Ήρθε η ώρα των μειώσεων στα ασφάλιστρα

Το τελευταίο χρονικό διάστημα, έχουμε γίνει μάρτυρες «εκκωφαντικών» αναλύσεων και «σπαρακτικών» απόψεων για το οικονομικό μέλλον της δύσμοιρης – όπως την καταντήσαμε – αυτής χώρας!

Ξεκινάμε από την επιστροφή μας στη δραχμή και την έξοδό μας από την ΟΝΕ (τουλάχιστον, αν όχι και την Ε.Ε.), με ξεκάθαρα άσχημη οικονομική κατάληξη για όλη τη χώρα και για το 90% του ελληνικού λαού. 

Με διάφορες παραλλαγές σεναρίων οικονομικής καταστροφής αυτής της χώρας, μέσα σε όλα τα άλλα, ακούστηκε και το εξής συμπέρασμα: Ότι δηλαδή οι δανειστές μας επιδιώκουν να μας επιβάλουν μισθούς Ινδίας και Κίνας, δηλαδή πείνας. Βέβαια κανείς δεν αναφέρθηκε στο πώς μπορούμε να μην έχουμε τέτοιους μισθούς, σε ένα παγκοσμιοποιημένο ανταγωνιστικό οικονομικό σύστημα σαν το σημερινό; 

Πώς δηλαδή θα μπορούσε να δικαιολογείται ο μισθός ενός Έλληνα δημοσίου υπαλλήλου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα; Τι ακριβώς παράγεται απο την εργασία του, κάποιο προϊόν ή υπηρεσία που έχει ζήτηση και έτσι κάποιοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν, ώστε με τον τρόπο αυτό να καλυφθεί και το κόστος του μισθού του; Όποιος και αν είναι αυτός, αν δε είναι υψηλός – που είναι με τα επιδόματα – είναι ακόμη δυσκολότερο να καλυφθεί.

Αφού λοιπόν δεν υπάρχει εφορία ή πολεοδομία στην οποία η υπόθεσή μας να μην κρατάει συνολικά πάνω από μία ώρα, ποια αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα δικαιολογεί τους μισθούς των υπαλλήλων; Καμιά!
Ωραία, λοιπόν, ας δούμε τι γίνεται στον ιδιωτικό τομέα:

Ο ιδιωτικός τομέας είναι κατ’ ευφημισμόν ανοικτή αγορά! Πρώτον γιατί το 60% του ελληνικού ΑΕΠ προέρχεται από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και δεύτερον διότι η ελληνική αγορά λειτουργεί με συντεχνίες κλειστών επαγγελμάτων και μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών αγορών (τομέας τροφίμων, φαρμάκων, ενέργειας, καυσίμων, κατασκευών, κ.λπ.). Άρα και εδώ υπάρχουν αυξημένες αμοιβές λόγω μη ελεύθερου ανταγωνισμού. Μήπως αυτοί δεν είναι και οι λόγοι για τους οποίους δεν γίνονται επενδύσεις στην Ελλάδα; Ποιος θέλει να αντιμετωπίσει την ελληνική γραφειοκρατία και τις αγκυλώσεις του ιδιωτικού τομέα; Γιατί λοιπόν να μην επιδιώκεται, για να γίνουμε ανταγωνιστικοί και να έρθουν επενδύσεις, να μειωθούν οι μισθοί; Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να μειωθούν και τα κόστη διαβίωσης, αντίστοιχα βέβαια. Αλλιώς, ας μας αποδείξει κάποιος ότι καλώς υπάρχουν αυτοί οι μισθοί στην Ελλάδα (σε ένα μεγάλο ποσοστό και βαθμό τουλάχιστον), αφού αυτό σημαίνει ότι παράγουμε καινοτόμα προϊόντα και εξειδικευμένες υπηρεσίες. Παράγουμε όμως; 

Δεν το έχω όμως ακούσει ή διαβάσει αυτό σε κάποιες αναλύσεις των φωστήρων! Δηλαδή είναι σαν να λέμε ότι αφού δεν καταφέρνουμε το αυτονόητο, καλώς δανειζόμαστε για να πληρώνονται υψηλοί μισθοί στο δημόσιο και να δανείζεται ο ιδιωτικός τομέας για να καταναλώνει αυτά που δεν μπορεί να πληρώσει κανονικά ή για να καταναλώνει παραπάνω απ’ ό,τι παράγει (όπου γίνεται αυτό), ώστε έτσι να ζούμε όλοι σε μια επίπλαστη ευμάρεια. 

Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και ο θεσμός της ιδιωτικής ασφάλισης. Αν πραγματικά θέλουμε να γίνουμε ένα ανταγωνιστικό κράτος, θα πρέπει και τα ασφαλιστικά προγράμματα των διαφόρων κλάδων ασφάλισης να προσαρμοστούν στα καινούργια δεδομένα των ασφαλιστικών εταιρειών. Αν είναι δηλαδή να μειωθούν μισθοί και κόστη διαβίωσης στο 50% των υπαρχόντων, τότε θα πρέπει και ένα νοσοκομειακό πρόγραμμα, παραδείγματος χάριν, να μειωθεί όσο περισσότερο γίνεται, γιατί δεν θα είναι λογικό το ιατρικό κόστος των ιδιωτικών κλινικών να συνεχίζει την ανοδική του πορεία χωρίς αιτία, παρά μόνο για την εξυπηρέτηση των αμοιβών του ιατρικού κόσμου και των κερδών των μετόχων. Δεν μπορεί ένας γιατρός νοσοκομείου στη Γερμανία, παραδείγματος χάριν, να έχει εισόδημα το 1/3 του αντίστοιχου Έλληνα γιατρού του ιδιωτικού τομέα!

Ίσως γι’ αυτό και να σκέπτονται οι ασφαλιστικές εταιρείες να δίνουν κίνητρα στην Ελλάδα, ώστε οι ασφαλισμένοι να νοσηλεύονται σε νοσοκομείο της Ε.Ε. και όχι σε ελληνικό. Ήδη με τη συμφωνία των ασφαλιστικών εταιρειών με τα δημόσια νοσοκομεία, να παρέχουν στο άμεσο μέλλον νοσηλεία σε ασφαλισμένους με ιδιωτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, ανοίγει ο δρόμος για τη δημιουργία νέων, οικονομικότερων προγραμμάτων νοσηλείας, αφού τα κόστη στα δημόσια είναι χαμηλότερα. 

Γενικότερα λοιπόν ήδη και στον ασφαλιστικό χώρο, υπάρχει η τάση να μειώνονται τα ασφάλιστρα σε κάποιους κλάδους, επειδή έχουν ακολουθήσει τα τελευταία χρόνια ανοδική πορεία, αναγκαστικά βέβαια, για να μπορούν να καλύπτονται οι υπερχρεωμένες ζημιές. Ακόμη και στον περιβόητο κλάδο του αυτοκινήτου (με 1,5 εκατ. ανασφάλιστα αυτοκίνητα πανελλαδικά και το επικουρικό να «πνέει τα λοίσθια») μια πολυεθνική, πολύ σοβαρή, εταιρεία έχει ξεκινήσει την παροχή προγράμματος ασφάλισης με πολύ χαμηλότερα ασφάλιστρα από τα υπόλοιπα της αγοράς και ακόμη, σε πολλές περιπτώσεις, και από τις εταιρείες που διαφημίζουν την ασφάλιση μέσω διαδικτύου. 

Η συγκεκριμένη δε εταιρεία προσφέρει και μονοψήφια, πολύ χαμηλή προμήθεια στους συνεργάτες της, αντί δηλαδή να προσπαθεί να προσελκύσει πελάτες, με τη παρότρυνση να ασφαλιστούν απευθείας μέσω του διαδικτύου, στερώντας τους έτσι τη δυνατότητα να κατευθύνονται από κάποιον επαγγελματία διαμεσολαβητή (μάλλον δεν τους συμφέρουν οι επαγγελματίες ή δεν θεωρούν ότι υπάρχουν τέτοιοι).

Σαφέστατα θα ήταν καλό οι ασφαλιστικές να κατευθυνθούν προς τη δημιουργία οικονομικότερων προγραμμάτων, ειδικά στα νοσοκομειακά, καθότι οι ασφαλίσεις πυρός, όπως παραδείγματος χάριν οι ασφαλίσεις κατοικιών ή μικρών επιχειρήσεων, έχουν σταθερά και γενικότερα χαμηλά ασφάλιστρα τα τελευταία χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο θα παρακινηθεί ο κόσμος να ξανασκεφτεί το θεσμό της ιδιωτικής ασφάλισης και πόσο απαραίτητος είναι αυτός ειδικά με τις εξελίξεις της εποχής μας. Θα προσφύγει έτσι ευκολότερα σε επαγγελματίες ή τουλάχιστον θα τους αναζητήσει πιο συνειδητά και θα τους συμβουλευθεί για να τον βοηθήσουν να επιλέξει κάτι που θα καλύπτει περισσότερο τις ανάγκες του, με βάση πάντα και τις οικονομικές του δυνατότητες, ειδικά σήμερα.
Θα χρειαστεί ίσως πολλοί ήδη ασφαλισμένοι να αναδιαρθρώσουν τα υπάρχοντα συμβόλαιά τους με άλλα, περισσότερο κοντινά στις ιδιαιτερότητες της εποχής μας, αρκεί να έχουν δημιουργηθεί βέβαια αυτά τα συμβόλαια, τα οποία σήμερα εκλείπουν.
Μακάρι λοιπόν αυτή η τάση, που διαφαίνεται στις μέρες μας, να γίνει και πραγματικότητα.

Ίσως η ανεπίσημη χρεωκοπία της χώρας, και κατ’ επέκταση τα βιώματα της κρίσης, να μας ωριμάσουν ως λαό και να αντιληφθούμε ότι όλοι πρέπει να αξιολογήσουμε τις καταστάσεις βάσει πραγματικών παραμέτρων, όπως έχουν οριστεί στη δύσκολη και απάνθρωπη – είναι αλήθεια – σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία.