ΕΣΥ: Αλήθειες που δεν είναι ευχάριστες

του Παναγιώτη Βάρδα, Καθηγητή καρδιολογίας, εκλεγμένου προέδρου της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας

Πολλοί που υπηρετούν το Εθνικό Σύστημα Υγείας ως νοσοκομειακά στελέχη, υπήρξαν επίσης πρωτεργάτες αυτού του συστήματος 30 χρόνια πριν, όταν το 1983 ο Γ. Γεννηματάς θεμελίωνε το νέο σύστημα, μια νέα, ευρύτερη πολιτική υγείας και πρόνοιας. Σήμερα, όλες εκείνες οι ελπίδες, οι οραματισμοί και οι επιδιώξεις, φαίνονται χλωμές, απαξιωμένες και, κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη, καταρρέουσες. 

Αναμφίβολα έχει δημοσιευτεί ένα πλήθος αποτιμήσεων του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των αιτιών της κρίσης του. Ο ουσιαστικός λόγος αυτής της δημοσίευσης είναι ίσως ότι ο γράφων έχει θητεύσει σε όλες τις εξελικτικές βαθμίδες αυτού του συστήματος, εκτός από ειδικευόμενος, Επιμελητής Β’, Α’ και πανεπιστημιακός δάσκαλος, ενώ ταυτόχρονα γνωρίζει – νομίζω – ουσιαστικά τα συστήματα υγείας πολλών ευρωπαϊκών κρατών. 

Τίθεται το ερώτημα: Υπήρξε λοιπόν στοιχειωδώς επιτυχές το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που σημαντικά οραματίστηκε ο Α. Δοξιάδης, αλλά αξιώθηκε να εφαρμόσει σε σημαντικό βαθμό ο Γ. Γεννηματάς και η τότε νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση; 

Νομίζω ότι η πολιτική εκείνων των χρόνων ανταποκρίθηκε, με τρόπο θεαματικό και αποτελεσματικό, στις τεράστιες ανάγκες υγείας όλης της χώρας, κυρίως όμως κάλυψε τις ανάγκες της, επικίνδυνα στερημένης, περιφέρειας. Η δεκαετία 1983 – 1993 υπήρξε περίοδος μοναδικής ανάπτυξης για το Εθνικό Σύστημα Υγείας. 

Ταυτόχρονα, όμως, εξαρχής το ίδιο Σύστημα ναρκοθέτησε την προοπτική του και επίσης περίπου εξαρχής συνέβαλε στην εξελικτική απαξίωσή του. Η παράδοξη και αντιφατική διαδρομή και τα κύρια αίτια της απαξίωσης θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν στα ακόλουθα: 

1. Έλλειψη στρατηγικής, πολιτικής και, κυρίως, θέλησης για την ανανέωση του στελεχιακού δυναμικού
Έλλειψη Αξιοκρατίας και έλλειψη κινήτρων. Εστιάζοντας στο ιατρικό δυναμικό, είναι ενδιαφέρον το ότι οι περισσότερες πολιτικές και κλαδικές παρεμβάσεις από την πρώτη εποχή της εφαρμογής του συστήματος εξυπηρέτησαν τις βουλιμικές επιδιώξεις για ανάδειξη όλων των στελεχών του συστήματος και όχι την ανανέωση του τελευταίου. 

Ταυτόχρονα, η επάνδρωση του συστήματος, κυρίως σε ιατρικό προσωπικό, στιγματίστηκε εξαρχής από την κομματική αναξιοκρατία. Αμφότερα τα δύο κύρια κόμματα πρωταγωνίστησαν, με τον ίδιο τρόπο, στην επιλογή με βάση κυρίως τις κομματικές συστάσεις και περγαμηνές. Συχνά, εξαιρετικά καλές σπουδές και διπλώματα σμικρύνθηκαν και απαξιώθηκαν, προκειμένου να επικρατήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα και σκοπιμότητες. Το τελευταίο δεν έγινε σποραδικά. Αντιθέτως, έγινε συχνά και εξελικτικά έλαβε συστημικό, πολιτικό και θεσμικό χαρακτήρα.

2. Πρωτόγονη και σπάταλη οικονομική διαχείριση.
Μέχρι προ τριετίας, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα σημεία της οικονομικής κρίσης, όλες οι βαθμίδες του συστήματος και συγκεκριμένα η πρόνοια, η πρωτοβάθμια περίθαλψη και οπωσδήποτε τα νοσοκομεία είχαν ουσιαστική αυτονομία σε κάθε παράλογη ή / και διεφθαρμένη οικονομική διαχείριση. Συνειδητά ή μη συνειδητά, οι πάντες – ή περίπου οι πάντες – γνώριζαν ότι κάθε συναλλαγή με το «σύστημα» από τις πρώιμες συντάξεις και τα επιδόματα, τις κατασκευές, τα υλικά σίτισης, το πετρέλαιο θέρμανσης, τις οικοσυσκευές, τις φαρμακευτικές και νοσοκομειακές προμήθειες κ.λπ. περιλάμβαναν το ενδεχόμενο παράνομου κέρδους και συναλλαγής. 

