Το δημόσιο βλάπτει το ασφαλιστικό σύστημα

Υπέρ μιας συνολικής προσέγγισης στο θέμα της ασφάλισης, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δημογραφικές εξελίξεις αλλά και η δημοσιονομική πίεση τάσσεται το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών στη μελέτη που εκπόνησε και το μέλλον των συντάξεων στην χώρα μας. Το ΙΟΒΕ χαρακτηρίζει το τοπίο πέρα από την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση «ανεξερεύνητο», που πιθανό να κρύβει πολύτιμους πόρους, τους οποίους όπως σημειώνει μπορούμε να εκμεταλλευθούμε τόσο προς όφελος της δημοσιονομικής κατάστασης όσο και της αναπλήρωσης εισοδημάτων στο μέλλον.

Εδώ και δεκαετίες, το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα αποτελεί μια μόνιμη πηγή προβλημάτων και αντιπαραθέσεων. Το ασφαλιστικό σύστημα σήμερα κινείται με γνώμονα τα παλαιά πρότυπα της οικογένειας, της εργασίας και της αποταμίευσης των νοικοκυριών και ο κυρίαρχα δημόσιος χαρακτήρας του στηρίζει τον εγκλωβισμό του σε αυτά τα πρότυπα. Αυτό συμπεραίνει η μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών με τον τίτλο «Συντάξεις – Πέρα από τον Πρώτο Πυλώνα», τα συμπεράσματα της οποίας παρουσίασε πρόσφατα ο υπεύθυνος Παρατηρητηρίου Δημόσιου Τομέα – Κράτους του ΙΟΒΕ, καθηγητής κ. Νίκος Καραβίτης

Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές του ΙΟΒΕ, η χώρα μας αρνείται να αντιμετωπίσει θαρραλέα και αποτελεσματικά τα προβλήματα:
• Του παρελθόντος, με κυρίαρχο το παράδοξο της Ελλάδας, η οποία ανέπτυξε ένα σύστημα που ξοδεύει πολλά, αλλά συγχρόνως μεγάλο μέρος των συνταξιούχων και ηλικιωμένων βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας
• Του μέλλοντος, τα οποία εντείνονται με εκθετικό ρυθμό υπό την πίεση της δημογραφικής γήρανσης, με τις μέλλουσες γενεές να έχουν χάσει το παιχνίδι από τα αποδυτήρια (αφού ο διαιτητής επιλέγεται από τις μυωπικές παρούσες γενεές), αλλά και
• Του παρόντος, με τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κρίση να οξύνει τα υπάρχοντα προβλήματα βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.

Οι ευρωπαϊκές εξελίξεις

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ζουν περισσότεροι από 100 εκατομμύρια συνταξιούχοι (2008), εκ των οποίων το 59% είναι γυναίκες. Ο αριθμός των συνταξιούχων ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού ποικίλλει στις χώρες από 12,9% έως 27,2%, γεγονός που αποδίδεται τόσο σε δημογραφικές διαφορές όσο και σε διαφορές των ασφαλιστικών συστημάτων τους. Δεδομένου του ότι σε γενικές γραμμές οι συνταξιούχοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση καλύπτονται κυρίως από τον πρώτο πυλώνα, αναγνωρίζεται ότι ο αριθμός των συνταξιούχων είναι πολύ υψηλός και μάλιστα με ανοδική τάση, πιέζοντας τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών και, κατ’ επέκταση, των δημοσιονομικών συστημάτων. Η αύξηση των συνταξιούχων του δημοσίου κατά την περίοδο 2007 – 2060 θα είναι της τάξης του 40%, ενώ αντίθετα οι συνεισφέροντες στα σχήματα παρουσιάζουν μια μείωση της τάξης του 7,5%. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat, ο λόγος των ατόμων ηλικίας άνω των 65 προς το σύνολο του πληθυσμού αναμένεται να αυξηθεί εντυπωσιακά μέχρι το 2060, ενώ για την Ελλάδα τα στοιχεία δείχνουν ακόμη πιο σοβαρή επιδείνωση.

