Γίναμε Ευρώπη και συνεχίζουμε αισιόδοξα…

Σίγουρα είναι νωπές οι μνήμες από το δύσκολο οικονομικά παρελθόν και η ανησυχία μεγαλύτερη για το μέλλον. Σίγουρα κανείς δεν είναι ανέμελος για το μέλλον και η προβολή των όσων συνέβησαν σε μια επόμενη χρονική στιγμή προκαλεί ανησυχία. Επίσης, χωρίς αμφιβολία κανείς εκ των αρμοδίων –της πολιτικής- δεν αναλαμβάνει την ευθύνη –ούτε γνωρίζει- να μιλήσει για την μικροοικονομία , αυτή που εκφράζει και εκφράζεται από την καθημερινότητα και η οποία βιώνει πρωτόγνωρες δυσκολίες. 

Και βέβαια το περιβάλλον ασθμαίνει και υποφέρει και μεταδίδει ένα βάρος ψυχολογικό που αποτελεί τέλμα στο οποίο πέφτουν υποψιασμένοι και ανυποψίαστοι. Και όλα αυτά αποτελούν μια τραγωδία που δε μπορεί να συνεχιστεί. Δε μπορεί να πάρει πολύ χρόνο αυτή η κλάψα. 

Πρέπει να πάρει τέλος διότι δημιουργεί κλίμα, λες και δεν υπάρχει αύριο, λες και δεν υπάρχει προοπτική λες και όλα τελειώνουν εδώ και σήμερα. Και επειδή όλα αυτά μοιάζουν αστεία, πρέπει να σταματήσουν και μάλιστα σύντομα εκτός κι αν βολεύουν κάποιους και συντηρούν τεχνηέντως το κλίμα δυστυχίας. Ίσως βέβαια το κλάμα να είναι και απότοκος των τελευταίων ετών καθώς οι νέες συνθήκες αποκαλύπτουν ότι δε μπορείς να ζεις με δανεικά, αποκαλύπτουν ότι η πλασματική χλιδή που αποτελούσε το δικαίωμα στη ζωή και την αίσθηση της ελευθερίας και της υπεροχής του μάγκα, πέρασε και έδωσε τη θέση της στην πραγματικότητα. 

Όπως και να έχεις οι άνθρωποι, οι Έλληνες, οι επιχειρήσεις, οφείλουν να βάλουν τέρμα στην μοιρολατρική τάση και την κλάψα. Οφείλουν να χαμογελάσουν, να προχωρήσουν, να προσαρμοστούν, να αξιοποιήσουν ότι μπορούν, να συνεχίσουν στην απλή έστω και δύσκολη καθημερινότητα. 

Οι επιχειρήσεις, να διαφημιστούν, να προχωρήσουν όπως είναι ή κάπως αλλιώς. Δεν πάει άλλο το εθνικό πένθος. Όλα συνεχίζουν και ο Έλληνας πολίτης αρχίζει να ζει όπως οι άλλοι ευρωπαίοι (στριμωγμένα). Και οι επιχειρήσεις επίσης προχωρούν με λιγότερη κατανάλωση όπως οι άλλες ευρωπαϊκές. Επιτέλους γίναμε –παραδοθήκαμε- Ευρώπη και καλούμαστε να προχωρήσουμε όπως οι άλλοι λαοί.