10 προτάσεις της ΓΣΕΒΕΕ για μισθούς και ανταγωνιστικότητα

Στο «τραπέζι» της συζήτησης και της συμφωνίας πρέπει να μπει και το σημαντικό μέρος του κόστους που προέρχεται από τον κρατικό τομέα αμέσως και εμμέσως αναφέρει σε υπόμνημα της η ΓΣΕΒΕΕ, που επισημαίνει ότι τότε μόνο μπορεί να είναι βιώσιμη και αξιόπιστη μία διμερής συμφωνία που θα αφορά τους μισθούς. «Δεν υποστηρίζουμε  ότι οι μισθοί δεν μπορεί να είναι αντικείμενο διορθώσεων, υποστηρίζουμε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει μονομερώς, ιδιαίτερα όταν το περιβάλλον και η φορολογία των εργαζομένων και των επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα συνεχώς μεταβάλλονται».

Η συνομοσπονδία θεωρεί ότι είναι μεγάλη ευθύνη των κυβερνήσεων διαχρονικά και ιδιαίτερα της σημερινής, που δεν λάμβαναν υπόψη τις θέσεις των κοινωνικών εταίρων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, αλλά ούτε ενθάρρυναν το διάλογο για την υποβολή κοινών προτάσεων πολιτικής.

Ο διάλογος και οι συμφωνίες, βέβαια, δεν μπορεί να είναι διμερείς καθώς βασικοί παράγοντες του κόστους και της ανταγωνιστικότητας δεν είναι ελέγξιμοι μόνο από την μεριά των εργοδοτών και των εργαζομένων αλλά εξαρτώνται και από την κυβερνητική – κρατική πολιτική.  Οι εταίροι μπορούν να  ρυθμίσουν το ζήτημα του μισθολογικού κόστους, από την άλλη μεριά οι κυβερνητικές – κρατικές πολιτικές είναι εκείνες που καθορίζουν το συνολικό κόστος των επιχειρήσεων. Αυτό συμβαίνει μέσα από τις παραγωγικές εισροές που συνδέονται με κατ’ ουσία κρατικές υπηρεσίες (ενέργεια κλπ), το μη μισθολογικό κόστος στου οποίου την απόδοση επίσης διαμεσολαβεί το κράτος (ασφάλιση, υγεία, κλπ) και την συνεχώς μεταβαλλόμενη φορολογία σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις. 

Το iw δημοσιεύει το υπόμνημα της συνομοσπονδίας:

Ανταγωνιστικότητα
Η έννοια της ανταγωνιστικότητας, παρά τις ασάφειες που εμπερικλείει είναι μια αμιγώς εμπειρική έννοια, η οποία περιλαμβάνοντας στο εσωτερικό της μια σειρά δεικτών, προσπαθεί να αποτυπώσει και να κατατάξει είτε χώρες είτε τομείς μιας εθνικής οικονομίας σε μια ιεραρχική κλίμακα. Επομένως, η έννοια της ανταγωνιστικότητας έχει δύο πεδία εφαρμογής. Το πρώτο από αυτά, η μάκρο-ανταγωνιστικότητα, αναφέρεται στο σύνολο των εθνικών οικονομιών. Το δεύτερο, η μίκρο-ανταγωνιστικότητα αναφέρεται σε κλάδους ή ακόμα και σε μεμονωμένες επιχειρήσεις. Πιο δημοφιλής από τις δύο αυτές κατηγορίες είναι εκείνη της μάκρονταγωνιστικότητας.  

Για παράδειγμα, στην τελευταία Έκθεση για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα του World Economic Forum για το έτος 2011, η ελληνική οικονομία κατατάσσεται στην 90η θέση στον κόσμο, μένοντας πίσω ακόμα και από χώρες όπως η Αλβανία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Μολδαβία, οι Φιλιππίνες και το Μπαγκλαντές, που είναι και χώρες αποστολής οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα! Σημειωτέον ότι η συνολική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται κατά 50% από το δημόσιο τομέα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας για την Ελλάδα οφείλεται σύμφωνα με αυτή την Έκθεση σε 3 επιμέρους δείκτες: στο δείκτη μακροοικονομικού περιβάλλοντος, στο δείκτη χρηματοπιστωτικών αγορών και στο δείκτη αποδοτικότητας της αγοράς εργασίας. Εάν κανείς ερμηνεύσει συνδυαστικά την πορεία αυτών των 3 δεικτών, μπορεί εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κρίση χρέους, η πολιτική εσωτερικής υποτίμησης που υιοθετήθηκε, όπως και η κρίση ρευστότητας που αυτή η πολιτική συνεπάγεται ευθύνονται κατά ένα μεγάλο μέρος για την απώλεια της μάκρο-ανταγωνιστικότητας.

Η μονομερής υποτίμηση όπως επιχειρείται περιλαμβάνει «ανεργία και συγκρούσεις», που πρέπει πάση θυσία να αποφευχθούν. Στην εσωτερική υποτίμηση μισθών πρέπει να αντιπροταθούν μέτρα πολιτικής που να λαμβάνουν υπόψη ότι η διαμόρφωση μισθών αφορά ταυτόχρονα τον ορισμό μέρους του παραγωγικού κόστους (κι αυτό πρέπει να συγκρατηθεί και να μειωθεί) και του εισοδήματος των παραγωγών (κι αυτό πρέπει να συγκρατηθεί και να υποστηριχθεί) και την υποστήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος των απασχολούμενων. Αυτό μας οδηγεί κατευθείαν στην επιλογή γενναίων αποφάσεων για  την χαμηλότερη κι όχι υψηλότερη φορολογία της εργασίας  και στην ανάγκη ακύρωσης όσων αλληλοσυγκρουόμενων υλοποιήθηκαν την τελευταία διετία, όπου: 

- και ο ονομαστικός μισθός μειώνεται,
- και ο διαθέσιμος μισθός μειώνεται (μέσω αύξησης της άμεσης φορολογίας και του μη μισθολογικού κόστους),
- και η αγοραστική δύναμη του μειούμενου ονομαστικού μισθού και του διαθέσιμου μισθού μειώνεται με την αύξηση των εμμέσων φόρων (ΦΠΑ, κλπ).

Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης και η ύφεση που την ακολούθησε είχαν αρνητικές επιπτώσεις και στη μίκρο-ανταγωνιστικότητα. Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα: 

1. Κατά την περίοδο μεταξύ Γ’ τριμήνου  2009 και Γ’ τριμήνου  2011 το ποσοστό ανεργίας σχεδόν διπλασιάστηκε αφού από το 9,3% έφτασε το 17,7%. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αύξηση αυτού του ποσοστού συνέβαλε κατά ένα μεγάλο μέρος και η απώλεια θέσεων απασχόλησης

 Κατάσταση απασχόλησης και θέση στο επάγγελμα, μεταβολή μεταξύ Γ’ τριμήνου 2011 – Γ’ τριμήνου 2009 (σε χιλ.)

 

Πηγή: Επεξεργασία ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ από ΕΕΔ, ΕΛΣΤΑΤ

2. Μέσα στη χρήση του 2011 πάνω από 4 στις 10 επιχειρήσεις (μεγάλες και μικρές) παρουσίασαν ζημιές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ICAP σε δείγμα 943 επιχειρήσεων (ΑΕ και ΕΠΕ), το 45% των επιχειρήσεων ήταν ζημιογόνες. Ανάλογο εύρημα καταγράφεται και στην πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για τις μικρές επιχειρήσεις (0-49 άτομα προσωπικό) που θα δημοσιευτεί την επόμενη εβδομάδα, όπου το ποσοστό ανέρχεται σε 42,1%.

3. Τέλος, στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών έχει ενταθεί η κρίση ρευστότητας
Η κρίση ρευστότητας αναδεικνύεται και από τα στοιχεία της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, σύμφωνα με τα οποία το συνολικό ποσό των ακάλυπτων επιταγών ανέρχεται σε 2 δις. € για το 2011, αυξημένο κατά 200 εκατ. € σε σχέση με το 2010 και παρά το γεγονός ότι τα συνολικά τεμάχια μειώθηκαν κατά 17.000 περίπου. Τα στοιχεία αυτά υποτιμούν την πραγματική κατάσταση καθώς σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ιανουάριος 2012) μεγάλο μέρος των επιχειρηματιών έχουν στα χέρια τους ακάλυπτες επιταγές που δεν έχουν σφραγίσει.

Με δεδομένο αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον και με τη μείωση του συνολικού κόστους εργασίας, θα ανέμενε κανείς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων ως προς τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρουν. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη μελέτη του ΕΙΕΑΔ , «ο δείκτης συνολικού κόστους εργασίας ξεκίνησε από τις 99,9 μονάδες (μέσος όρος του 2008 = 100 μονάδες βάσης) το α’ τρίμηνο του 2008, κορυφώθηκε στις 107,7 μονάδες το α’ τρίμηνο του 2010, για να πέσει στις 92,3 μονάδες το γ’ τρίμηνο του 2011». Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, οι μισθοί υποχώρησαν κατά 30,4% στον κλάδο του τουρισμού, από το Α’ τρίμηνο του 2010 μέχρι το Γ’ τρίμηνο του 2011.  

Παρόλα αυτά, η αιτιακή αλυσίδα μισθοί-απασχόληση-τιμές δεν λειτούργησε, μολονότι η σωρευτική μείωση μισθών σε πραγματικούς όρους τη διετία 2010-2011 υπερέβη το 14% , ενώ η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν οδήγησε σε αύξηση της απασχόλησης, αλλά σε μείωση. Το ερώτημα επομένως που εγείρεται είναι για ποιους λόγους αυτή η μακροοικονομικά καθοδηγούμενη μείωση του συνολικού κόστους εργασίας, που τον τελευταίο χρόνο συνοδεύτηκε και με την υιοθέτηση πιο ευέλικτων σχέσεων απασχόλησης (μερική απασχόληση, εκ περιτροπής, διευθέτηση) δεν οδήγησε σε μείωση των τιμών. 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΠΕ, το 2011 οι επιχειρήσεις οι οποίες προχώρησαν στη σύναψη νέων συμβάσεων οποιασδήποτε μορφής ήταν κατά 2,62 % λιγότερες σε σχέση με το 2010. Κατά την ίδια περίοδο, διαπιστώνεται κατά 20,93% μείωση των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης, ενώ αυξημένο κατά 3,96% είναι το ποσοστό των συμβάσεων μερικής απασχόλησης. Επίσης, έχει αυξηθεί κατά 12,17% η εκ περιτροπής απασχόληση. Τέλος, οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης των προηγούμενων ετών που μετατράπηκαν στη διάρκεια του 2011 είναι αυξημένες κατά 102,46% όσον αφορά τη μερική απασχόληση, 307,44% για την εκ περιτροπής απασχόληση, κατόπιν συμφωνίας με τους εργαζομένους και 1192,39% για την εκ περιτροπής απασχόληση με μονομερή απόφαση του εργοδότη σε σχέση με τις αντίστοιχες του 2010.

Το 2009 οι συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης αντιπροσώπευαν το 79% των νέων συμβάσεων, το 2010 αντιπροσώπευαν το 66,9% και το πρώτο εννεάμηνο του 2011 το 58,92%. Από την άλλη πλευρά, η αναλογία των συμβάσεων μερικής απασχόλησης στο σύνολο των νέων συμβάσεων αυξήθηκε από 16,7% το 2009 σε 26,1% το 2010 και σε 32,52% το πρώτο εννεάμηνο του 2011. Τέλος, οι συμβάσεις εκ περιτροπής εργασίας αντιπροσώπευαν το 4,3% του συνόλου των νέων συμβάσεων το 2009, το 6,9% των νέων συμβάσεων εργασίας το 2010 και το 8,56% των νέων συμβάσεων εργασίας κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2011.

Δύο είναι οι πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα αυτό. Είτε α) το συνολικό κόστος εργασίας αποτελεί μικρό μόνο μέρος του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων είτε β) η μείωση του συνολικού κόστους εργασίας, αντισταθμίστηκε και ενδεχομένως ξεπεράστηκε από την αύξηση άλλων στοιχείων του κόστους – ιδιαίτερα εκείνων που συνδέονται με τις εισαγόμενες πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά. Στην περίπτωσή μας, ισχύουν και οι δύο απαντήσεις. Έτσι ως προς το α) τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τη Eurostat υπολογίζεται ότι το συνολικό κόστος εργασίας αντιστοιχεί στο 20% της παραγωγής. Ως προς το β) γνωρίζουμε ήδη ότι την τελευταία διετία αυξήθηκαν τόσο οι φορολογικές επιβαρύνσεις (μείωση αφορολόγητου, ειδικές εισφορές, τέλος επιτηδεύματος κλπ) των επιχειρήσεων όσο και οι τιμές των τιμολογίων των ΔΕΚΟ.

 Χρεώσεις εντός τιμολογίου ΔΕΗ, 2004-2011

 

Η επιβάρυνση που προκλήθηκε στις επιχειρήσεις από τις αυξήσεις των στοιχείων του κόστους, αποτυπώνεται και στις στάσεις των επιχειρηματιών όπως αυτές καταγράφονται στην τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.

Γνωρίζουμε επίσης ότι από το Νοέμβριο του 2009 ο Δείκτης Τιμών Εισαγωγών στη Βιομηχανία συνεχώς αυξάνεται, ενώ παράλληλα η Ελλάδα αποτελεί τη δεύτερη ακριβότερη χώρα στην ΕΕ-27 όσον αφορά τις τιμές του μηχανολογικού εξοπλισμού. 


Η δυσκαμψία των τιμών γίνεται εμφανής και στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Δεκέμβρης 2011), για το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή όπου η αύξηση των τιμών κατά 2,4% οφείλεται σε εκείνα τα αγαθά και υπηρεσίες που έχουν επιβαρυνθεί με αυξήσεις στους έμμεσους φόρους (π.χ. ΦΠΑ στην εστίαση από 13% σε 23% – αύξηση κατά 156% μέσα σε ενάμιση χρόνο). Συγκεκριμένα, η αύξηση αυτή οφείλεται: 

α) Κατά 4,3% της ομάδας ‘’ Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά ‘’

β) Κατά 4,6% της ομάδας ‘’ Αλκοολούχα ποτά και καπνός ‘’, 

γ) Κατά 7,9% της ομάδας ‘’ Στέγαση ‘’, λόγω αύξησης των τιμών, κυρίως, του πετρελαίου θέρμανσης, του φυσικού αερίου, του ηλεκτρισμού, των ειδών επισκευής και συντήρησης κατοικίας. 

δ) Κατά 2,0% της ομάδας ‘’ Μεταφορές‘’, λόγω αύξησης, κυρίως, των τιμών στα είδη : καύσιμα αυτοκινήτου (βενζίνη), τέλη κυκλοφορίας, αστικές συγκοινωνίες . Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση των τιμών στα αυτοκίνητα και στα εισιτήρια αεροπλάνων. 

ε) Κατά 3,1% της ομάδας ‘’ Ξενοδοχεία – Καφέ – Εστιατόρια ‘’, λόγω αύξησης, κυρίως, των τιμών των εστιατορίων-ζαχαροπλαστείων-καφενείων-κυλικείων . Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση των τιμών των ξενοδοχείων. 

στ) Κατά 1,9% της ομάδας ‘’ Άλλα αγαθά και υπηρεσίες ‘’, λόγω αύξησης των τιμών, κυρίως, των ασφαλίστρων αυτοκινήτων και δικύκλων και των ειδών ατομικής φροντίδας.

Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και τις μηδαμινές παρεμβάσεις που έχουν γίνει κατά το ίδιο διάστημα προκειμένου να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον (διοικητικά βάρη, κόστος συμμόρφωσης, απλοποίηση νομοθεσίας κλπ). 

Συνοψίζοντας και με δεδομένο ότι οι μισθοί αντιστοιχούν σχεδόν στο 1/5 του κόστους, θα πρέπει να τονιστούν τα εξής:
Για την ανταγωνιστικότητα πρέπει να μπουν στο τραπέζι όλα τα στοιχεία κόστους και όχι μόνον οι μισθοί.   
Είναι κρίσιμη η συμβολή των ενδιάμεσων παραγωγικών εισροών (ενέργεια, εισαγόμενες πρώτες ύλες κλπ).
Είναι κρίσιμη η συμβολή της φορολογίας (αυξήσεις ΦΠΑ κλπ)
Είναι κρίσιμη η συμβολή του μη μισθολογικού κόστους.
Είναι αδήριτη ανάγκη  να διαχωριστεί η σημασία μεταξύ του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, που είναι ανοικτός στον διεθνή ανταγωνισμό και του τομέα των μη εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών.

Β) Μη μισθολογικό κόστος
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι το ονομαστικό ύψος του μη μισθολογικού κόστους ως ποσοστό στο συνολικό κόστος εργασίας είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (45%), το οποίο μοιράζεται σε 16,5% για τον εργαζόμενο και 28,56 % για τον εργοδότη. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι η πρόσληψη ενός εργαζόμενου με μισθολογικές αποδοχές (μισθός + ΦΜΥ) 1000€ ανεβάζει το συνολικό κόστος εργασίας στα 1450 €. Αυτή η αύξηση που προκαλείται από το μη μισθολογικό κόστος αποτελεί για την πλειονότητα των εργοδοτών ένα σημαντικό αντικίνητρο προκειμένου να προχωρήσουν σε αύξηση του προσωπικού τους, ακόμα και όταν αυτό είναι αναγκαίο. 

Χαρακτηριστικό είναι και το παρακάτω διάγραμμα που δείχνει τη μεταβολή στο ύψος της «φορολογικής σφήνας»   (tax wedge) στην Ελλάδα και το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ μεταξύ 2000 και 2010. Ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ το ύψος αυτής της επιβάρυνσης μειώθηκε, στην Ελλάδα ακολούθησε αυξητική πορεία για όλες τις κατηγορίες εργαζομένων και εισοδημάτων.

Εάν συνυπολογιστεί ότι το συνολικό κόστος εργασίας είναι πιο ελαστικό σε σύγκριση με τα άλλα στοιχεία κόστους της επιχείρησης, τότε η διατήρηση του ονομαστικού μη μισθολογικού κόστους σε αυτό το υψηλό επίπεδο οδηγεί συχνά πολλές επιχειρήσεις όχι μόνο στο να αποφεύγουν επιπρόσθετες προσλήψεις αλλά πολλές φορές να οδηγούνται και σε άμεση ή έμμεση μείωση του συνολικού κόστους εργασίας. 

Σε αυτή λοιπόν τη συγκυρία και με στόχο να τεθεί ένα εμπόδιο στην υιοθέτηση τέτοιων υφεσιακών πρακτικών εκ μέρους των επιχειρήσεων, η ΓΣΕΒΕΕ προτείνει μείωση κατά 10% του μη μισθολογικού κόστους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, οι εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών για το έτος 2010 ανήλθαν στα 14 δις. € περίπου. Από αυτά τα 9 δις. € ήταν οι εργοδοτικές και τα υπόλοιπα 5 δις. € οι εισφορές των εργαζομένων. Μια μείωση επομένως του 10% στις συνολικές εισφορές θα σήμαινε απώλεια 1,4 δις. € για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ενώ μια μείωση κατά 10% των εργοδοτικών εισφορών θα σήμαινε απώλεια 900 εκατ. € για τον ίδιο ασφαλιστικό φορέα. Τίθεται, λοιπόν, το ζήτημα αναπλήρωσης αυτών των ποσών με την επιβολή ενός ασφαλιστικού τέλους επί του ετήσιου τζίρου των επιχειρήσεων, το οποίο φυσικά θα υπολογίζεται ως δαπάνη της επιχείρησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία από τους Εθνικούς Λογαριασμούς για το έτος 2010, ο τζίρος των επιχειρήσεων υπολογίζεται ως το υπόλοιπο της παραγωγής μείον τους φόρους επί της παραγωγής. 363 δις – 27 δις = 336 δις €.

Γ) Προτάσεις ΓΣΕΒΕΕ

[1] Μη Μισθολογικό Κόστος (Ασφαλιστικές Εισφορές)

Η βασική πρόταση της ΓΣΕΒΕΕ για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους (ασφαλιστικές εισφορές) είναι η εξής: Μείωση κατά 10% των ασφαλιστικών εισφορών και αναπλήρωση των απωλειών των ασφαλιστικών ταμείων με την επιβολή ασφαλιστικού τέλους επί του τζίρου σε όλες τις επιχειρήσεις όλων των νομικών μορφών (ατομικές, ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ, ΑΕ) ανεξαρτήτως κλάδου δραστηριότητας (τραπεζικός τομέας, χρηματοπιστωτικός, ναυτιλιακός κλπ) και ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακού καθεστώτος (ιδιωτικές, δημόσιες). Με τον τρόπο αυτό, θα δημιουργηθεί ένας ειδικός λογαριασμός αποθεματικού για το Ασφαλιστικό σύστημα, με παράλληλη μείωση του ύψους των τακτικών ασφαλιστικών εισφορών. Το μέτρο της μείωσης ευνοεί τις επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας που καταβάλλουν μεγάλες ασφαλιστικές εισφορές αλλά είναι και εκείνες που προσφέρουν τις περισσότερες θέσεις απασχόλησης. Το μέτρο της μείωσης μπορεί να συνοδεύεται και από την υποχρέωση να καταβάλλονται εμπρόθεσμα οι ασφαλιστικές εισφορές μέσω τράπεζας με ταυτόχρονη ενημέρωση και στην Επιθεώρηση Εργασίας.

 [2] Μισθοί
α) Διατήρηση του κατώτατου μισθού
β) Διατήρηση 13ου – 14ου μισθού (για όλες τις μισθολογικές κατηγορίες)
γ) Συμφωνία για καμία αυξητική μεταβολή των μισθών στον ιδιωτικό τομέα μέχρι και το 2013.
δ) Διατήρηση της μετενέργειας
ε) Πρόσκληση προς τη ΓΣΕΕ για επαναδιαπραγμάτευση εντός Φεβρουαρίου της ΕΓΣΣΕ, λόγω των ριζικών αλλαγών που έχουν συντελεστεί στην οικονομία από το 2010, όταν υπογράφτηκε η ΕΓΣΣΕ.

[3] Φορολογία
- Ζωτικής σημασίας για την οικονομία η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ σε 19% (από 23%) και 9% (από 13%)
- Μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων α) υπό την προϋπόθεση διατήρησης / δημιουργίας απασχόλησης, β) για μεταβίβαση επιχείρησης και γ) για επενδύσεις
- Επαναφορά του αφορολόγητου αποθεματικού για τις παραγωγικές ΜΜΕ, (όπου μέρος των κερδών π.χ. 30% δεν φορολογείται υπό την προϋπόθεση ότι επενδύεται στην επιχείρηση) που προσφέρει μια εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης για επενδύσεις (ίδια κεφάλαια αντί για δάνειο), η οποία θεωρείται καλύτερη για τις ΜΜΕ σε περιόδους κρίσης και ειδικά υπό την έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης.
- Μείωση Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, δημοτικής φορολογίας, φόρων πολυτελείας. Ειδικά για τους ΕΦΚ στην ενέργεια θα πρέπει να τονιστεί ότι αυξάνουν υπέρμετρα το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, καθώς είναι πολλαπλάσιοι εκείνων που επιβάλλουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και των ορίων που αναφέρονται στις σχετικές Οδηγίες της ΕΕ.  Με στόχο τη φορολογική ελάφρυνση των επιχειρήσεων, προτείνεται η εφαρμογή ενός συντελεστή προσαύξησης για τις δαπάνες αυτές (ηλεκτρισμός, πετρέλαιο, φωτάεριο κλπ) κατά την εγγραφή τους στα βιβλία των επιχειρήσεων.
- Υποχρέωση πληρωμής του ΦΠΑ εντός ενός μηνός για όλες τις συναλλαγές. Σήμερα, μια επιχείρηση που πωλεί ένα προϊόν ή υπηρεσία είναι υποχρεωμένη να πληρώσει ΦΠΑ σε 1 ή 3 μήνες, παρά το γεγονός ότι θα εξοφληθεί πολλούς μήνες αργότερα. Η καλύτερη λύση θα ήταν η εισαγωγή ενός προαιρετικού συστήματος ταμειακής λογιστικής, το οποίο μπορεί πλέον να καταστεί δυνατό με την Οδηγία 2010/45/ΕΕ. Έως τότε, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη που θα υποχρεώνει τον αγοραστή να πληρώνει το ποσό του ΦΠΑ εντός ενός μηνός, ανεξάρτητα από άλλους διακανονισμούς.
- Εισαγωγή εναλλακτικών, προαιρετικών συστημάτων φορολογίας για τις ΜΜΕ (κυρίως ΦΠΑ), με στόχο την ελαχιστοποίηση του γραφειοκρατικού κόστους. Ένα πιθανό σύστημα θα μπορούσε να είναι η εισαγωγή ενός φόρου επί του κύκλου εργασιών για τις ΜΜΕ με τζίρο μικρότερο των 2 εκατ. €, με διαφορετικούς συντελεστές ανάλογα με τον κλάδο δραστηριότητας, αντικαθιστώντας το ΦΠΑ και ίσως και το φόρο εισοδήματος.
- Κατάργηση του απαρχαιωμένου, μοναδικού στην Ευρώπη ΚΒΣ που στην πράξη ευνοεί φαινόμενα συνδιαλλαγής.
- Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος
- Δημιουργία Συμβουλευτικής Υπηρεσίας (όπως προτείνει η Παγκόσμια Τράπεζα) που θα ασκεί προληπτικό έλεγχο παρέχοντας προτάσεις, όχι ποινές, στις επιχειρήσεις για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης (παράλληλη υπηρεσία με τις ελεγκτικές αρχές).   

[4] Καθυστερήσεις πληρωμών του Δημοσίου
- Άμεσος συμψηφισμός οφειλών μεταξύ επιχειρήσεων και Δημοσίου. Πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας ή ακόμα και βιωσιμότητας, καθώς ενώ δεν έχουν εξοφληθεί για αγαθά και υπηρεσίες που παρείχαν στο Δημόσιο, είναι υποχρεωμένες να πληρώσουν ΦΠΑ και λοιπούς φόρους (οι καθυστερήσεις πληρωμών του Δημοσίου συχνά ξεπερνούν τους 12 μήνες και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και τους 24 μήνες).
- Εξόφληση υποχρεώσεων του Δημοσίου για προμήθειες εντός 30 ημερών, με την εφαρμογή της νέας Οδηγίας 2001/7/ΕΕ.
- Προώθηση προγραμμάτων “factoring without recourse” (εκχώρησης απαιτήσεων χωρίς αναγωγή) για οφειλές του Δημοσίου προς επιχειρήσεις.

[5] Πρόσβαση στη Χρηματοδότηση – Ρευστότητα
- Δημιουργία επενδυτικής τράπεζας ειδικού σκοπού για ΜΜΕ. Η απροθυμία/ αδυναμία των τραπεζών να παρέχουν χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις της πραγματικής οικονομίας καθιστά επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας μιας επενδυτικής τράπεζας ειδικού σκοπού για τις ΜΜΕ. Θα πρέπει να σημειωθεί, άλλωστε, ότι ακόμα και όταν δίνονται δάνεια προς τις επιχειρήσεις τα επιτόκια είναι πολύ υψηλότερα από τα αντίστοιχα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ένα από τα σημαντικότερα ελλείμματα ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, εάν μια ελληνική επιχείρηση δανείζεται με επιτόκιο 12%, πώς θα μπορέσει να ανταγωνιστεί μια αντίστοιχη ευρωπαϊκή όταν εκείνη δανείζεται με επιτόκιο 4%; 
- Επιτάχυνση των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ που απευθύνονται στις ΜΜΕ. Τα προγράμματα που παρέχουν επιδότηση τις ΜΜΕ πρέπει να εφαρμοστούν γρήγορα, με ορισμένες τροποποιήσεις: Α) Ένα συγκεκριμένο ποσοστό του προϋπολογισμού πρέπει ρητά να κατευθύνεται στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις. Β) Το γραφειοκρατικό κόστος πρέπει να μειωθεί καθώς αποτελεί σημαντικό αντικίνητρο. Γ) Πρέπει να αντιμετωπιστεί η έλλειψη πληροφόρησης με διάφορους τρόπους (π.χ επισύναψη ενημερωτικών φυλλαδίων με τους λογαριασμούς του ΟΑΕΕ). Δ) Ίσως το πιο σημαντικό ζήτημα είναι η χαλάρωση ορισμένων προϋποθέσεων / υποχρεώσεων συμμετοχής. Τα βασικότερα προβλήματα είναι η υποχρέωση δημιουργίας θέσεων απασχόλησης και η προϋπόθεση ανοδικού κύκλου εργασιών για τα προηγούμενα χρόνια. Αξίζει επίσης να τονιστεί ότι τα προγράμματα του ΕΣΠΑ θα πρέπει να απευθύνονται σε παραγωγικές ΜΜΕ και σε εκείνες που συνδυάζουν μεταποίηση και εμπορία προϊόντων. Φυσικά, ιδιαίτερη προσοχή και στήριξη πρέπει να δοθεί σε δραστηριότητες όπως ο τουρισμός και η μεταποίηση αγροτικών προϊόντων.
- Σταδιακή μείωση του ορίου μεταχρονολόγησης των επιταγών, έπειτα από διάλογο, ώστε να εξαλειφθούν τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν πολλές επιχειρήσεις λόγω του φαινομένου αυτού.
- Ενεργοποίηση του ΕΤΕΑΝ με προγράμματα δανειοδότησης και εγγυήσεων. Προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προώθηση προγραμμάτων εγγυήσεων για δάνεια που αφορούν κεφάλαιο κίνησης και την αποπληρωμή οφειλών. 

[6] Απασχόληση
- Μείωση του γραφειοκρατικού κόστους που οφείλεται στην εργατική νομοθεσία. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που εμποδίζουν την αύξηση της απασχόλησης δεν είναι όπως προαναφέρθηκε το ύψος του μισθού, αλλά η επιβάρυνση που προκαλείται από το πλήθος άσκοπων ρυθμίσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές εμποδίζουν τόσο τους εργοδότες όσο και τους εργαζόμενους να αναταποκριθούν στις σημερινές ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ιδιαίτερα σε σχέση με τους κλάδους του επισιτισμού – τουρισμού θα πρέπει να μελετηθούν σε συνεργασία με τους εργαζόμενους όλες οι κανονιστικές διατάξεις, καθώς εμφανίζονται περισσότερα προβλήματα λόγω της φύσης της δραστηριότητας (μεγάλα ωράρια, εποχικότητα κλπ).
- Προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, διάρκειας 12 μηνών για νέους άνεργους έως 30 ετών, με επιδότηση κατά το ήμισυ του μισθολογικού κόστους από τον ΟΑΕΔ (πλέον ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης). Η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας κάτω από τις παρούσες συνθήκες είναι απαραίτητο στοιχείο για την εξεύρεση μιας πιο σταθερής θέσης εργασίας.
- Εφαρμογή προγραμμάτων ΕΣΠΑ για πέμπτη ημέρα εργασίας αφιερωμένη στην κατάρτιση, ιδιαίτερα για παραγωγικές επιχειρήσεις
- Η αντιμετώπιση της ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα. Μια σοβαρή αιτία που εντείνει αυτό το φαινόμενο είναι και οι γραφειοκρατικές, άκαμπτες διαδικασίες που οδηγούν εργοδότες και εργαζόμενους σε αδυναμία συμμόρφωσης.
- Αναδιοργάνωση του ΟΑΕΔ για τη σύζευξη ζήτησης – προσφοράς εργασίας με τις εξής κατευθύνσεις: α) Μεγαλύτερη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, ευέλικτη δομή διοίκησης. β) Εκσυγχρονισμός και αναβάθμιση των υπηρεσιών και των μεθόδων παρέμβασης. γ) Ενεργή συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη λήψη αποφάσεων και τη διοίκηση.

[7] Αδειοδότηση Επιχειρήσεων – Χωροταξία
- Απλοποιημένες διαδικασίες αδειοδότησης για τις ΜΜΕ μέσω Πιστοποιημένων Μηχανικών (ΤΕΕ), κατά τα πρότυπα έκδοσης οικοδομικών αδειών (χωρίς τη μεσολάβηση δημόσιας υπηρεσίας) αρχικά για τις εγκαταστάσεις χαμηλής όχλησης.
- Διορθώσεις στον πρόσφατο νόμο για την αδειοδότηση, με την άρση της εξαίρεσης της Αττικής και τη βελτίωση των ρυθμίσεων των Υπουργικών Αποφάσεων.
- Ολοκλήρωση χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ώστε να αρθούν τα εμπόδια από την ασάφεια του καθεστώτος χρήσεων γης σε πολλές περιοχές της χώρας.
- Αναθεώρηση της εμπορικής πολεοδομίας με στόχο τον περιορισμό της άναρχης επέκτασης των πολυκαταστημάτων και των εμπορικών κέντρων τύπου Mall. Παράλληλα, θα πρέπει να παρθούν μέτρα για την αναβάθμιση των τοπικών αγορών ώστε να είναι σε θέση να ανταγωνιστούν ισότιμα με τα πολυκαταστήματα και να καταστούν ελκυστικοί πόλοι τουριστικού ενδιαφέροντος (ανοικτές τοπικές αγορές).
- Αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας με την δημιουργία επιχειρηματικών πάρκων για επιχειρήσεις, ώστε να διευκολυνθεί και η δικτύωση των επιχειρήσεων (clusters, συνεταιρισμοί κ.α), ιδιαίτερα των μεταποιητικών.

[8] Γραφειοκρατία – Δημόσια Διοίκηση
- Δημιουργία Κέντρων Εξυπηρέτησης Επιχειρήσεων, ως one stop shop για όλες τις διαδικασίες, με αυτεπάγγελτη αναζήτηση εγγράφων.
- Υιοθέτηση της αρχής «προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις» στη νομοθετική διαδικασία και την λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Εκπόνηση Έκθεσης Αναμενόμενων Επιπτώσεων σε κάθε νομοθέτημα.
- Βελτίωση στην απονομή της δικαιοσύνης, με στόχο τόσο την ταχύτητα όσο και την εμπέδωση κλίματος ασφάλειας των επενδυτών
- Ιδιαίτερη μέριμνα στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, όπου πέρα από την απλοποίηση των διαδικασιών και τη μείωση της γραφειοκρατίας χρειάζονται την ολόπλευρη στήριξη του κράτους μέσω της παροχής πληροφόρησης για τις εξωτερικές αγορές και τη στενότερη συνεργασία των εμπορικών ακολούθων.

[9] Λειτουργία αγοράς – Ανταγωνισμός
- Καταπολέμηση παραεμπορίου, λαθρεμπορίου που αποτελούν πληγές για την ανάπτυξη, με ελέγχους στην πηγή της διακίνησης.
- Στενή εποπτεία της αγοράς, για την αποτροπή εμφάνισης ολιγοπωλιακών συνθηκών.
- Εντατικότεροι έλεγχοι στους τρόπους διαμόρφωσης των τιμών,  με έμφαση στις ενδο-ομιλικές και τις τριγωνικές συναλλαγές σε όλο το φάσμα της οικονομίας (μεταποίηση, εμπόριο, υπηρεσίες, τουρισμός), που είναι πολύ σημαντικότερο και ουσιαστικότερο από την απελευθέρωση των λεγόμενων «κλειστών» επαγγελμάτων.
- Δημιουργία Παρατηρητηρίου Τιμών προϊόντων, πρώτων υλών και μηχανολογικού εξοπλισμού. Είναι ενδεικτικό ότι η χώρα μας αποτελεί την δεύτερη ακριβότερη στην Ευρώπη για μηχανολογικό εξοπλισμό (Eurostat), γεγονός που εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών επιχειρήσεων και μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους.
- Ενθάρρυνση της καταναλωτικής συνείδησης για τη χρήση ελληνικών προϊόντων. Είναι πολύ σημαντική η αντικατάσταση των εισαγόμενων προϊόντων από ελληνικά και παρέχει οικονομικά ισοδύναμο αποτέλεσμα με αυτό της αύξησης των εξαγωγών. 

[10] Εκπαίδευση
- Αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης (δημόσιας και ιδιωτικής) με στόχο την εξειδίκευση στελεχιακού δυναμικού σε τομείς αιχμής όπως ο τουρισμός, οι αγροτικές καλλιέργειες, ο σχεδιασμός προϊόντων, η τυποποίηση κλπ
- Σύνδεση της έρευνας πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με μικρές επιχειρήσεις για την ενίσχυση της καινοτομίας.