Τα ασφαλιστικά συστήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένιωσαν την κρίση, με τα ασφαλιστικά ταμεία του δημοσίου να πλήττονται από την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και την αδυναμία δημοσιονομικής στήριξης, ενώ το κεφαλαιοποιητικό τμήμα του ασφαλιστικού συστήματος ήταν εκτεθειμένο και ευάλωτο στις πιέσεις των χρηματοοικονομικών αγορών. Με την εμφάνιση της κρίσης, τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα έχασαν 20% της αξίας τους μέσα στο 2008, αλλά κατάφεραν να την ανακτήσουν.

Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπερβαίνουν το 1/4 του Α.Ε.Π., παρουσιάζοντας όμως σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών, όπου κυμαίνονται από 15,1% έως 30,8%. Οι δαπάνες για συντάξεις (γήρατος και επιζώντων) κυμαίνονται από 5,5% έως 16,1%, του Α.Ε.Π., ή 11,1% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.-27. Η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο κοινωνικών δαπανών και τον υπερβαίνει όσον αφορά στις συντάξεις, αντανακλώντας, μεταξύ άλλων, και τη σχετικά πιο δυσχερή δημογραφική της κατάσταση.

Εξετάζοντας τη διαχρονική εξέλιξη των κοινωνικών μεγεθών, τόσο ως ποσοστά του Α.Ε.Π. όσο και ως ποσοστά του συνόλου των δημοσίων δαπανών, παρατηρούμε ότι κατά τη δεκαετία του 2000 οι υψηλές κοινωνικές δαπάνες και οι συντάξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζουν μια ελαφρά πτωτική τάση, τόσο ως ποσοστά του Α.Ε.Π. όσο και ως ποσοστά του συνόλου των δημοσίων δαπανών .

Αυτό αποτελεί δείγμα μίας συνολικά περιοριστικής πολιτικής κατά την περίοδο αυτή. Αντιθέτως, στην Ελλάδα η τάση είναι σαφώς αυξητική, της τάξης του 6% του Α.Ε.Π., για τις κοινωνικές δαπάνες (2,5% για τις συντάξεις) δείχνοντας, τόσο τη σημασία που οι δαπάνες αυτές έχουν για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα όσο και την πίεση που ασκούν για εκτόπιση άλλων δημοσίων δαπανών. Το 2008 οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα έφτασαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (απορροφώντας πάνω από τις μισές δημόσιες δαπάνες), ενώ οι συντάξεις τον ξεπέρασαν το 2006, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ¼ των συνολικών δαπανών.

Μια παρόμοια, αλλά πιο έντονη, εικόνα έχουμε αν χρησιμοποιήσουμε τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, όπου παρατηρούμε ότι, όπως και στην περίπτωση της Ε.Ε.-27, οι κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα αυξάνονται πολύ ταχύτερα από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ, με αποτέλεσμα να τον υπερβούν το 2007 κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες του Α.Ε.Π., ενώ το 1980 ήταν περίπου 5,5% χαμηλότερα. 

Η μεταρρύθμιση
Η έρευνα δείχνει ότι το ασφαλιστικό σύστημα έχει χτιστεί αποσπασματικά και η μέχρι τώρα αναμόρφωση κυρίως μέρους του πρώτου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος έγινε με γνώμονα τη μείωση του δημοσιονομικού βάρους στις επόμενες γενεές. 

Η αναμόρφωση του 2010 θα πρέπει να συνοδευθεί και με ανάλογες παρεμβάσεις για τα επαγγελματικά – ιδιωτικά ασφαλιστικά σχήματα, στο βαθμό που δεν προβλέπει την αναπλήρωση εισοδημάτων που θα μειωθούν. 

Η αναθεώρηση του 2010 που περιλαμβάνει την αυστηροποίηση των ορίων ηλικίας, την επιμήκυνση του εργασιακού βίου και τη μείωση της γενναιοδωρίας του συστήματος, αποσκοπεί στην εξοικονόμηση 2,5%-4,5% του Α.Ε.Π. των δαπανών για συντάξεις μέχρι το 2050. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των συγκεκριμένων δαπανών απλώς θα περιοριστεί στο 8%-10% του Α.Ε.Π. και, ως εκ τούτου, θα πρέπει στο μέλλον να εξευρεθούν επιπλέον πόροι. Εκτός αυτού, η λεγόμενη «γενναιοδωρία του συστήματος» περιορίζεται με την ισχύ νέων κανόνων για τον υπολογισμό των συντάξεων. Επίσης, ενώ θεσπίζεται η βασική σύνταξη για την κοινωνική προστασία των ηλικιωμένων με πολύ χαμηλά εισοδήματα, ο βαθμός αναπλήρωσης αναμένεται σταδιακά να μειωθεί αισθητά τα επόμενα έτη.
 
Το νέο ασφαλιστικό πλαίσιο δεν ασχολείται με το βαθμό αναπλήρωσης της μέσης σύνταξης και τα πιθανά μελλοντικά προβλήματα. Αν, μάλιστα, γίνει η λογική υπόθεση ότι στο μέλλον είναι πιθανό η αναπροσαρμογή των συντάξεων να γίνεται στη βάση του πληθωρισμού και όχι της αύξησης μισθών, τότε υφίσταται άλλος ένας λόγος για τον οποίο μπορούμε να περιμένουμε πτώση των ποσοστών αναπλήρωσης, στο γενικότερο πλαίσιο της αναμενόμενης μείωσης κατά 20%, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

 Τα επικουρικά ταμεία

Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. Μέχρι το τέλος του 2011 αναμένεται η ολοκλήρωση της καταγραφής της κατάστασης και των προοπτικών των επικουρικών ταμείων. Εκτιμάται ότι τα ευρήματα θα ενισχύσουν την τάση μείωσης του ποσοστού αναπλήρωσης, δεδομένων των ελλειμμάτων πολλών εξ αυτών. Ακόμα και αυτά που δεν έχουν ελλείμματα, η πιθανότητα περικοπών των λεγόμενων «κοινωνικών πόρων» αναγκαστικά θα οδηγήσει σε μείωση των παροχών. Μια τέτοια εξέλιξη θα βελτιώσει μεν τα δημόσια οικονομικά και τη διανομή του εισοδήματος, αλλά θα επιφέρει μείωση του βαθμού αναπλήρωσης.

Το ασφαλιστικό σύστημα θα πρέπει να επανασχεδιαστεί συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη τη συμπληρωματικότητα και τις δυνατότητες που προσφέρουν ο δεύτερος και ο τρίτος πυλώνας. 

Όπως προκύπτει από την ανάλυση, το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα χαρακτηρίζεται από μια ολοκληρωτική κυριαρχία του πρώτου πυλώνα, με το δεύτερο πυλώνα να έχει ξεκινήσει σχετικά πρόσφατα και να έχει πολύ μικρή, σχεδόν αμελητέα παρουσία, ενώ οι «παραδοσιακές» ιδιωτικές ασφαλίσεις, με μακρά παρουσία στο χώρο, παρουσιάζουν σαφώς υψηλότερη δραστηριότητα. που παραμένει όμως σε χαμηλά επίπεδα. Το γεγονός είναι ότι τα παραδοσιακά Pay As You Go συστήματα είναι εκτεθειμένα στις δημογραφικές εξελίξεις και υπακούουν στους δημοσιονομικούς περιορισμούς, αλλά προσφέρουν υψηλό δείκτη κοινωνικής προστασίας σε ευρέα στρώματα του πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, τα κεφαλαιοποιητικά σχήματα κινδυνεύουν σαφώς πολύ λιγότερο από τη γήρανση του πληθυσμού, είναι ανταποδοτικά, αλλά και με κινδύνους για το ύψος της τελικής απόδοσής τους, που μπορούν όμως να μετριαστούν με τις κατάλληλες πολιτικές και την προσαρμογή των ασφαλιζομένων σε μακροπρόθεσμη αποταμίευση. 

