ΕΤΕ: Αναβάλλεται η ανάκαμψη για το β’ εξάμηνο του 2012

Ενάμιση χρόνο μετά την ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης για την Ελλάδα, και τρία σχεδόν χρόνια από την είσοδο της οικονομίας σε ύφεση, οι πρώτες ενδείξεις προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας σε ένα πιο ανταγωνιστικό και βιώσιμο πρότυπο έχουν αρχίσει να διαφαίνονται, καταδεικνύοντας ότι οι θυσίες αρχίζουν να έχουν αποτέλεσμα. Οι συντελούμενες αλλαγές αποτυπώνονται τόσο στη διάρθρωση της εγχώριας ζήτησης, με συρρίκνωση της κατανάλωσης και των εισαγωγών, έντονη προσαρμογή της αγοράς εργασίας, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους (ειδικά στον τουρισμό) και ανάκαμψη των εξαγωγών. Η μετουσίωση αυτών όμως των ενδείξεων σε βιώσιμα συστατικά ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος και κυρίως η αναστροφή του εξαιρετικά δυσμενούς κοινωνικού και μακροοικονομικού περιβάλλοντος προϋποθέτουν:

i. Επιμονή στην έγκαιρη και αποτελεσματική προώθηση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν την επανάκτηση της εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία, τόσο διεθνώς όσο και εγχωρίως, και την επάνοδο της οικονομικής δραστηριότητας σε αναπτυξιακή τροχιά

ii. Ομαλή εφαρμογή των αποφάσεων των ηγετών της Ευρωζώνης της 21 Ιουλίου — έστω και με προσαρμογές στις τρέχουσες συνθήκες — με συνέχιση της βοήθειας από τους εταίρους για ένα εύλογο μακροοικονομικά χρονικό διάστημα με αξιόπιστο και διαχρονικά συνεπή τρόπο.

iii. Παγίωση, το ταχύτερο δυνατό, μιας αξιόπιστης στρατηγικής συνολικής αντιμετώπισης της κρίσης χρέους σε ευρωπαϊκό επίπεδο

Οι υφεσιακές πιέσεις αναμένεται να συνεχιστούν στο β’ εξάμηνο του έτους 

 Οι περισσότερες μακροοικονομικές προβλέψεις στις αρχές του έτους είχαν βασιστεί σε σταθεροποίηση, τουλάχιστον, του οικονομικού κλίματος και των συνθηκών ρευστότητας. Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών δείχνουν ότι το μεγαλύτερο τμήμα της δημοσιονομικής προσαρμογής για το έτος πρέπει να επιτευχθεί σε ένα μόνο πεντάμηνο με τη χρήση επιπρόσθετων μέτρων άμεσης απόδοσης – και άμεσου συσταλτικού αποτελέσματος για την οικονομική δραστηριότητα. 

Παράλληλα, με τις συνεχιζόμενες πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα από την συρρίκνωση των καταθέσεων και τη δυσχερέστερη προσφυγή στo Ευρωσύστημα, δεν προοιωνίζεται βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Τα πρόσφατα στοιχεία των πρόδρομων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας — μετά τη μικρή βελτίωση που σημείωσαν κατά το Α’ τρίμηνο του 2011 –  εμφανίζουν τάσεις επιδείνωσης και κινούνται προς νέα ιστορικά χαμηλά στα τέλη του Γ’ τριμήνου.

Σε αυτό το περιβάλλον, είναι βέβαιο ότι σε τριμηνιαία βάση η ύφεση θα βαθύνει το Β’εξάμηνο (εποχικά διορθωμένη μεταβολή του ΑΕΠ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο), ειδικά το τελευταίο τρίμηνο του έτους οπότε και θα επικεντρωθεί σημαντικό τμήμα της ταμιακής επιβάρυνσης από τα νέα μέτρα. Εντούτοις, ο ρυθμός συρρίκνωσης του ΑΕΠ σε ετήσια βάση αναμένεται να είναι χαμηλότερος το Β’ εξάμηνο του 2011, συγκριτικά με το Α’ εξάμηνο, καθώς αναμένεται να ευνοηθεί στο 3ο τρίμηνο από την καλή πορεία του τουρισμού, ενώ κατά το 4ο τρίμηνο η σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο θα είναι ευνοϊκή, καθώς το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο ήταν το χειρότερο της ύφεσης, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά 8,8%. 

Κατά συνέπεια, εκτιμάται ότι η σταθεροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας θα καθυστερήσει για 3-4 τρίμηνα προς το Β’εξάμηνο 2012. Προς την κατεύθυνση αυτή συντείνουν και η περαιτέρω εξασθένηση της οικονομικής εμπιστοσύνης εγχωρίως καθώς και η επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος στην Ευρωζώνη που αποτελεί μεταξύ άλλων και βασική πηγή ζήτησης των ελληνικών εμπορευματικών εξαγωγών καθώς και του τουρισμού. Για το σύνολο του 2011 η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να είναι της τάξης του -5.9%, ενώ κατά το επόμενο έτος στο -2.7% ολοκληρώνοντας έναν καθοδικό κύκλο 4.5 ετών κατά των οποίο η σωρευτική συρρίκνωση του ΑΕΠ θα υπερβεί το 14%. Σε τριμηνιαία βάση το ΑΕΠ αναμένεται να σταθεροποιηθεί στο Β’ εξάμηνο του 2012, ενώ ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης να επανέλθει σε θετικό έδαφος το 4ο τρίμηνο του 2012 (+0.3%), και κατά συνέπεια, διαφαίνεται ότι προσεγγίζουμε πλέον το ναδίρ του υφεσιακού κύκλου.

