλισης, τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους ασφαλιστικών παροχών και αποζημιώσεων,  καθώς και με τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή με τις άλλες επιχειρήσεις ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης. 
Ειδικότερα, σκοπός είναι η εισαγωγή προτύπων για τη συμπεριφορά και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και την θέσπιση κανόνων που διέπουν τη δραστηριότητά τους, εντός του πλαισίου της ισχύουσας νομοθεσίας και των κανονιστικών πράξεων, κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται ότι:
α)  δρουν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια προς τους λήπτες της ασφάλισης, τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους ασφαλιστικών παροχών και αποζημιώσεων καθώς και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή τις άλλες επιχειρήσεις ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης με τις οποίες συμβάλλονται και συνεργάζονται,
β) παρέχουν τις υπηρεσίες προς όλους τους λήπτες της ασφάλισης, τους ασφαλισμένους και τους δικαιούχους ασφαλιστικών παροχών και αποζημιώσεων με καλή πίστη, αντικειμενικότητα και αμεροληψία,
γ) υιοθετούν και χρησιμοποιούν μηχανισμούς ορθής πληροφόρησης, υψηλής ποιότητας εξυπηρέτησης,
δ) δεν ολιγωρούν στην αντιμετώπιση των παραπόνων ή των διαφορών που ενδεχομένως προκύπτουν κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους,
ε) διαφυλάσσουν τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, και
στ) εντοπίζουν και αντιμετωπίζουν το λειτουργικό κίνδυνο των ίδιων των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών αλλά και των συνεργαζόμενων με αυτούς ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή και επιχειρήσεων ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

Άρθρο 3
Ορισμοί
1.    Ως «ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές» νοούνται τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του άρ. 2 π.δ. 190/06.  Με τον όρο αυτό νοείται εφεξής τόσο το φυσικό, όσο και το νομικό πρόσωπο, εκτός αν η διάκριση προκύπτει ρητά από το γράμμα της διάταξης.
2.    Ως «ασφαλιστική διαμεσολάβηση» νοείται η δραστηριότητα που προβλέπεται στο άρθρο 2 π.δ. 190/06.
3.    Ως «δίκτυο πρόσκτησης εργασιών» νοείται το σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων, με τους οποίους συμβάλλεται και συνεργάζεται η εταιρεία για την προώθηση και πρόσκτηση των ασφαλίσεών της.
4.     Ως «δίκτυο είσπραξης» νοείται το σύνολο των φυσικών και νομικών προσώπων, με τους οποίους συμβάλλεται και συνεργάζεται η εταιρεία για την είσπραξη του οφειλόμενου από τον πελάτη ασφαλίστρου.
5.    Ως «καλυπτόμενα πρόσωπα» νοούνται τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί ή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί πράξεις διαχείρισης, διοίκησης, εκπροσώπησης ή ελέγχου στην επιχείρηση ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, ή που είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή του επιχειρηματικού στρατηγικού σχεδίου ή των εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας που εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών.
6.    Ως «συνεργάτης» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εντάσσεται στα δίκτυα πρόσκτησης εργασιών ή είσπραξης της ασφαλιστικής επιχείρησης, με συμβατική σχέση, είτε απευθείας με την ασφαλιστική επιχείρηση (άμεσος συνεργάτης), είτε με άλλον άμεσο συνεργάτη (έμμεσος συνεργάτης).
7.    Ως «ασφάλιση» νοείται η άσκηση των κλάδων του άρθρο 13 Ν.Δ. 400/70, όπως ισχύει.
8.    Ως «αντασφάλιση» νοείται η δραστηριότητα του άρθρου 80 παρ.1 του ΝΔ 400/70, όπως ισχύει
9.    Ως «υπηρεσίες» νοούνται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 2 π.δ. 190/06.
10.    Ως «συνδεδεμένα πρόσωπα» νοούνται τα καλυπτόμενα πρόσωπα και οι συνεργάτες του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, ως και ο/η σύζυγος ή σύντροφος των προσώπων αυτών, τα τέκνα τους καθώς και κάθε συγγενείς τους, που κατά την ημερομηνία μίας συγκεκριμένης πράξης ήταν οικονομικά εξαρτημένοι από αυτούς. Ως συνδεδεμένα πρόσωπα νοούνται επίσης οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις, που συνδέονται με τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή σύμφωνα με το άρθρο 42ε παρ. 5 ΚΝ 2190/1920, όπως ισχύει, τα μέλη της διοίκησης και οι συνεργάτες των επιχειρήσεων αυτών, ως και οι σύζυγοι, τα τέκνα και οι οικονομικά εξαρτημένοι συγγενείς τους.     
11.    Ως «πελάτης» νοείται ο λήπτης της ασφάλισης, ο ασφαλισμένος και ο δικαιούχος ασφαλιστικής παροχής και αποζημίωσης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ως και οιοδήποτε πρόσωπο γίνεται αποδέκτης της καθ’ οιονδήποτε τρόπο προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων.
12.    Ως «σύγκρουση συμφερόντων» νοείται ενδεικτικά μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες καταστάσεις:
α)  ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή το συνδεδεμένο πρόσωπο είναι πιθανό να αποκομίσει οικονομικό όφελος ή να αποφύγει οικονομική ζημία, σε βάρος του πελάτη,
β) ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή το συνδεδεμένο πρόσωπο έχει, ως προς τη σύναψη ή την έκβαση της ασφάλισης, συμφέρον αντικρουόμενο προς το συμφέρον του πελάτη,
γ) ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή το συνδεδεμένο πρόσωπο, έχει οικονομικό ή άλλο κίνητρο να ευνοήσει τα συμφέροντα άλλου πελάτη σε βάρος συμφερόντων πελάτη, και
δ) ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ή το συνδεδεμένο πρόσωπο λαμβάνει ή θα λάβει από πρόσωπο διαφορετικό από τον πελάτη αντιπαροχή σχετιζόμενη με ασφάλιση που παρέχεται στον πελάτη, υπό μορφή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών, πέραν της συνήθους προμήθειας ή αμοιβής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

