Σε αναζήτηση νέας στρατηγικής το bancassurance

Σε νέα στρατηγική και ευέλικτα προϊόντα προσανατολίζεται το bancassurance, που μετά από μία μεγάλη περίοδο άνθησης, αναζητά νέες ευκαιρίες, λόγω της μείωσης στις χορηγήσεις δανείων που επέφερε η οικονομική κρίση. Τα τραπεζικά ιδρύματα κλείνοντας τις στρόφιγγες του δανεισμού περιόρισαν τα έσοδα που είχαν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί από την προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων μέσω συνεργασιών με ασφαλιστικές εταιρείες ή με την ίδρυση θυγατρικών και σήμερα ο τομέας των τραπεζοασφαλειών αντλεί έσοδα κυρίως από τις ανανεώσεις συμβολαίων. 

Την εικόνα αυτή σκιαγραφούν και τα επίσημα στοιχεία για τον τραπεζικό δανεισμό, σύμφωνα με τα οποία, τα συνολικά υπόλοιπα των δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς τις τράπεζες είναι 231,8 δισ. ευρώ και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ξεπεράσει τα 52 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι το πρώτο εξάμηνο του 2012 είχαν ρυθμιστεί 665.000 στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια ύψους 18,3 δισ. ευρώ. Τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά στο τέλος του περασμένου έτους ανέρχονταν σε 15% και φέτος στην περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου έφτασαν το 22%. Τα καταναλωτικά δάνεια, από το 28,9% το 2011, τους πρώτους εννέα μήνες του 2012 έφτασαν στο 38% και τα επιχειρηματικά δάνεια από το 14% άγγιξαν το 22,5%. Η κατάσταση που επικρατεί είναι παρόμοια και στο χώρο των καρτών καθώς οι χορηγήσεις πιστωτικών καρτών έχουν επίσης περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό.

Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, η υψηλή φορολογία και η μείωση των συντάξεων ενισχύουν την ανάγκη των καταναλωτών για ασφαλιστική κάλυψη και προσανατολίζουν την αγορά στη δημιουργία καινοτόμων και ευέλικτων ασφαλιστικών προϊόντων αλλά και στην επέκταση της σε άλλους τομείς όπως αυτός της υγείας με οικονομικά προγράμματα.

Τα ασφαλιστικά προγράμματα που προωθούν οι τράπεζες

Τα τραπεζικά ιδρύματα μπορούν να προωθήσουν στους καταναλωτές ασφαλιστικά προγράμματα με δύο τρόπους, είτε μέσω συνεργασίας με μία ασφαλιστική εταιρεία είτε με την ίδρυση θυγατρικής εταιρείας ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, ωστόσο συχνά επιλέγουν και τους δύο τρόπους για να επεκτείνουν τις εργασίες τους. Τα προϊόντα που προωθούν οι τράπεζες μπορεί να είναι α) ανεξάρτητα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα, τα οποία δεν έχουν άμεση σχέση με άλλα τραπεζικά προϊόντα, όπως οι ασφαλιστικές καλύψεις για τα παιδιά και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα, β) συμπληρωματικά προϊόντα, που συνδέονται με τραπεζικά προϊόντα όπως καταναλωτικά, επιχειρηματικά, στεγαστικά, προσωπικά δάνεια κ.α. και γ) ενσωματωμένες καλύψεις σε τραπεζικά προϊόντα.
Τα προγράμματα αυτά απευθύνονται σε α) δανειολήπτες, β) κατόχους πιστωτικών καρτών και γ) επιχειρήσεις που έχουν συναλλαγές με το τραπεζικό ίδρυμα.

• Ασφαλιστικές καλύψεις απώλειας ζωής του δανειολήπτη

Πρόκειται για ασφαλιστικά προγράμματα που έχουν άμεση σχέση με τη δανειακή σύμβαση και καλύπτουν την οικογένεια και την τράπεζα σε περίπτωση θανατου του δανειολήπτη. Με την κάλυψη αυτή η τράπεζα εξοφλείται από την ασφαλιστική εταιρεία για το ποσό του δανείου που απομένει από τη στιγμή του θανάτου του δανειολήπτη. Τα ασφαλιστήρια αυτά μπορούν να συμπεριλάβουν και κάλυψη για Μόνιμη Ολική Ανικανότητα, ούτως ώστε να αποπληρωθεί το ποσό του δανείου που απομένει όταν ο δανειολήπτης υποστεί μόνιμη ολική ανικανότητα λόγω ασθένειας ή ατυχήματος και δεν έχει τη δυνατότητα να εργαστεί. Τα συμβόλαια αυτά είναι συνήθως ομαδικά, δηλαδή καλύπτουν όλους τους δανειολήπτες μιας τράπεζας για το ποσό που ο καθένας χρωστά στην τράπεζα. Με αυτόν τον τρόπο τα ασφάλιστρα είναι πολύ χαμηλότερα από ό,τι αν ο κάθε δανειολήπτης έκανε ένα ατομικό συμβόλαιο ειδικά για το δικό του δάνειο.

• Ασφάλιση περιουσίας του δανειολήπτη

Τα προϊόντα αυτά ασφαλίζουν το περιουσιακό στοιχείο για το οποίο έλαβε ο καταναλωτής το δάνειο από την τράπεζα, προκειμένου να ασφαλιστεί ο πιστωτικός κίνδυνος για την τράπεζα. Τα προγράμματα αυτά επίσης καλύπτουν την τράπεζα και το δανειολήπτη σε περίπτωση που η ασφαλισμένη περιουσία υποστεί ολική ή μερική ζημιά από απροσδόκητο γεγονός. Στις περιπτώσεις αυτές η ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλει πρώτα στην τράπεζα την αποζημίωση μέχρι το ύψος του ποσού του δανείου και στη συνέχεια, αν υπάρχει υπόλοιπο, το καταβάλλει στον ασφαλισμένο ιδιοκτήτη του περιουσιακού στοιχείου. Για το λόγο αυτό, υπάρχει ο ειδικός όρος του «ενυπόθηκου δανειστή» υπέρ της συγκεκριμένης τράπεζας που έχει δώσει το δάνειο και το ύψος του δανείου. Τα συμβόλαια αυτά είναι ατομικά, καλύπτουν δηλαδή συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο για συγκεκριμένο ποσό δανείου με ανεξάρτητο συμβόλαιο και σπάνια είναι ομαδικά, καλύπτουν δηλαδή όλα τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία έχουν λάβει δάνειο όλοι οι δανειολήπτες μιας τράπεζας (για παράδειγμα, όλες τις κατοικίες όλων όσων έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο) για το ποσό που ο καθένας χρωστά στην τράπεζα. 

Οι τράπεζες ζητούν συνήθως την ασφάλιση της κατοικίας έναντι συγκεκριμένων κινδύνων, όπως η φωτιά, ο κεραυνός, η έκρηξη και ο σεισμός. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όμως, δεν καλύπτονται όλες οι περιπτώσεις μιας φωτιάς, αλλά αναζητείται το αίτιο της φωτιάς και ελέγχεται αν καλύπτεται ή όχι. Για παράδειγμα, σε ένα ασφαλιστήριο κατοικίας μπορεί να καλύπτεται η φωτιά από παρακείμενο δάσος, αλλά να εξαιρείται η φωτιά από τρομοκρατική ενέργεια ή να καλύπτεται η φωτιά από τυχαίο γεγονός και να εξαιρείται η φωτιά από βραχυκύκλωμα.

• Συνταξιοδοτικά, αποταμιευτικά και επενδυτικά προϊόντα

Οι τράπεζες χρησιμοποιούν το πελατολόγιο τους για την προώθηση ασφαλιστικών προγραμμάτων που δεν σχετίζονται με άλλα τραπεζικά προϊόντα. Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν δραστηριοποιηθεί πάρα πολύ στην προώθηση συνταξιοδοτικών προγραμμάτων και παιδικών προγραμμάτων, πολλές φορές προτρέποντας τους πελάτες τους να μετατρέψουν μέρος των καταθέσεών τους σε ασφαλιστικά προγράμματα. Ήδη πολλές τράπεζες, σε συνεργασία
με ασφαλιστικές εταιρείες, έχουν δημιουργήσει μια σειρά προϊόντων που απευθύνονται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, ενήλικους, ανήλικους, εργαζόμενους, άνεργους, μισθωτούς, ελεύθερους
επαγγελματίες κ.λπ. και με εξειδικευμένα προγράμματα προσπαθούν να τους προσεγγίσουν. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τα προβλήματα της κοινωνικής ασφάλισης και την ανατροπή των
συνταξιοδοτικών δεδομένων, κινούνται επιθετικά και προτείνουν εγγυημένες αποδόσεις και πολλαπλές επιλογές ως προς το χρόνο συνταξιοδότησης και την είσπραξη των εγγυημένων ποσών. Παράλληλα, βέβαια, υπάρχουν και τα συμβόλαια με επενδυτικό ρίσκο για τους τολμηρούς.

• Ασφαλιστικά προϊόντα λιανικής ασφαλίσεων κατά ζημιών

Πολλές τράπεζες, αξιοποιώντας το μεγάλο δίκτυο καταστημάτων που έχουν σε όλη την επικράτεια και το πλήθος των καταναλωτών που καθημερινά συναλλάσσονται σε αυτά, προωθούν απλά και
τυποποιημένα ασφαλιστήρια, όπως π.χ. η ασφάλιση οχημάτων, η ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτων, η ασφάλιση κατοικιών με συγκεκριμένα πακέτα καλύψεων κ.λπ. Επίσης, κάποιες από τις τράπεζες που έχουν ιδρύσει θυγατρικές διαμεσολαβητικές εταιρείες, έχουν αναπτύξει ένα δίκτυο ανεξάρτητων συνεργαζόμενων ασφαλιστικών συμβούλων και πρακτόρων και με το κύρος του τραπεζικού ομίλου στον οποίο ανήκουν, προωθούν κάθε μορφής ασφαλιστικά προγράμματα, τόσο στο πελατολόγιο της τράπεζας όσο και στην ελεύθερη αγορά, δηλαδή σε όλο το καταναλωτικό κοινό, ιδιώτες, οικογενειάρχες και επαγγελματίες.

• Προγράμματα προς επιχειρήσεις

Μέσω των ειδικών υπηρεσιακών μονάδων (τμήματα μεγάλων πελατών, εξυπηρέτησης επιχειρήσεων κ.λπ.) οι τράπεζες απευθύνονται στους πελάτες τους-επιχειρήσεις κάθε μορφής και
μεγέθους και, σε συνεργασία με τα αντίστοιχα τμήματα των συνεργαζομένων ασφαλιστικών εταιρειών, προτείνουν τη μελέτη των ασφαλιστικών τους αναγκών και την ασφαλιστική τους κάλυψη.

Τα ασφαλιστικά προγράμματα που προτείνονται στις επιχειρήσεις δεν περιορίζονται στην ασφάλιση των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού, των μηχανημάτων, των εμπορευμάτων, των εταιρικών οχημάτων ή των αστικών ευθυνών που δημιουργούνται από τη
λειτουργία της επιχείρησης, αλλά επεκτείνονται στις ομαδικές ασφαλίσεις υγείας των εργαζομένων και των οικογενειών τους, στη δημιουργία ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων κ.λπ.

Ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει ότι τα προγράμματα που προωθούνται από τις τράπεζες δεν είναι «τραπεζικά προγράμματα», αλλά καθαρά ασφαλιστικά προγράμματα των ασφαλιστικών εταιρειών που συνεργάζονται με τις τράπεζες. Ακόμα και αν εμπιστεύεται την τράπεζα που του τα προτείνει, θα πρέπει να ενδιαφέρεται και για την ασφαλιστική εταιρεία, για τους όρους του
συμβολαίου, τα ασφαλιζόμενα κεφάλαια, τους καλυπτόμενους κινδύνους και τις εξαιρέσεις, τις προϋποθέσεις ασφάλισης και φυσικά το κόστος που καλείται να πληρώσει. Δεν σημαίνει ότι μέσω των τραπεζών είναι πάντα φθηνότερη η ασφάλιση. Επίσης, αν το ασφαλιστικό προϊόν είναι επενδυτικό ή αποταμιευτικό, θα πρέπει να προσέξει αν έχει εγγυημένες αποδόσεις και, αν ναι, το ύψος της ετήσιας και της συνολικής εγγυημένης απόδοσης.