Η διάκριση των ελληνικών εταιρειών και η σοβαρότητα της αγοράς

Κανείς δεν τις διαχωρίζει, αλλά όμως κανείς δεν πιστεύει πως οι ασφαλιστικές εταιρείες που φέρουν ελληνική ταυτότητα δεν έχουν κάποιες, έστω και μικρές, διαφορές από τις άλλες…

Και αυτό δεν είναι μεμπτό, καθώς οποιαδήποτε εταιρεία σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου διαφέρει από τις άλλες σε δομή, οργάνωση, λειτουργία και πολλές άλλες παραμέτρους που συνθέτουν την εταιρική οντότητα. Μεμπτό όμως είναι όταν η διαφορά της «ελληνικότητας» να αποτελεί ή καλύτερα να χρησιμοποιείται ως μειονεκτικό χαρακτηριστικό ή ως χαρακτηριστικό «επικινδυνότητας» ή ως αιτία μειωμένης επάρκειας.

Διότι κάπως έτσι εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια και χρησιμοποιήθηκε το γνώρισμα τού να είσαι ελληνική εταιρεία, δηλαδή παράγωγο του τόπου, όπως είναι όλες οι εταιρείες που δημιουργούν, συντηρούν και αναπτύσσουν οι Έλληνες, αυτοί οι πρωταγωνιστές που φέρουν εθνική ταυτότητα.

Χρόνια τώρα, ο προβληματισμός, οι αναφορές, η ενασχόληση με τη συγκεκριμένη κατηγορία ασφαλιστικών εταιρειών, αποτελεί στοιχείο της επικαιρότητας. Άλλοτε με θετικά και άλλοτε με αρνητικά σχόλια.

Δεν χρειάζεται να σταθούμε στα σχόλια. Στεκόμαστε στις αναφορές – περί ελληνικών εταιρειών – οι οποίες από μόνες τους αποτελούν ένδειξη ότι υφίσταται διάκριση, focus, διαχωρισμός, διαφοροποίηση της συγκεκριμένης κατηγορίας εταιρειών. Κάποτε μπορεί η εστίαση να μην ήταν άμοιρη αυτών των προβληματικών καταστάσεων του παρελθόντος, οι οποίες όμως «έκλεισαν», τέλειωσαν, βγήκαν από το «κάδρο».

Σήμερα παρέμειναν αυτές οι εταιρείες που η εποπτική αρχή τις παρακολουθεί, τις ελέγχει, τις καθοδηγεί όπως το ίδιο πράττει και με τις άλλες εταιρείες αλλοδαπής καταγωγής. Και αυτές λειτουργούν, αναπτύσσονται, δημιουργούν προϊόντα, έχουν πελάτες, πληρώνουν αποζημιώσεις.

 Όποιες διαφορές υπάρχουν μεταξύ των εταιρειών συναρτώνται με τους κλάδους που δραστηριοποιούνται, με τις συνεργασίες τους, με τα προϊόντα που σχεδιάζουν και άλλα σχετικά. 

Καμία όμως διαφορά δεν αφορά την ασφαλιστική πράξη ούτε αυτή σχετίζεται με την προέλευση, τη χώρα καταγωγής της εταιρείας. Και εδώ είναι το σημαντικό: παρατηρείται συχνά να χρησιμοποιείται η διαφορά εθνικότητας ως «όπλο» στην πώληση προϊόντων. Λένε δηλαδή κάποιοι: το προϊόν αυτό έχει την εγγύηση ενός παγκόσμιου παίκτη. Αντίθετα κανείς δεν αναφέρει ότι το προϊόν αυτό είναι ελληνικού παίκτη. 

Σίγουρα αυτό είναι μια διαφορά, ότι δηλαδή στην Ελλάδα δεν μπορεί να υποστηρίξει ο Έλληνας πως πουλάει ελληνικό προϊόν. Και αυτό καλλιεργήθηκε. Θέτουν λοιπόν κάποιοι θέμα αξιοπιστίας, αγνοώντας ότι δεν μιλάμε για ένα τυποποιημένο βιομηχανικό ή του πρωτογενούς τομέα προϊόν. 

Στην ασφαλιστική αγορά, αναφερόμαστε σε χρηματοπιστωτική αγορά, η οποία δίνει εγγυήσεις, έχει τεχνικά επιτόκια, έχει αναλογιστικές προσεγγίσεις, τα πράγματα δεν είναι απλά ούτε οι τυχόν αναφορές είναι συναισθηματικές. Οι ελληνικές εταιρείες είναι ασφαλιστικές, η καθεμιά με το μέγεθός της, και παρέχουν προϊόντα και υπηρεσίες που ελέγχονται – επαναλαμβάνουμε – όπως όλες οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά. 

Πληρώνουν αποζημιώσεις, έχουν πελάτες, αναπτύσσονται, κάνουν σχέδια, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Όλα αυτά συνιστούν επιχειρηματικές εξελίξεις και ενδεχομένως να είναι και στοιχεία αξιομνημόνευτα. 

Ωστόσο, η μοναδική αναφορά είναι η ελληνικότητα των εταιρειών που συνιστά, όπως είπαμε, από μόνη της μια «ογκώδη» διαφορά. 

Φυσικά κανείς δεν θα είχε να πει κουβέντα στην περίπτωση που αυτό – η ελληνικότητα – αποτελούσε στοιχείο διάκρισής τους, ενίσχυσής τους, προβολής τους. Οι κουβέντες γίνονται στη βάση της απομείωσης της δυναμικότητάς τους, της ικανότητάς τους να αναπτυχθούν, της επιχειρηματικής οντότητας που λειτουργεί, προσπαθεί, αναπτύσσεται. 

Ο καιρός πέρασε και πρέπει να σταματήσει και αυτό, ως δείγμα σοβαρότητας της αγοράς.