Άρθρο 4
Γενικές Αρχές και Κανόνες Συμπεριφοράς
1.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του:
α) δρα με εντιμότητα, νόμιμα και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια προς τους πελάτες, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις εποπτικές αρχές και όσους σχετίζονται με την ιδιωτική ασφάλιση,
β) παρέχει τις υπηρεσίες προς τους πελάτες του με πίστη, αντικειμενικότητα και αμεροληψία,
γ) δημιουργεί, υιοθετεί και χρησιμοποιεί μηχανισμούς ορθής πληροφόρησης, υψηλής ποιότητας εξυπηρέτησης,
δ)  δρα αμελλητί στις τυχόν εναντίον του αιτιάσεις των πελατών,
ε)  υιοθετεί αποτελεσματικά μέτρα διαχείρισης σύγκρουσης συμφερόντων, 
στ) διαφυλάσσει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, και
ζ) οργανώνει κατάλληλα τις πληροφορίες και τα στοιχεία που χρησιμοποιεί και τα οποία οφείλει να τηρεί προκειμένου για την άσκηση της δραστηριότητάς της διαμεσολάβησης.
2.    Δεν επιτρέπεται  στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή να περιορίζει συμβατικά τις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από την παρούσα Πράξη.

3.    Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα, η τήρηση του συνόλου των διατάξεων της παρούσας Πράξης αποτελεί ευθύνη κάθε μέλους διοίκησης του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή ξεχωριστά, καθώς και των τυχόν συνδεδεμένων με αυτά προσώπων. 

4.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής τηρεί τις υποχρεώσεις της παρούσας Πράξης όχι μόνον προσυμβατικά, αλλά σε κάθε ευκαιρία επικοινωνίας με τον πελάτη, είτε κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης είτε κατά τη λήξη της, και οπωσδήποτε ενόψει οποιασδήποτε αλλαγής επιμέρους όρων ή αλλαγής ασφαλιστικού προϊόντος ή αλλαγής ασφαλιστικής επιχείρησης.

5.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής προωθεί μόνο προϊόντα ασφαλιστικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται  νόμιμα στην Ελλάδα.

6.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής συνεργάζεται μόνο με άλλους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές που είναι εγγεγραμμένοι σε μητρώο της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ, οποιασδήποτε χώρας της ΕΕ και της ΕΟΧ.

7.    Απαγορεύεται η πώληση ασφαλιστικών προϊόντων που συνδέονται με επενδύσεις (unit linked) από διαμεσολαβητή που δεν κατέχει την ειδική προς τούτο πιστοποίηση που προβλέπεται από την ΠΔ/ΤΕ 2647/2011.

