ΙΟΒΕ: «Βλέπει» ανάπτυξη από το τέλος του 2013

Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΟΒΕ το 4ο τρίμηνο του 2012 υπήρξε η περίοδος των επαναλαμβανόμενων άδηλης κατάληξης συνεδριάσεων που έλαβαν χώρα είτε στην ελληνική πολιτική σκηνή και το Κοινοβουλίο, είτε στο διεθνή πολιτικό και οικονομικό χώρο, στις συνεδριάσεις του Eurogroup ή του Δ.Ν.Τ., σε κάθε μια από τις οποίες οι αποφάσεις για τη διάσωση της Ελληνικής Οικονομίας λαμβάνονταν κυριολεκτικά στο «παρά πέντε»! Ωστόσο, η απόφαση για τη χορήγηση της δόσης μαμούθ που ξεπερνά τα 50 δις. σηματοδοτεί την ισχυρότερη μέχρι σήμερα εκδήλωση της βούλησης της Ευρώπης, αλλά και της ίδιας της χώρας μας, για παραμονή στη ζώνη του Ευρώ. 

Η θετική εκτίμηση των αγορών για το μειωμένο πλέον επίπεδο ρίσκου των ελληνικών χρεογράφων επιβεβαιώνεται από τη μη συμμετοχή των ξένων κατόχων ομολόγων στην διαδικασία της πρόσφατης επαναγοράς καθώς και από τις σημαντικές ζημίες που καταγράφουν όσοι στοιχημάτισαν υπέρ της ελληνικής χρεοκοπίας. 

Την παραπάνω, μείζονος σημασίας απόφαση, ακολούθησε η πρώτη σημαντική εκταμίευση και η δημιουργία κάποιας, μικρής έστω,  ρευστότητας στην αγορά. Καθοριστικής σημασίας είναι και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αποδεχθεί ως ενέχυρο τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου με συνέπεια τη μείωση του κόστους πρόσβασης των τραπεζών κατά 2 μονάδες και κατ΄επέκταση του επιτοκίου δανειοδότησης των επιχειρήσεων.

 Άξια ακόμη  αναφοράς είναι η βελτίωση στο πρωτογενές έλλειμμα που διαμορφώθηκε στο 1,5 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ) το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου από 6 δισ. ευρώ το αντίστοιχο ενδεκάμηνο του 2011 (2,9% του ΑΕΠ), που επιτεύχθηκε παρά τη μεγαλύτερη ύφεση και παρά την αδυναμία των κρατικών υπηρεσιών να εισπράξουν τα δημόσια έσοδα.  

Σημαντική επίσης είναι η βελτίωση στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών που πηγάζει τόσο από τη μείωση της ζήτησης αλλά και από καλυτέρευση των συνθηκών ανταγωνιστικότητας που καταγράφεται σε αξιόπιστους διεθνείς πίνακες. Θετική ασφαλώς είδηση είναι και η προβλεπόμενη αύξηση του τουριστικού ρεύματος που αποτυπώνεται στις σχετικές κρατήσεις για το 2013. Αλλά και το γενικότερο οικονομικό κλίμα, με βάση τις έρευνες συγκυρίας που εκπονεί το ΙΟΒΕ έχει βελτιωθεί αισθητά τους δύο τελευταίους μήνες.

Όσον αφορά στις προοπτικές ανάκαμψης, οι πρόσφατες εξελίξεις στον Τραπεζικό τομέα επιτρέπουν κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία σε ότι αφορά την αναμενόμενη έκταση της ύφεσης και την προβλεπόμενη ανάκαμψη. Αποτελεί αναμφισβήτητα «ψήφο εμπιστοσύνης» από εκατομμύρια καταθέτες προς το αξιόπιστο των Ελληνικών Τραπεζών η συνεχιζόμενη από το περασμένο καλοκαίρι επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα που εφόσον συνεχισθεί και επαυξηθεί, δημιουργεί προϋποθέσεις για σταδιακή πρόσβαση των τραπεζών στην διατραπεζική αγορά. Η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας μπορεί να πυροδοτήσει την ανάκαμψη, που ακολούθως θα πρέπει βέβαια να στηριχτεί σ’ ένα σύνολο μεσοπρόθεσμων αναπτυξιακών πολιτικών.

Τα παραπάνω δεδομένα οδηγούν σε μια σαφώς ευνοϊκότερη εικόνα των βραχυχρόνιων προοπτικών τις ελληνικής οικονομίας και την εκτίμηση ότι  οι τριμηνιαίοι ρυθμοί  μεταβολής του ΑΕΠ θα εισέλθουν σε θετική περιοχή από το τέλος του 2013 ή τις αρχές του 2014. Δεδομένου όμως ότι το 2013 θα υπάρξει μεταφερόμενη ύφεση (carry-over) από το 2012 της τάξεως του 3% περίπου, ο ρυθμός συρρίκνωσης της οικονομίας  για ολόκληρο το 2013 σε σχέση με το 2012,  εκτιμάται στα επίπεδα περίπου του  4,5%. Κατά πάσα πιθανότητα, στα δύο πρώτα τρίμηνα η ύφεση θα παραμείνει σχετικά υψηλή, υψηλότερη του 4,5%, ενώ στη συνέχεια η συρρίκνωση αναμένεται να κινηθεί χαμηλότερα από αυτό το μέσο επίπεδο. 

Η αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά 6 βαθμίδες (από SD σε Β-) από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s  και η ανάλογα θετική τοποθέτηση της Goldman Sachs αποτελούν οπωσδήποτε «καλά νέα» τα οποία μάλιστα οδήγησαν σοβαρούς έλληνες μελετητές σε ιδιαίτερα θετικές προβλέψεις για την κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας το 2020. 

Επιστρέφοντας στο κύριο ζητούμενο που είναι η ανάκαμψη, το ΙΟΒΕ έχει επανειλημμένα υποστηρίξει στις τελευταίες Εκθέσεις του, ότι αποφασιστικότερος παράγοντας για την εκκίνησή της είναι οι επενδύσεις. Επενδύσεις σε δημόσια έργα, επενδύσεις στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα, επενδύσεις από άμεση εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και επενδύσεις που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των αποκρατικοποιήσεων.

Όσον αφορά επενδύσεις σε δημόσια έργα, φαίνεται να δρομολογούνται πλέον ενέργειες που θα είναι σε θέση το επόμενο διάστημα να κινητοποιήσουν σημαντικούς πόρους από το ΕΣΠΑ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και να επανεκκινήσουν σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές, όπως οι αυτοκινητόδρομοι.

Ωστόσο, βασικός μοχλός για την ανάκαμψη είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις. Το βασικό εμπόδιο για την πραγματοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων είναι η δραματική κατάσταση στον τομέα της ρευστότητας. Η εκροή καταθέσεων τα τελευταία τρία χρόνια, ο αποκλεισμός από τη διατραπεζική αγορά και το PSI έχουν οδηγήσει το τραπεζικό σύστημα σε μεγάλη αδυναμία διοχέτευσης ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Από την άλλη πλευρά, η καθυστέρηση εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα έχει επίσης στερήσει πολύτιμη ρευστότητα από την οικονομία –πέρα βεβαίως από τα χρηματοδοτικά προβλήματα που δημιουργεί σε συγκεκριμένες πλευρές του κοινωνικού κράτους, όπως η υγεία.

Κάποιες τελευταίες εξελίξεις δημιουργούν για πρώτη φορά βάσιμες προσδοκίες για αντιστροφή της κατάστασης. Η ανακεφαλαιοποίηση θα αποκαταστήσει την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος και το ισχυροποιεί σε όρους φερεγγυότητας. Αν αυτό είναι ένα πρώτο βήμα, οι επερχόμενες συγχωνεύσεις στον τραπεζικό κλάδο και η δημιουργία λιγότερων αλλά ισχυρότερων παικτών, είναι το δεύτερο. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η ένεση ρευστότητας προς τις τράπεζες από την επαναγορά ομολόγων. Σημαντική ένεση ρευστότητας θα προέλθει ακόμα από την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς σημαντικό μέρος της δόσης που θα λάβει η χώρα στα τέλη Ιανουαρίου, θα αφιερωθεί σε αυτό το σκοπό. Θετική επίπτωση στην ρευστότητα θα έχει ακόμα η επαναγορά των εντόκων γραμματίων που κατέχουν σήμερα οι τράπεζες.

Μεσοπρόθεσμα πάντως, η σημαντικότερη αντιστροφή του προβλήματος της ρευστότητας θα προέλθει από την λογικά αναμενόμενη επιστροφή καταθέσεων μετά την  ρεαλιστική (επί τέλους) αντιμετώπιση της κινδυνολογίας περί επιστροφής στη δραχμή. Βεβαίως, η επιστροφή των καταθέσεων δεν πρόκειται να γίνει εν μία νυκτί, θα χρειαστεί χρόνο και συνεχή μάχη για την εμπέδωση της αξιοπιστίας της χώρας.  Ο συνδυασμός της επιστροφής καταθέσεων με τις πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές θετικές επιδράσεις, καθώς το τραπεζικό σύστημα θα ισχυροποιεί την κεφαλαιακή του βάση και θα αποδεικνύεται ικανό να υπερβαίνει τα σημερινά προβλήματα.