Τι προβλέπει το νέο φορολογικό για τις ασφαλιστικές

Την πλήρη αναγνώριση του αναβαλλόμενου φόρου στα εποπτικά των ασφαλιστικών εταιρειών και τον συμψηφισμό των ζημιών από την συμμετοχή τους στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους με μελλοντικά κέρδη και μάλιστα σε βάθος 30ετίας, όση δηλαδή και η μέγιστη διάρκεια των ομολόγων που κατείχαν μετά το PSI+ προβλέπει το φορολογικό νομοσχέδιο, που κατατέθηκε στη Βουλή.

Η διάταξη ισχύει για τις τράπεζες και τις εταιρείες επενδύσεων και επιβάλλεται αφενός για λόγους ισονομίας και αφετέρου διότι η συντριπτική πλειονότητα των λοιπών νομικών προσώπων (πλην τραπεζών), που έχουν συμμετάσχει στο σχέδιο αναδιάταξης του ελληνικού χρέους, αποτελούν θυγατρικές των τραπεζών, με αποτέλεσμα η μείωση της περιουσιακής τους κατάστασης λόγω της συμμετοχής τους στο σχέδιο αναδιάταξης του ελληνικού χρέους να επιβαρύνει τις τράπεζες που θα αναγκαστούν να ανακεφαλαιοδοτήσουν τα νομικά αυτά πρόσωπα και εν τέλει το Δημόσιο.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι ο φόρος εισοδήματος του άρθρου 109 του ΚΦΕ ο οποίος αναλογεί στο ποσό της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς που προκύπτει, σύμφωνα με την παράγραφο 13 του άρθρου 105 του ΚΦΕ, από τη συμμετοχή του νομικού προσώπου στο πρόγραμμα αναδιάταξης του ελληνικού χρέους, κατά το μέρος που αυτή δεν αποσβένεται με τα φορολογικά αποτελέσματα, λόγω μη επάρκειας κερδών, αποτελεί οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση του δικαιούχου νομικού προσώπου έναντι του Δημοσίου. Η απαίτηση αυτή συμψηφίζεται με φόρο εισοδήματος των επόμενων χρήσεων μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της και παραγράφεται μετά την πάροδο τριάντα (30) ετών από τη γένεσή της.

Επίσης, προβλέπεται ότι για το αναπόσβεστο υπόλοιπο της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς, για το οποίο γεννάται φορολογική απαίτηση, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ΚΦΕ για τη μεταφορά ζημιών στην επόμενη πενταετία που εφαρμόζεται και στα νομικά πρόσωπα.

Συγκεκριμένα, με τις προτεινόμενες διατάξεις το φορολογικό όφελος που θα προκύψει για τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και τα λοιπά νομικά πρόσωπα, που έχουν συμμετάσχει στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, από την απόσβεση της χρεωστικής διαφοράς (ζημίας) δεν θα εξαρτάται από τη μελλοντική κερδοφορία τους και συνεπώς δεν θα αφαιρείται από τα βασικά εποπτικά κεφάλαιά τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο περιορίζεται σημαντικά η ανάγκη πρόσθετων κεφαλαιακών εκροών από τους μετόχους και εν τέλει από το Δημόσιο προς τα πιστωτικά ιδρύματα και αποφεύγεται περαιτέρω επιβάρυνση του δημοσίου χρέους.