Υποχρεωτική η προσαρμογή στα νέα δεδομένα

Είναι βέβαιο, ότι η ελληνική οικονομία του 2013 και των επόμενων ετών δεν θα θυμίζει σε τίποτα το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκε η επιχειρηματικότητα και λειτούργησε ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας κατά την τελευταία εικοσαετία. Πολύ περισσότερο, δεν θα μπορεί να συγκριθεί με τα πρώτα χρόνια εισόδου της Ελλάδας στην ευρωζώνη, από το 2002 μέχρι το 2008, όταν, παρά την ακρίβεια λόγω ευρώ, επικρατούσε μια γενικότερη ευμάρεια (πραγματική ή επίπλαστη), η οποία αποτυπωνότανε και στους ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ. Όλοι γνωρίζουμε πλέον, ότι η ανάπτυξη αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν αντανακλούσε δραστηριότητες παραγωγής προϊόντων του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, ούτε πραγματικά έργα υποδομής της χώρας, αλλά αντανακλούσε κυρίως την κατακόρυφη άνοδο του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών, την οικοδομική δραστηριότητα λόγω της εκτόξευσης του ρυθμού χορήγησης στεγαστικών δανείων και την επιχειρηματικότητα που εμφανίστηκε γύρω από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. 

Ταυτόχρονα ως χώρα, δηλαδή και από πλευράς κεντρικής κυβέρνησης και από πλευράς ανεξάρτητων φορέων και από πλευράς ιδιωτικής επιχειρηματικότητας και από πλευράς νοικοκυριών, προχωρήσαμε τα χρόνια αυτά σε έναν αλόγιστο δανεισμό, αναγκαίο ή μη, πολλές φορές κατευθυνόμενο και ουσιαστικά υποθηκεύσαμε το μέλλον μας.

Σήμερα, υφίσταται πλέον μια πραγματικότητα που δεν σχετίζεται με τις επιθυμίες καθενός. Η ελληνική οικονομία θα προσαρμοστεί υποχρεωτικά στα νέα δεδομένα, τόσο από πλευράς επενδύσεων, επιχειρηματικών κινήσεων και πρωτοβουλιών, όσο και από πλευράς εργασιακών σχέσεων, καταναλωτικών συμπεριφορών και προτεραιοτήτων. Το αν ο δρόμος που επιλέχθηκε, μέσω των αποφάσεων του κοινοβουλίου και των στρατηγικών επιλογών της κυβέρνησης, θα οδηγήσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα σε πραγματική ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία, είναι αδύνατον να προβλεφθεί και υπάρχουν αντικρουόμενες προσεγγίσεις και απόψεις πολλών αξιόλογων επιστημόνων, Ελλήνων και ξένων. Το βέβαιο είναι ότι το πλαίσιο είναι διαφορετικό, οι ευκαιρίες είναι διαφορετικές και το αποτέλεσμα θα κριθεί στον τρόπο που ο καθένας θα αξιοποίησει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, μετουσιώνοντας το όραμά του σε επιχειρηματική δράση. Λέμε συχνά ότι η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες, αλλά πρέπει να προσθέτουμε ότι και όλες οι ευκαιρίες δεν καταλήγουν σε επιτυχή αποτελέσματα.

Για την ασφαλιστική μας αγορά τα πράγματα είναι πιο συγκεκριμένα. Καταρχήν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ασφαλιστική ύλη δημιουργείται από τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας. Συνεπώς, από τη μια πλευρά η συνεχιζόμενη για έκτη χρονιά ύφεση, που έχει αφαιρέσει το ¼ του ΑΕΠ, θα συνεχίσει να περιορίζει την ασφαλιστική ύλη, σε τομείς όπως η ασφάλιση μικρομεσαίων επιχειρήσεων (που κατά χιλιάδες κλείνουν) και γενικότερα η ασφάλιση επιχειρηματικών κινδύνων, η ασφάλιση οχημάτων (που κατά χιλιάδες αποσύρονται, χωρίς να εισέρχονται νέα), η ασφάλιση μεταφερομένων εμπορευμάτων, η ασφάλιση σκαφών αναψυχής κ.λπ. Από την άλλη πλευρά, η συνεχής και οριστική απόσυρση του κράτους σε μεγάλο βαθμό, από τομείς όπως οι υπηρεσίες υγείας και το συνταξιοδοτικό, δημιουργούν τεράστιο πεδίο ανάπτυξης της ασφαλιστικής αγοράς, είτε σε ατομικά συμβόλαια, είτε σε ομαδικά συμβόλαια, είτε μέσω δημιουργίας και διαχείρισης επαγγελματικών ταμείων. 

Η μετάβαση του πολίτη, από την παραδοσιακή σιγουριά της υψηλής σύνταξης του κοινωνικού φορέα στην προσωπική επιλεγμένη σύνταξη του ιδιωτικού φορέα, δεν θα γίνει από την μια μέρα στην άλλη, θα περάσει από μια μεταβατική περίοδο κατανόησης της ανάγκης και προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Αυτό όμως που θα χτιστεί στους τομείς σύνταξης και υγείας θα είναι σταθερό και μακροχρόνιο, σε όφελος όλων.

Σημαντικότατο ρόλο στην μετεξέλιξη της ασφαλιστικής αγοράς θα διαδραματίσουν οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, με δύο όμως προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι θα προσαρμοστούν άμεσα στις νέες παραμέτρους άσκησης του επαγγέλματος, τόσο από πλευράς εκπαίδευσης και επαγγελματικής επάρκειας, όσο και από πλευράς τήρησης των νέων θεσμικών και κανονιστικών πλαισίων λειτουργίας (ξεχνώντας κάποιες παλαιές κακές πρακτικές, στις οποίες πολλές φορές τους ωθούσαν οι ίδιες οι εταιρείες). 

Δεύτερον ότι θα κατανοήσουν άμεσα την ανάγκη συσπείρωσή τους και θα προχωρήσουν σε κάθε είδους συμπράξεις και συνενώσεις, είτε δημιουργώντας νέες, μεγαλύτερες, ορθολογικά οργανωμένες και τεχνολογικά εξελιγμένες επιχειρηματικές διαμεσολαβητικές μονάδες, είτε εντασσόμενοι σε ήδη υφιστάμενες. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των ανεξάρτητων διαμεσολαβητών θα μειωθεί, αλλά αυτοί που θα παραμείνουν θα αποτελούν δυναμικό, υγιές και αναντικατάστατο τμήμα της ασφαλιστικής αγοράς, ικανό να αντιμετωπίσει κάθε μορφής εναλλακτικό δίκτυο προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων, διεκδικώντας μεγαλύτερα μερίδια αγοράς.

Είμαι αισιόδοξος για την πορεία της ασφαλιστικής αγοράς το 2013 και τα επόμενα χρόνια και την αισιοδοξία μου αυτή την στηρίζω, αφενός στις δυνάμεις που γνωρίζω ότι υπάρχουν στην αγορά μας και αφετέρου στο ότι την τελευταία πενταετία ζήσαμε γεγονότα που μας έκαναν όλους σοφότερους. Είναι αλήθεια ότι ο χάρτης των ασφαλιστικών εταιριών θα αλλάξει και πάλι, πολύ σύντομα θα δούμε απορροφήσεις και συγχωνεύσεις, νέα σχήματα και νέες πρωτοβουλίες, ο αριθμός των εταιρειών θα μειωθεί. 

Ταυτόχρονα όμως, ευελπιστώ και είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι οι όποιες κινήσεις της εποπτικής αρχής και της πολιτείας θα γίνουν με σύνεση και με διαδικασίες, που δεν θα διαταράξουν και πάλι την εμπιστοσύνη του έλληνα καταναλωτή, που βήμα-βήμα ξαναχτίζεται και ξανακερδίζεται καθημερινά και με μόχθο από τους ανθρώπους της αγοράς, εταιρείες και διαμεσολαβούντες.

* O  κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου είναι Γενικός Γραμματέας Επαγγελματικού Επιμελητηρίου & Πρόεδρος της Mega Brokers SA

Πηγή: Broker’s Time (ΣΕΜΑ), Τεύχος 34 / Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2012