Παράλληλα, το σύστημα υπερχρεώθηκε, με ανεξέλεγκτες διαγνωστικές δαπάνες, που μέχρι σήμερα ελάχιστα έχουν επισημανθεί. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, ανά εκατομμύριο πληθυσμού, η χώρα μας έχει σημαντικά τον υψηλότερο αριθμό κάθε είδους διαγνωστικών κέντρων, ενώ ο αριθμός μεγάλων συσκευών απεικόνισης, όπως οι μαγνητικοί και αξονικοί τομογράφοι, είναι επίσης, σε ποσοστιαία βάση, οι περισσότεροι ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. 

Ως αποτέλεσμα, ο ετήσιος αριθμός αξονικών και μαγνητικών τομογραφιών είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη. Αναμφίβολα, το ίδιο συμβαίνει με όλο το φάσμα των διαγνωστικών δοκιμασιών. Τα ασφαλιστικά ταμεία αποδείχτηκαν «μεγαλόθυμα», «αφελή» και «καλοκάγαθα», έτοιμα να εξυπηρετήσουν κάθε προτεινόμενη συνδρομή. 

Εδώ χρειάζεται να επισημανθεί ότι όλη η προηγούμενη ανεκτικότητα και σπατάλη υποστήριξε αποτελεσματικά τους 30.000 επιπλέον γιατρούς που η χώρα μας διαθέτει, σε σχέση με χώρες όμοιου πληθυσμού, όπως το Βέλγιο, η Πορτογαλία και η Τσεχία.

3. Έλλειψη επαφής με την εξελισσόμενη διεθνή πραγματικότητα στα συστήματα υγείας.
Διεθνώς, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, τα συστήματα υγείας ταλαιπωρούνται από το αυξανόμενο κόστος, τις νέες απαιτήσεις, από την εξελισσόμενη βιοτεχνολογία και τις νέες επιδημίες και εκφυλιστικές παθήσεις, κυρίως εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού.
Σε κοινωνίες καλά οργανωμένες, το κράτος οργάνωσε αποτελεσματικά τις αντανακλαστικές, προσαρμοστικές τους πρακτικές. Προσδιόρισε τις προτεραιότητες, εκμεταλλεύτηκε τις δυνατότητες της υπολογιστικής επιστήμης για καταγραφή και έλεγχο των δεδομένων και νοικοκύρεψε τις ανάγκες και τις δαπάνες του. 

Στη χώρα μας, μόλις πρόσφατα και ύστερα από τις τεράστιες αλλαγές που επιβάλλουν οι νέες οικονομικές πραγματικότητες, γίνονται πράγματι βήματα προόδου, αντίστοιχα εκείνων που έχουν προηγηθεί τουλάχιστον μία 15ετία σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Είναι ωστόσο αργά για τη διάσωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Η γήρανση και η απαξίωση το έχουν τραυματίσει θανάσιμα. Ταυτόχρονα οι ανάγκες του πληθυσμού για νέες θεραπείες, φρέσκο και κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό και οπωσδήποτε, νέες τεχνολογίες διαμορφώνονται μονόδρομα και επιτακτικά.

4. Η οικονομική κρίση και η διαγραφόμενη προοπτική.
Οι σύγχρονες οικονομικές συνθήκες στη χώρα μας και η οικονομική ανέχεια του πληθυσμού των μη ασφαλισμένων μεταναστών φορτώνουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας με εξαιρετικά μεγάλο βάρος υποχρεώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν μια αύξηση περίπου 30% στις προσφερόμενες υπηρεσίες από το σύστημα, τα τελευταία δύο χρόνια. Ταυτόχρονα, οι μισθοί του προσωπικού μειώνονται δραματικά και οι αποχωρήσεις στελεχών δεν αντικαθίστανται. 

Νέες τεχνολογίες, νέοι επιστήμονες και νέα σχέδια με προοπτική, σύμφωνα με τις εξελίξεις, δεν υπάρχουν. Είναι ήδη γεγονός, ότι πολλές εξελιγμένες διαγνωστικές η θεραπευτικές τεχνικές παρέχονται κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, όπου οι ασθενείς καλούνται να πληρώσουν από τα προσωπικά τους αποθεματικά ή τις ιδιωτικές τους ασφάλειες. Το σύστημα κλονίζεται θεμελιακά, ενώ ταυτόχρονα οι υποχρεώσεις του αυξάνονται. Κάθε προσπάθεια εξυγίανσης της οικονομικής του διαχείρισης γίνεται ουσιαστική προτεραιότητα. Παράλληλα απαιτείται λεπτομερής ιεράρχηση στόχων και δυνατοτήτων.

Το Εθνικό Σύστημα Υγείας χρειάζεται σήμερα, περισσότερο από ποτέ, διαφάνεια, στρατηγικό σχεδιασμό διαρκείας, ηλεκτρονική παρακολούθηση του κόστους και της αποτελεσματικότητας, ανανέωση και αξιοκρατία. Κάθε λαϊκιστική προσέγγιση, κάθε επάνδρωση με λανθασμένα κριτήρια, κάθε σχεδιασμός από πολιτικούς φίλους μακριά από το κλίμα της σύγχρονης πραγματικότητας κ.λπ. θα συμβάλει στην περαιτέρω απαξίωση. 

Το Εθνικό Σύστημα Υγείας χρειάζεται οπωσδήποτε να αντιληφθεί την εξελισσόμενη ευρωπαϊκή και διεθνή πραγματικότητα και να δημιουργήσει τις αποδοτικότερες δομές, με κύριο γνώμονα το κόστος, την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα.

Πηγή: PhB (Pharma & Health Insurance)