Η ολιστική προσέγγιση στο σχεδιασμό και τις μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού συστήματος θα επιτρέψει την εκμετάλλευση των συνεργειών των τριών πυλώνων και τη συμπληρωματικότητα μεταξύ αναδιανεμητικών και κεφαλαιοποιητικών σχημάτων.

Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο πρότυπο που μπορεί να ακολουθηθεί, αλλά μια ευρεία επιλογή για τις αναλογίες του μίγματος των τριών πυλώνων και σύμφωνα με τον Barr (2002) οι συντάξεις του πρώτου πυλώνα θα πρέπει να βελτιστοποιηθούν και όχι να ελαχιστοποιηθούν και η διαχρονική κατανάλωση να εξομαλυνθεί, λαμβάνοντας υπόψη το υπάρχον επίπεδο ανάπτυξης του ασφαλιστικού συστήματος, τους δημοσιονομικούς περιορισμούς και τις πολιτικές επιλογές, ορίζοντας με τον τρόπο αυτό το ρόλο και το μέγεθος των δύο άλλων πυλώνων.

Ενώ φαίνεται να υπάρχει μια γενικότερη συμφωνία μεταξύ των ερευνητών για τις επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης και των δημοσιονομικών περιορισμών στο μέλλον του πρώτου πυλώνα και την ανάγκη χρησιμοποίησης των δυνατοτήτων και των άλλων δύο πυλώνων, η πραγματική συζήτηση για τη χώρα αρχίζει με το ερώτημα για τη στρατηγική επιλογή του συνδυασμού των τριών πυλώνων. 

Δεδομένου του ότι ο πρώτος πυλώνας ήδη ορίζει το «τοπίο» και το κράτος κατέχει ρυθμιστικό ρόλο, η κρατική πρωτοβουλία θα πρέπει να επικεντρωθεί στη μελέτη των δυνατών πολιτικών και των τεχνικών χαρακτηριστικών τους που θα καθορίσουν και το πλαίσιο των επιλογών. Κράτος, ασφαλιστικοί φορείς, ασφαλιζόμενοι και συνταξιούχοι, καθώς και ιδιώτες πάροχοι χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών θα πρέπει να συνεισφέρουν αναλόγως στη μελέτη και το διάλογο των θεμάτων. Για μια χώρα σαν την Ελλάδα, με υπερμεγέθη και ώριμο πρώτο πυλώνα, προτεραιότητα είναι να καταστεί βιώσιμος ο πρώτος πυλώνας.

Η ολοκλήρωση της εξέτασης του συστήματος των επικουρικών ταμείων αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τον αποτελεσματικό σχεδιασμό του ασφαλιστικού συστήματος στο σύνολό του. 

Συνολικά καταγράφονται 101 φορείς ασφάλισης διαφόρων ειδών, από τα οποία γύρω στα 20 επικουρικά ταμεία με πολλαπλάσιους, ανεξάρτητους μεταξύ τους, τομείς, καλύπτοντας γύρω στα τρία εκατομμύρια ασφαλισμένους και δυόμισι εκατομμύρια συνταξιούχους, καθώς και περίπου 70 ταμεία αλληλοβοήθειας ή πρόνοιας, που συνολικά καλύπτουν γύρω στα έξι εκατομμύρια ασφαλισμένους. Η συμπλήρωση της μεταρρύθμισης στο υποσύστημα των επικουρικών συντάξεων είναι επιτακτική και άμεση, ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα του πρώτου πυλώνα.

Θα πρέπει να ξεκαθαρίσει ο χαρακτήρας της επικουρικής ασφάλισης. Ο πιο διαφανής και αποτελεσματικός τρόπος φαίνεται να είναι ο μετασχηματισμός της σε επαγγελματική ασφάλιση με ανοικτές επιλογές για το βαθμό υποχρεωτικότητας συμμετοχής. Το υποσύστημα των επικουρικών συντάξεων χαρακτηρίζεται από υποχρεωτική συμμετοχή, ενώ τυπικά, τουλάχιστον, έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, με ύψος εισφορών γενικά συγκρίσιμο με αυτό των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ). Το πρόβλημα έγκειται στην αναντιστοιχία με τις παροχές, οι οποίες συχνά τροφοδοτούνται από «κοινωνικούς πόρους». Το ερώτημα που τίθεται είναι προς ποια κατεύθυνση το ισχύον σύστημα θα αλλάξει. Δεδομένου του ότι παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα ΤΕΑ ως προς την στόχευση στο επάγγελμα ή το χώρο εργασίας, οι ουσιαστικές διαφορές του είναι η υποχρεωτική συμμετοχή και η έλλειψη σαφούς χαρακτήρα προκαθορισμένων εισφορών (Defined Contibution). Το τελευταίο, όμως, αναγκαστικά υπαγορεύεται από την ανταποδοτικότητα που θα πρέπει στο εξής να έχουν τα επικουρικά σχήματα.
Σε κάθε περίπτωση, τα επικουρικά ταμεία θα πρέπει να μετασχηματιστούν και να λειτουργήσουν ως ΤΕΑ, τροφοδοτώντας το θεσμό με την αρχική κρίσιμη μάζα που φαίνεται να του λείπει και δημιουργώντας οικονομίες κλίμακας. 

Ως εκ τούτου απομένει το ζήτημα της υποχρεωτικής συμμετοχής, το οποίο θα πρέπει να μελετηθεί σε βάθος, καθώς υπάρχουν πολλές ανοικτές επιλογές: από καθαρά προαιρετική έως πλήρως υποχρεωτική, με πολλές ενδιάμεσες επιλογές, όπως υποχρέωση για συγκεκριμένα επαγγέλματα (π.χ. δημόσιο), ή ομάδες ηλικιών. Η υποχρεωτική συμμετοχή μπορεί να αυξήσει τη βιωσιμότητα του συστήματος, να μειώσει το δημοσιονομικό βάρος και να υποκαταστήσει την έλλειψη συνταξιοδοτικής και χρηματοοικονομικής παιδείας και την απροθυμία των νεώτερων γενεών. 

Συγχρόνως θα ξεκαθαρίσει και το «τοπίο» στον τρίτο πυλώνα, ο οποίος ήδη προσφέρει σχήματα ομαδικής ασφάλισης όμοια με αυτά των ΤΕΑ, αν και με μεγαλύτερη ευελιξία. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην πορεία που διαγράφει η υπόλοιπη Ευρώπη. Η Οδηγία, γνωστή ως IORPs, δείχνει τη σημασία που η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει στο θέμα, αναφέροντας ότι «…η κατάρτιση οδηγίας για την εποπτεία των ιδρυμάτων επαγγελματικής συνταξιοδότησης συνιστά επείγουσα προτεραιότητα, δεδομένου του ότι τα ιδρύματα αυτά είναι μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία, αν και έχουν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην ολοκλήρωση, αποτελεσματικότητα και ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, δεν καλύπτονται από κανένα συνεκτικό κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα τους παρείχε τη δυνατότητα να επωφελούνται πλήρως των πλεονεκτημάτων της εσωτερικής αγοράς». 

Στην Οδηγία αναφέρεται σαφώς η πιθανή συνέργεια για ένα ίδρυμα που διαχειρίζεται συγχρόνως ταμείο Κοινωνικής Ασφάλισης και ΤΕΑ, καθώς και η πιθανότητα επέκτασης των ΤΕΑ σε «άλλα ρυθμιζόμενα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα». Η βιωσιμότητα και η αποτελεσματική εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών αποτελεί θεμελιώδες σημείο της Οδηγίας και στο πλαίσιο αυτό τονίζεται ότι «τα προσφερόμενα προϊόντα εξομοιώνονται με αυτά των επιχειρήσεων ασφάλειας ζωής και τα σχετικά ιδρύματα θα πρέπει να κατέχουν τουλάχιστον τους ίδιους συμπληρωματικούς ίδιους πόρους, όπως οι επιχειρήσεις για τις ασφάλειες ζωής». Η ευρωπαϊκή σύγκλιση των μηχανισμών εποπτείας καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη συντονισμού μεταξύ δεύτερου και τρίτου πυλώνα, γεγονός που μας φέρνει στο επόμενο σημείο.

Ο τρίτος πυλώνας θα πρέπει να συνεχίσει να δρα στο πεδίο της προαιρετικής ατομικής ασφάλισης, με τον ιδιωτικό τομέα, όμως, να έχει σαφή θεσμικό ρόλο και πλήρη ελευθερία συμμετοχής στα σχήματα του δεύτερου πυλώνα. Γενικά, μόνο σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες (Δανία, Ιρλανδία, Ολλανδία και Μεγάλη Βρετανία) ιδιωτικά σχήματα συνεισφέρουν ένα αξιόλογο ποσοστό συνταξιοδότησης που κυμαίνεται από 20% έως 30%. Σε τέσσερις χώρες (Βέλγιο, Γερμανία, Κύπρος και Φινλανδία), το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 5% έως 20%, ενώ στις υπόλοιπες χώρες τα ιδιωτικά σχήματα είτε δεν είναι αναπτυγμένα είτε έχουν εισαχθεί σχετικά πρόσφατα και βρίσκονται ακόμα σε φάση ωρίμανσης. Εφόσον ο δεύτερος πυλώνας μεγεθυνθεί και αποκτήσει ουσιαστικό ρόλο, αυτομάτως αποσαφηνίζεται και ο ρόλος του τρίτου πυλώνα, ο οποίος παρέχει συμπληρωματικό εισόδημα σε ατομικό επίπεδο σε όσους επιθυμούν και μπορούν να χρηματοδοτήσουν την επιπλέον μελλοντική κατανάλωσή τους.

Τα σχήματα ομαδικής ασφάλισης που υπάρχουν στον ελληνικό τρίτο πυλώνα στην ουσία είναι σχήματα δεύτερου πυλώνα, γεγονός που σημαίνει ότι ο απεγκλωβισμός της επικουρικής ασφάλισης από τον πρώτο πυλώνα και η ανάπτυξη της επαγγελματικής ασφάλισης θα πρέπει να συνοδευθεί και με την ολοκλήρωση των συνεργειών του δεύτερου και τρίτου πυλώνα.
Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι στα ΤΕΑ τηρούνται προσωπικοί λογαριασμοί, όπως και στις ασφαλιστικές εταιρείες. Την ίδια στιγμή τα ΤΕΑ δεν διαθέτουν σε ικανό βαθμό τεχνογνωσία ή πόρους για τη διαχείριση των λογαριασμών και των αποθεματικών τους, καταφεύγοντας έτσι στη συνεργασία με τις εξειδικευμένες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα. Επίσης, το μικρό μέγεθος των ΤΕΑ και των αποθεματικών τους σημαίνει ότι ίσως να μην έχουν τη δυνατότητα εξασφάλισης υψηλών αποδόσεων των επενδύσεών τους. 

Υπό αυτή την έννοια, ο ιδιωτικός τομέας, που ήδη διαχειρίζεται τον τρίτο πυλώνα και σε μεγάλο βαθμό το προϊόντα του δεύτερου, θα πρέπει θεσμικά να απελευθερωθεί, με τη δυνατότητα ίδρυσης διαφοροποιημένων ανοικτών ταμείων ή δημιουργίας νέου θεσμικού πλαισίου για τους ατομικούς λογαριασμούς, που θα επιτρέψει και την καλύτερη εποπτεία και παρακολούθηση του συστήματος. Γενικά, ενώ ο δεύτερος πυλώνας πρέπει να ενισχυθεί και η λειτουργία του να ευθυγραμμιστεί με τις αρχές της αποτελεσματικής διοίκησης (ΟECD, 2009), αυτό πρέπει να γίνει λαμβάνοντας υπόψη τις ανάλογες διεργασίες στον τρίτο πυλώνα.

Η φορολογική μεταχείριση

Η αναδιάρθρωση και ολοκλήρωση των τριών πυλώνων απαιτεί και αναθεώρηση της φορολογικής μεταχείρισης. Στην έκταση που η ενίσχυση του κινήτρου της αποταμίευσης υπερισχύει της δημοσιονομικής πίεσης και της ανάγκης για δικαιότερη διανομή του εισοδήματος, τότε προκρίνεται η ενίσχυση των φοροαπαλλαγών και η μετακίνηση σε ένα σύστημα ΕΤΤ ή ΕΤΕ.
Στην αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να προκριθεί ένα σύστημα ΤΤΕ, το οποίο όμως θα παρουσιάζει διαφορές με το σημερινό, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι δημοσιονομικές επιπτώσεις και οι επιπτώσεις στο κίνητρο αποταμίευσης.

Η ολοκλήρωση του συστήματος θα επιτρέψει και την πιο ορθολογική φορολογική αντιμετώπιση του ασφαλιστικού συστήματος στην κατεύθυνση της διαφάνειας, απλοποίησης και αποτελεσματικότητας της φορολογίας. Γενικά δεν υπάρχει συμφωνία για την αποτελεσματικότητα των φορολογικών κινήτρων στην ενίσχυση της αποταμίευσης στις ασφαλίσεις του δεύτερου και τρίτου πυλώνα. 

Η ενίσχυση της λειτουργίας ενός ασφαλιστικού συστήματος τριών επιπέδων σημαίνει ότι η σχετική φορολογική πολιτική θα πρέπει να σχεδιαστεί στη βάση ενός προσεκτικού σχεδιασμού του πλέγματος κινήτρων, στο πλαίσιο της δίκαιης και ίσης μεταχείρισης σχημάτων και φορολογουμένων και διαφύλαξης της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η ενίσχυση των δύο πυλώνων δεν σημαίνει ότι η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας εκεί οπωσδήποτε θα ελαφρύνει το σχετικό κόστος των φορολογικών κινήτρων ή απαλλαγών. 

Δεδομένου του ότι κατά την περίοδο συσσώρευσης τα κέρδη φορολογούνται αυτοτελώς, το ερώτημα είναι ποια θα είναι η μεταχείριση του αρχικού κεφαλαίου και, ειδικότερα, αν φορολογηθεί στη φάση καταβολής ή στη φάση είσπραξης. Η φορολογία στη φάση καταβολής φαίνεται δικαιότερη από την άποψη της διανομής εισοδήματος, ενώ στη φάση της είσπραξης φορολογούνται για δεύτερη φορά οι αποδόσεις. Από την άλλη πλευρά, η φορολογία στη φάση της συσσώρευσης αδυνατίζει το κίνητρο για αποταμίευση σε σχέση με τη φορολογία στη φάση της είσπραξης. Από δημοσιονομικής πλευράς, ενώ το αποτέλεσμα είναι σχετικά ουδέτερο, θα πρέπει να προσμετρηθεί στην απόφαση και η παρούσα συγκυρία που θα διατηρήσει τη δημοσιονομική πίεση για ικανό διάστημα στο μέλλον. 

Αν και στην παρούσα φάση δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση που να υπερτερεί σαφώς, η έρευνα του ΙΟΒΕ καταλήγει ότι η πλήρης απαλλαγή των επαγγελματικών – ομαδικών ασφαλίσεων και η σταδιακή φορολόγηση των ατομικών καταβολών θα ήταν η πιο ορθολογική λύση, αν και συνεπάγεται ένα επιπλέον άμεσο φορολογικό κόστος της τάξης των 30-40 εκατ. ευρώ, το οποίο εν μέρει μπορεί να αντισταθμιστεί από τη φορολόγηση των παροχών, τουλάχιστον των εφάπαξ, και της νέας οικονομικής δραστηριότητας.