Νέα αρχιτεκτονική για νέο ΕΣΥ στη νέα πραγματικότητα

Του Λ. Λιαρόπουλου, Ομ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών
 
Η νέα πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα μετά το 2008 έφερε συνταρακτικές αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία. Η χώρα έχασε το 25% του ΑΕΠ, έχει 1,5 εκατ. άνεργους, 31% φτωχούς και 40% ανασφάλιστους, δηλαδή πρόβλημα προσφυγής σε υπηρεσίες υγείας, περισσότερη αρρώστια, αναπηρία ή και πρόωρο θάνατο. Στην καλύτερη περίπτωση θα έχουμε σταδιακή ανάκαμψη, με ορατά αποτελέσματα, μετά το 2015. 

Στο «ζοφερό» αυτό τοπίο, ο δημόσιος τομέας αποκτά άλλη σημασία για την κοινωνική συνοχή και ίσως την επιβίωση του έθνους. Η ανάγκη δραστικής περικοπής δαπανών για περιστολή του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την υγεία, ειδικά μετά το «πάρτι» 2004-2009. Όμως, οι χειρισμοί, μαζί με την Τρόικα, κινδυνεύουν να δημιουργήσουν πρόβλημα με μακροχρόνιες επιπτώσεις. Όσοι ανέλαβαν τις διαπραγματεύσεις, δεν επέλεξαν να «υπερασπισθούν» το δημόσιο σύστημα Υγείας, ίσως και λόγω έλλειψης «σωστών αριθμών». Αν είχαμε το Σύστημα Λογαριασμών Υγείας του ΟΟΣΑ και της EUROSTAT, θα βλέπαμε ευκρινώς την τεράστια μείωση κρατικής δαπάνης που δεν δικαιολογείται, σε οξεία φάση ύφεσης, σε χώρα που χρηματοδοτεί την περίθαλψη κυρίως από κρατικούς πόρους, ούτε χρειάζεται, όταν υπάρχουν περιθώρια περικοπών άλλων δαπανών όπως η φαρμακευτική. 

Η διαπραγμάτευση, με τα σωστά στοιχεία, που τώρα είναι διαθέσιμα, μπορεί να αντιπροτείνει ένα νέο ΕΣΥ, με συνολική εθνική δαπάνη 9% του ΑΕΠ και δημόσια δαπάνη 6%, όπως έχουμε δεσμευθεί. Δυστυχώς, η κυβέρνηση, αντί για αυτό, συνεχίζει τον οικονομικό στραγγαλισμό του ΕΣΥ. Με το άρθρο αυτό θέλω να προτείνω μια εναλλακτική λύση. 

Το νέο ΕΣΥ πρέπει να πάψει να είναι εστία διαφθοράς, προσοδοθηρίας και κομματικής εκμετάλλευσης. Πρέπει αντιθέτως να περιέχει «μηνύματα» για τη σωστή κατανομή πόρων (όχι γιατρούς, αλλά νοσηλευτές) και να γίνει πιο αποτελεσματικό και αποδοτικό. Πρέπει να δίνει έμφαση στην πρόληψη, την αποκατάσταση και τη μακροχρόνια φροντίδα, με ενίσχυση της δημόσιας υγείας, της ΠΦΥ, της επείγουσας φροντίδας και την αναδιοργάνωση της νοσοκομειακής. Τέλος, να γίνει πραγματικά «Εθνικό» με την ένταξη του ιδιωτικού τομέα στο σχεδιασμό. 

Ως προς την οικονομική αρχιτεκτονική, το ΕΣΥ πρέπει να μην επιβαρύνει τον πολίτη και την οικογένεια, να κάνει την παραοικονομία ασύμφορη και δύσκολη, να ελαχιστοποιεί την οικονομική συναλλαγή και να λειτουργεί ως μηχανή αναδιανομής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πολίτη, ανεξάρτητα από το εισόδημά του και την εργασία του, να υπάρχει για τον πολίτη και όχι για τον εργαζόμενο στις υπηρεσίες υγείας, το κόμμα ή την κυβέρνηση. 

Η οικονομική πραγματικότητα του ΕΣΥ σήμερα έχει δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον, υπερβάλλουσα προσφορά στον ιδιωτικό τομέα, όπου η κρίση μειώνει τη ζήτηση, επιχειρήσεις κλείνουν και σοβαρές επενδύσεις κινδυνεύουν με απαξίωση. Δεύτερον, υπερβάλλουσα ζήτηση στο δημόσιο, που αδυνατεί να αντεπεξέλθει, ενώ κινδυνεύει με τεχνολογική απαξίωση. Υπάρχει τεράστια επιβάρυνση της οικογένειας με άτυπες πληρωμές, ενώ παραμένει ασαφής η σχέση δημόσιου – ιδιωτικού τομέα τόσο στην προσφορά υπηρεσιών όσο και στη διαχείριση της ζήτησης (ασφάλιση). Αυτό επιβάλλει μια νέα οικονομική αρχιτεκτονική, όπου ο ασθενής πληρώνει για υπηρεσίες και όχι για ασφάλιση, ανάλογα με το εισόδημα. Ακόμη έως ένα όριο (π.χ. όριο φτώχειας) η φροντίδα υγείας είναι δωρεάν. Πάνω από το όριο αυτό, υπάρχει κλιμακωτή επιβάρυνση, που πληρώνεται μέσω φορολογίας και ο ασθενής απαλλάσσεται από τη δοσοληψία με το γιατρό ή το νοσοκομείο. Οι ιδιώτες πάροχοι πληρώνονται μέσω ΕΟΠΥΥ και οι δημόσιοι λειτουργοί με μισθό. Τα ΚΕΝ, αφού ξανασχεδιασθούν, λειτουργούν ως βάση πληρωμής για τη νοσοκομειακή περίθαλψη, δημόσια και ιδιωτική, με ανακοστολόγηση πράξεων και αμοιβών στην ΠΦΥ. 

Οι προϋποθέσεις για τη νέα οικονομική αρχιτεκτονική του ΕΣΥ είναι η αλλαγή της συνολικής οικονομικής διαχείρισης στη χώρα και η δημιουργία ενός προοδευτικού φορολογικού συστήματος (άλλωστε αν αυτό δεν γίνει, η χώρα θα «κλείσει» έτσι και αλλιώς). Αυτό θα επιτρέψει τη σύνδεση των πληροφοριακών συστημάτων υγείας με το Τaxis-net, την ηλεκτρονική χρεωστική κάρτα με έναν αριθμό (ΑΜΚΑ+) για κάθε πολίτη, vouchers για τους παρόχους υγείας και σύνδεση ΕΟΠΥΥ και Εφορίας για άμεση καταχώριση οικονομικών συναλλαγών παρόχων και καταναλωτών υπηρεσιών. 

Υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις, για τις οποίες έχω γράψει επανειλημμένως. Η κυριότερη είναι η Εθνική Ασφάλιση Υγείας, ανεξάρτητα από καθεστώς εργασίας, με ένα ικανοποιητικό «εθνικό πακέτο» και συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση. Αυτό συνοδεύεται από κατάργηση των κλάδων υγείας των ταμείων και εισφορών υγείας με προφανή οφέλη για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η πρόταση αξίζει να προσεχθεί περισσότερο. 

Μια χώρα με 30% ανεργία είναι ανήθικο να ισχυρίζεται ότι υπάρχει «ασφάλιση» υγείας που στηρίζεται σε εισφορές εργοδότη-εργαζομένου. Με 40% εισφοροδιαφυγή, το σύστημα είναι αναποτελεσματικό ως προστασία της υγείας. Οι πρόσφατες εξαγγελίες «δημοσίων σχέσεων» με ετήσιες «κάρτες ασφάλισης» για 1.500 συμπολίτες μας που «έχασαν» την ασφάλιση λόγω ανεργίας ή χρεωκοπίας αποδεικνύουν πόσο μικρονοϊκή είναι η επίσημη «μη αντίδραση» σε ένα τρομακτικό κοινωνικό πρόβλημα. Ο δε ισχυρισμός ότι «τα φορολογικά έσοδα δεν επαρκούν» είναι αντίδραση ανθρώπων που αρνούνται να σκεφθούν. Πρώτον, διεθνώς, οι ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται φόροι. Στην Ελλάδα απλώς δεν εισπράττονται και επιβαρύνουν μόνο την εργασία, που τα τελευταία τριάντα χρόνια χάνει συνεχώς μερίδιο σε σχέση με το κεφάλαιο (κέρδη, τόκοι, νοίκια). Δεύτερον, η φορολογία εισοδήματος στην Ελλάδα, λόγω φοροδιαφυγής, αποφέρει χαμηλά έσοδα. Είμαστε από τις λίγες χώρες της Ε.Ε., όπου το 2011, τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης προήλθαν κατά λιγότερο από 50% από φόρους εισοδήματος και πολύ περισσότερο από κοινωνικές εισφορές και ΦΠΑ που επιβαρύνουν τα λαϊκά στρώματα. 

Η νέα οικονομική αρχιτεκτονική συνοδεύει μια νέα αρχιτεκτονική παροχής υπηρεσιών: Συγχωνεύσεις νοσοκομείων και αναδιοργάνωση σε ομάδες στις αστικές περιοχές. Η εισαγωγή γίνεται μόνο μέσω ΠΦΥ στα μη επείγοντα ή μέσω ΤΕΠ στα επείγοντα. Ο γιατρός της ΠΦΥ αναλαμβάνει την εισαγωγή, την παρακολούθηση μετά το εξιτήριο και τηρεί το φάκελο του πολίτη. Καθιερώνεται η διασύνδεση ΠΦΥ με νοσοκομεία μέσω ΕΟΠΥΥ. Επείγουσα περίθαλψη μόνο σε ΤΕΠ (24/7). Η προσφυγή στο ΤΕΠ δεν οδηγεί απαραίτητα σε εισαγωγή στο νοσοκομείο που στεγάζει το ΤΕΠ, αλλά σε νοσοκομείο της Ομάδας. Δεν αποφασίζει ο νοσοκομειακός γιατρός για την εισαγωγή, που παύει να είναι αντικείμενο χρηματισμού. 

Άλλες απαραίτητες μεταρρυθμιστικές κινήσεις είναι η κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στα δημόσια νοσοκομεία, ο ανασχεδιασμός υποδομών και εξοπλισμού σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, η αξιοποίηση μέσω ΣΔΙΤ εκτάσεων και κτηρίων για υπηρεσίες αποκατάστασης και μακροχρόνιας φροντίδας, η συνεργασία με την ιδιωτική ασφάλιση για εισαγωγή εργαλείων διαχείρισης ασθενών και φαρμάκων και τα ΣΔΙΤ με τον ιδιωτικό τομέα για τουρισμό υγείας.
Όλα αυτά, αποτελούν ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που η σημερινή κρίση μάς προτείνει ως ευκαιρία. Ας τολμήσουμε!
 

Πηγή:Ph.B
Το περιοδικό μπορείτε να δείτε σε ηλεκτρονική μορφή εδώ 
Εγγραφείτε για να λαμβάνετε δωρεάν την ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού