Τα τεχνικά επιτόκια «γονατίζουν» την ασφαλιστική αγορά

Κάθετα αντίθετη είναι η Τράπεζα της Ελλάδος στην πρόταση της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών για αλλαγή της νομοθεσίας που προβλέπει ανώτατο τεχνικό επιτόκιο 3,35% για τον κλάδο των αποταμιευτικών προγραμμάτων.  
Η πρόταση έχει διατυπωθεί επίσημα και προβλέπει τη μείωση του ανώτατου τεχνικού επιτοκίου ακόμη και στα παλιά συμβόλαια με ισχύ το υπόλοιπο της διάρκειας αυτών των συμβολαίων εφεξής και όχι τις αποδόσεις που έχουν υπάρξει έως σήμερα.
Το σκεπτικό της σχετικής πρότασης στηρίζεται στο γεγονός ότι οι αποδόσεις της τάξης του 3,35% είναι πλέον ανέφικτες με βάση τις συνθήκες που επικρατούν στις χρηματοαγορές και επιβάλλει την αναπροσαρμογή του σχετικού ορίου σε επίπεδο χαμηλότερο που θα αντοποκρίνεται στις συνθήκες της αγοράς.
Η πρόταση δεν φαίνεται να βρίσκει ευ ήκον ους από την ΤτΕ, στο βαθμό που η μονομερής αναπροσαρμογή των συμβάσεων μπορεί να καταπέσει στα διοικητικά δικαστήρια, ακυρώνοντας οποιαδήποτε προσπάθεια εξορθολογισμού του κόστους των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.
Αν και αναγνωρίζεται ότι η επίτευξη υψηλών αποδόσεων δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες των αγορών, η αρμόδια εποπτική αρχή συγκλίνει στην άποψη ότι ο ανταγωνισμός από τα τραπεζικά προϊόντα, οι αποδόσεις των οποίων φθάνουν  ακόμη και το 5%, θα συνέθλιβε οποιαδήποτε προσπάθεια εξορθολογισμού του κλάδου των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων.
Η μείωση του ανώτατου εγγυημένου τεχνικού επιτοκίου, σε επίπεδο κάτω του 3,35% θα δημιουργούσε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζικών και ασφαλιστικών προϊόντων, θέτοντας σε ευθεία αμφισβήτηση το όποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα του ασφαλιστικού κλάδου.
Να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των ασφαλιστικών εταιρειών έχει υιοθετήσει επίπεδα αποδόσεων της τάξης του 2% έως 2,5% προσαρμοζόμενη στις συνθήκες της αγοράς. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες ασφαλιστικές εταιρείες που υπόσχονται υψηλότερες εγγυημένες αποδόσεις σε μια προσπάθεια έντασης του ανταγωνισμού. Η πρακτική αυτή ωστόσο τίθεται εν αμφιβόλω με βάση τις προοπτικές των μακροπρόθεσμων επενδύσεων αλλά και τις απαιτήσεις ενόψει της Φερεγγυότητας II, που προϋποθέτουν υψηλή κεφαλαιακή θωράκιση ενόψει των επερχόμενων κινδύνων.