8.    Οι πάσης φύσεως προσωπικές πληροφορίες, τα ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και τα οικονομικά και περιουσιακά στοιχεία του πελάτη που περιέρχονται σε γνώση και σε κατοχή του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή και των υπαλλήλων και των συνδεδεμένων προσώπων, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες παρασχέθηκαν, με την επιφύλαξη εκπλήρωσης νόμιμης υποχρέωσης βάσει ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης, όπως για παράδειγμα της νομοθεσίας για την αποφυγή νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

9.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα χωρίς να θίγει την τιμή και την υπόληψη των συναδέλφων του ή να προκαλεί αμφιβολίες για την επαγγελματική τους ικανότητα, ή αξιοπιστία.  Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ τους, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές εξαντλούν όλα τα περιθώρια συμβιβασμού είτε απευθείας, είτε μέσω των επαγγελματικών τους ενώσεων.

10.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής αποφεύγει κάθε πράξη που θα έθετε σε αμφισβήτηση την αξιοπιστία του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης και επιδιώκει την προβολή και την εμπέδωση της πολλαπλής σημασίας του θεσμού στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου.

Άρθρο 5
Πρότυπα Προσυμβατικής Ενημέρωσης

1.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής διασφαλίζει ότι η πληροφόρηση που λαμβάνει ο πελάτης στο πλαίσιο της παρεχόμενης σε αυτόν υπηρεσίας ασφαλιστικής διαμεσολάβησης:
α. είναι έγκαιρη, πλήρης, ορθή, επαρκής και κατάλληλη,
β. αν παρέχεται από υπάλληλο ή άλλο συνεργάτη, αυτός είναι κατάλληλα καταρτισμένος και διαθέτει κάθε προβλεπόμενη στο νόμο προς τούτο πιστοποίηση, και
γ. λαμβάνει υπόψη τις ειδικότερες επενδυτικές επιλογές και ασφαλιστικές ανάγκες του πελάτη, τις οικονομικές του δυνατότητες και την ικανότητα κατανόησης των ειδικότερων όρων και κινδύνων του εκάστοτε προτεινόμενου ασφαλιστικού προϊόντος.
2.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να ικανοποιεί την υποχρέωση ενημέρωσης του άρθρου 11 π.δ. 190/06.  Επιπρόσθετα όσων αναφέρονται στο άρ. 11 του π.δ. 190/06, και με τα μέσα του άρ. 12 του π.δ. 190/06, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ενημερώνει τον πελάτη αν η πιστοποίηση γνώσεων που κατέχει, του επιτρέπει την διανομή ασφαλιστικών προϊόντων με επενδυτικά χαρακτηριστικά. 
3.    Για την υλοποίηση των υποχρεώσεων της προηγούμενης παραγράφου, ο διαμεσολαβητής εκπονεί συγκεκριμένα ενημερωτικά έντυπα για τον πελάτη, διαφορετικά από τυχόν διαφημιστικά ή ενημερωτικά έντυπα των επιχειρήσεων, ήτοι ξεχωριστά σαν σώμα, διαφορετικού χρώματος και με την επωνυμία ή/και τον διακριτικό τίτλο ή/και το εμπορικό σήμα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή.  Τα έντυπα του προηγούμενου εδαφίου φέρουν με μεγάλα σκούρα γράμματα τον τίτλο ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΕΚ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΣΑΣ. 
4.    Πριν τη σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ζητά και καταγράφει σε ξεχωριστό ΕΝΤΥΠΟ ΑΝΑΓΚΩΝ ΠΕΛΑΤΗ αναλυτικές πληροφορίες από τον πελάτη για να διευκρινίσει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του, μεταξύ των οποίων και τις τυχόν επενδυτικές, καθώς και την πρόθεσή του για την ανάληψη επενδυτικού κινδύνου. Το έντυπο αυτό περιέχει ερωτήσεις προσαρμοσμένες στον κλάδο και την πολυπλοκότητα του διανεμομένου κάθε φορά προϊόντος.  Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής συγκεντρώνει ιδίως πληροφορίες που τον βοηθούν να εκτιμήσει την ικανότητα του πελάτη να αντιληφθεί τους όρους και τους κινδύνους του υπό διαπραγμάτευση ασφαλιστικού συμβολαίου, ώστε, με γνώμονα την εξυπηρέτηση των αναγκών του πελάτη, να τον συμβουλεύσει αναλόγως.
5.    Βάσει των πληροφοριών που παρέσχε εγγράφως ο πελάτης, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής προτείνει το προϊόν που ανταποκρίνεται πληρέστερα στις ανάγκες και στο συμφέρον του πελάτη και του διευκρινίζει τους λόγους στους οποίους στηρίζει την πρόταση και τις συμβουλές του σχετικά με συγκεκριμένο ασφαλιστικό προϊόν.  Οι διευκρινίσεις αυτές διαφοροποιούνται ανάλογα με το σύνθετο χαρακτήρα της προτεινόμενης ασφαλιστικής σύμβασης.
6.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δεν προτρέπει τον πελάτη στην εξαγορά ή την καταγγελία ασφαλιστικής σύμβασης για λόγους που δε συναρτώνται με τα συμφέροντα και τις ανάγκες του πελάτη.
7.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής εφαρμόζει αμελλητί τις οδηγίες και εντολές των επιχειρήσεων για την περιγραφή και την επεξήγηση του ασφαλιστικού προϊόντος στον πελάτη και αξιοποιεί όλο το έντυπο υλικό που του παρέχουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, λαμβάνοντας σχετική γραπτή απόδειξη από τον πελάτη, την οποία πρωτότυπα παραδίδει στην ασφαλιστική επιχείρηση.

8.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής:
α. ερευνά και αναλύει τις ασφαλιστικές ανάγκες των πελατών του και προτείνει σε αυτούς τις κατάλληλες ασφαλιστικές συμβάσεις λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικότερες επενδυτικές επιλογές και ασφαλιστικές ανάγκες του πελάτη, τις οικονομικές του δυνατότητες και την ικανότητα κατανόησης των ειδικότερων όρων και κινδύνων του εκάστοτε προτεινόμενου ασφαλιστικού προϊόντος,
β. επεξηγεί τους όρους των ασφαλιστικών συμβάσεων που προτείνει, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πελατών και διασφαλίζει ότι η πληροφόρηση που λαμβάνει ο πελάτης είναι έγκαιρη, πλήρης, ορθή, επαρκής και κατάλληλη,
γ.  επισημαίνει στον πελάτη τις συνέπειες της πρόωρης διακοπής ή ακύρωσης ή εξαγοράς του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του καθώς και κάθε εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, αλλά και για τις συνέπειες της μη έγκαιρης καταβολής των ασφαλίστρων,
δ. ενημερώνει τον πελάτη για τα δικαιώματα εναντίωσης, υπαναχώρησης και καταγγελίας, του συμβολαίου του, και του χορηγεί τα σχετικά έντυπα με απόδειξη παραλαβής, και
ε. καθοδηγεί τον πελάτη στην πρόληψη ατυχημάτων και κινδύνων και στον περιορισμό της έκτασης των ζημιών του από τον επελθόντα κίνδυνο και του παρέχει κάθε συνδρομή σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, συνεργαζόμενος με την υπόχρεη ασφαλιστική επιχείρηση και τους ορισθέντες πραγματογνώμονες.
9.    Οποιαδήποτε αλλαγή είτε επιμέρους κάλυψης, είτε ασφαλιστικού προγράμματος της ίδιας ασφαλιστικής επιχείρησης, είτε αλλαγής της ασφαλιστικής εταιρείας, προϋποθέτει τη γραπτή συναίνεση του πελάτη προς το σκοπό αυτό, που δίδεται με υπεύθυνη δήλωση. Το πρωτότυπο αυτής τηρεί ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής στο αρχείο του άρθρου 8 του παρόντος και το αντίγραφο παραδίδεται στον πελάτη, μαζί με το/α έγγραφο/α του άρθρου 12 π.δ. 190/06 και των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.
10.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής δεν χρησιμοποιεί μεθόδους αθέμιτου ανταγωνισμού, αθέμιτες ή παραπλανητικές πράξεις και πρακτικές, όπως είναι ιδίως:
α. η παραπλανητική παρουσίαση ασφαλιστηρίου συμβολαίου ως προς το ισχύον τιμολόγιο της Εταιρείας και τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης,
β. η υπόσχεση στον πελάτη καλύψεων που δεν περιλαμβάνονται στο ασφαλιστικό προϊόν που προωθεί ή η απόκρυψη κινδύνων που φέρει ο πελάτης, και
γ. οι ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις που γίνονται ενσυνείδητα και αφορούν την οικονομική κατάσταση συναδέλφων τους ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
11.    Απαγορεύεται να αναδέχεται ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφειλές από ασφάλιστρα του πελάτη προς μία ή περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή και επιχειρήσεις ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ

Άρθρο 6
Οργάνωση παρεχόμενης πληροφορίας και στοιχείων συναλλαγής

1.    Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της ειδικής κατηγορίας, για την οποία διατηρεί εγγραφή στο μητρώο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου, αλλά και το εύρος και την πολυπλοκότητα των συμβάσεων για τις οποίες διαμεσολαβεί, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής διαθέτει κατάλληλη για τον όγκο και τη μορφή των δραστηριοτήτων του λογιστική και μηχανογραφική οργάνωση, που είναι επαρκώς στελεχωμένη.
2.    Η υποχρέωση της προηγούμενης παραγράφου εξειδικεύεται στις ακόλουθες ενέργειες:
α) αρχειοθετεί και διαθέτει τις καταστάσεις παρακολούθησης της είσπραξης ασφαλίστρου που του αποστέλλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα αποδεικτικά για την εξόφληση των υπολοίπων που προκύπτουν από αυτές,
β) έχει προς διάθεση όλα τα ενημερωτικά προς τους πελάτες έντυπα των συνεργαζόμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων, και
γ) φυλάσσει τα έντυπα ή έγγραφα των συνεργαζόμενων ασφαλιστικών επιχειρήσεων και τα χρησιμοποιεί για το σκοπό για τον οποίο προορίζονται.

Άρθρο 7
Λοιπά Πρότυπα Οργάνωσης

1.    Στην περίπτωση που ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής είναι μεσίτης ασφαλίσεων κατά την έννοια του άρθρου 15Α ν. 1569/85, θεσπίζει με γραπτή απόφαση της διοίκησης Εμπορική Πολιτική, με την οποία κατ’ ελάχιστο θα περιφρουρείται η αυτονομία του από λοιπά συμφέροντα, είτε ασφαλιστικών επιχειρήσεων είτε συνδεδεμένων προσώπων.  Η απόφαση αυτή είναι διαθέσιμη στην Τράπεζα της Ελλάδος μόλις ζητηθεί.
2.    Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής μεριμνά ώστε οι υπάλληλοί του και οι συνεργάτες του, που συμμετέχουν άμεσα στις εργασίες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, να παρακολουθούν τακτικά σεμινάρια συναφή με το αντικείμενο και τουλάχιστον τα υποχρεωτικά προγράμματα επανεκπαίδευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV
ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Άρθρο 8
Ελάχιστο περιεχόμενο των συμβάσεων ασφαλιστικής διαμεσολάβησης

1. Οι συμβάσεις έργου μεταξύ των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών είναι γραπτές, περιλαμβάνουν δε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών, και τουλάχιστον:
α. τον αριθμό μητρώου του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στο αρμόδιο Επαγγελματικό Επιμελητήριο, την έδρα και τον αριθμό φορολογικού του μητρώου,
β. σε περίπτωση απασχόλησης συνεργατών από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή, τα ακριβή στοιχεία τους, ήτοι στοιχεία ταυτοποίησης και επικοινωνίας, αριθμό μητρώου εγγραφής τους στο αρμόδιο Επαγγελματικό Επιμελητήριο, αριθμό φορολογικού μητρώου και αρμόδια Δ.Ο.Υ.  Η απασχόληση συνεργατών από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή  τελεί πάντοτε σε γνώση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
γ. τα ποσοστά των προμηθειών ξεχωριστά ανά κλάδο ασφάλισης και ανά ασφαλιστική κάλυψη, τυχόν καταβαλλόμενα έξοδα και κάθε χρηματική ή άλλη αμοιβή και επίδομα, και την υλικοτεχνική υποδομή που παρέχει η αντισυμβαλλόμενη ασφαλιστική επιχείρηση βάσει της σχετικής πολιτικής που εφαρμόζει,
δ. τον Κανονισμό Πωλήσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης, τον οποίο ρητά συμφωνεί να εφαρμόζει ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής,
ε.  την τυχόν εξουσιοδότηση και εντολή για είσπραξη ασφαλίστρων από τον πελάτη για λογαριασμό της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης, μαζί με το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσό ασφαλίστρου προς είσπραξη και τις προϋποθέσεις αναθεώρησής του, και ρητή αναφορά στην προθεσμία του άρ. 33 παρ. 2 ν.δ/τος 400/70, 
στ.  την υποχρέωση του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή να παρέχει στην αντισυμβαλλόμενή του ασφαλιστική επιχείρηση κάθε αναγκαίο στοιχείο για τη σε βάθος και δίκαιη εξέταση τυχόν αιτίασης του πελάτη που θα υποβληθεί σε βάρος του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, στο πλαίσιο όσων προβλέπονται στην Απόφαση Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος υπ’ αρ. 3/2013,
ζ. τα ελάχιστα κριτήρια για την αξιολόγηση της καταλληλότητας συνεργασίας του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή με την συμβαλλόμενη ασφαλιστική επιχείρηση, κατά τα πρότυπα και τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της συμβαλλόμενης ασφαλιστικής επιχείρησης, και
η. την υποχρέωση του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, σε περίπτωση λύσης της σύμβασης συνεργασίας με την ασφαλιστική επιχείρηση, να της επιστρέψει εντός δεκαπέντε ημερών ό,τι του είχε παραδώσει στο πλαίσιο της μεταξύ τους σύμβασης ως υποστηρικτικό – βοηθητικό εξοπλισμό, όπως ενδεικτικά όλο το έντυπο, ενημερωτικό και διαφημιστικό υλικό, τα τιμολόγια, τις επιγραφές, τις αποδείξεις, τα συμβόλαια και τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό.  Υπογράφεται ξεχωριστά απόδειξη παράδοσης και παραλαβής.
2.  Ειδικά οι συμβάσεις πρακτόρευσης και οι γνωστοποιήσεις για την τυχόν λύση αυτών αποστέλλονται με ηλεκτρονικά μέσα στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο του άρ. 4 Ν. 1569/85, σε ψηφιοποιημένη και προσβάσιμη μορφή, όπως ενδεικτικά σε μορφή pdf ή άλλη, καθώς και στην διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της αρμόδιας Διεύθυνσης της Τράπεζας της Ελλάδος.

Άρθρο 9
Είσπραξη Ασφαλίστρων

1.    Στην περίπτωση που στη σύμβαση ασφαλιστικής διαμεσολάβησης παρέχεται εξουσιοδότηση και δίδεται εντολή για είσπραξη ασφαλίστρων από τον πελάτη για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής κατά την είσπραξη του ασφαλίστρου παραδίδει στον πελάτη:
Α. είτε τη νόμιμη απόδειξη της Εταιρείας,
Β. είτε απλή αθεώρητη και ενυπόγραφη απόδειξη, η οποία περιλαμβάνει ημερομηνία, τα πλήρη φορολογικά και επαγγελματικά στοιχεία του ιδίου, την επωνυμία της ασφαλιστικής επιχείρησης, για λογαριασμό της οποίας εισπράττει το ασφάλιστρο, τα πλήρη στοιχεία εξατομίκευσης του πελάτη, το καταβληθέν ασφάλιστρο καθώς και σύντομη περιγραφή του συμβολαίου ή της κάλυψης για την οποία καταβλήθηκε το ασφάλιστρο. 

2.    Εάν ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής έχει λάβει από την επιχείρηση με την οποία συνεργάζεται εντολή είσπραξης ασφαλίστρων από τους πελάτες, τα αποδίδει στην επιχείρηση στην προθεσμία του άρθρου 33 παρ. 2 ν.δ/τος 400/70

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Άρθρο 10
Κυρώσεις
Για κάθε παράβαση της παρούσας, η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή πρόστιμο σύμφωνα με το Καταστατικό της Τράπεζας της Ελλάδος και με τις διατάξεις του άρθρου 10 π.δ. 190/06 και του άρθρου 120 ν.δ. 400/70, όπως εκάστοτε ισχύουν.  Σε περίπτωση παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος κατ’ επανάληψη, δύναται να ανακαλείται οριστικά η άδεια άσκησης του επαγγέλματός του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11
Μεταβατικές και Τελικές Διατάξεις
1.    Η παρούσα απόφαση να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύει από 01-10-2013.
2.    Από τις διατάξεις του παρόντος δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
3.    Από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, καταργείται το π.δ. 298/86.  Εφεξής, οπουδήποτε γίνεται αναφορά ή παραπομπή στα άρθρα 10 ή 12 του π.δ.  298/86, νοείται το άρθρο 11 της παρούσας.