Ο εξορθολογισμός της εγχώριας ζήτησης αναγκαστικά επιταχύνεται

Το μερίδιο της εγχώριας ζήτησης στο ΑΕΠ εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 17 περίπου ποσοστιαίες μονάδες τα τελευταία δυόμιση χρόνια, κυρίως εξαιτίας της μείωσης της επενδυτικής δαπάνης και της δημόσιας κατανάλωσης και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω έως τα τέλη του 2012 μέσω κυρίως της συνεχιζόμενης κάμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Η συνεισφορά της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ σταδιακά περιορίζεται σε πιο υγιή επίπεδα

Η ιδιωτική κατανάλωση – ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας — αναμένεται να υποχωρήσει σημαντικά στο 71% του ΑΕΠ το 2011 (από σχεδόν 74% το 2010) και χαμηλότερα από 68% το 2013 σημειώνοντας σωρευτική μείωση άνω του 15,5% σε σταθερές τιμές την πενταετία 2009-2013. Η συρρίκνωση της κατανάλωσης είναι απόρροια της σωρευτικής μείωσης του (αποπληθωρισμένου) συνολικού διαθεσίμου εισοδήματος του ιδιωτικού τομέα (η οποία την τριετία 2009-2011 θα ανέλθει σωρευτικά στο -25% περίπου, και θα συνεχιστεί και το 2012 με τη μείωση να ανέρχεται στο 11% του ΑΕΠ). Η συρρίκνωσή της ενσωματώνει τη συνολική επίδραση από τη μείωση της απασχόλησης και της αμοιβής εργασίας, τη φορολογική επιβάρυνση και τη μεταβολή του πληθωρισμού, που μόνο μερικώς εξομαλύνονται μέσω της χρήσης αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα καθώς και μέσω της παραοικονομίας. Η επάνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης σε θετική τροχιά αναμένεται το 2013 υπό το βασικό σενάριο που υποθέτει περιορισμό της αβεβαιότητας αναφορικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στην οικονομία. 

Η καταναλωτική δαπάνη του δημοσίου – αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής με περιστολή αμοιβών και λειτουργικών δαπανών — έχει υποστεί επίσης σημαντική διόρθωση της τάξης του 2.5 % του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές μεταξύ 2009 και 1ου εξαμήνου 2011, το οποίο και διαμορφώνεται πλέον σε επίπεδο χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωζώνης (οριακά χαμηλότερα του 18.0 % έναντι 19.7% για την Ευρωζώνη), ενώ αναμένεται να περιοριστεί σε επίπεδο χαμηλότερο του 17% του ΑΕΠ την επόμενη διετία.

Και η επενδυτική δαπάνη έχει ήδη υποστεί σημαντική συρρίκνωση με τις ελπίδες για ανακοπή της πτωτικής της τάσης στο Β’ εξάμηνο του 2012 να επικεντρώνονται στις επιχειρηματικές επενδύσεις

Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου υπέστησαν σημαντική συρρίκνωση της τάξης του 19% ετησίως μέσα στην τελευταία τριετία η οποία περιόρισε τη συνεισφορά τους στο ΑΕΠ σε 14.3% το Α’ εξάμηνο του 2011 από περίπου 24% το 2007, σημαντικά χαμηλότερα από το 15-ετή μέσο όρο (20%) και το μέσο όρο της Ευρωζώνης (19%). Η κάμψη αναμένεται να συνεχιστεί και το 2012 αντανακλώντας τη συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης, την αβεβαιότητα και τις περιοριστικότερες πιστωτικές συνθήκες τόσο μέσω τραπεζικού συστήματος όσο και σε επίπεδο δια-επιχειρησιακών μορφών πίστωσης (λχ μεταχρονολογημένες επιταγές). Παρόλα αυτά, εξωστρεφείς κλάδοι, όπως κλάδοι μετάλλων, χημικών, φαρμακευτικών και μη μεταλλικών ορυκτών καθώς και αυτός των τροφίμων, κατάφεραν να πετύχουν ικανοποιητικές εξαγωγικές επιδόσεις προσαρμόζοντας την εξαγωγική τους στρατηγική. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περιθώρια κέρδους των ελληνικών εισηγμένων επιχειρήσεων (εκτός τραπεζικού και πετρελαϊκού κλάδου) περιορίστηκαν στο 3.9% το Α’ εξάμηνο του 2011 από 11.7% το 2007 και 6.3% το 2010.

Οι κατασκευές κατοικιών αποτελούν το πλέον ευάλωτο τμήμα της επενδυτικής δραστηριότητας με το σημείο ανάκαμψης να παραμένει αβέβαιο

Η ελληνική αγορά ακινήτων βιώνει τη σημαντικότερη φάση διόρθωσης της τελευταίας 50ετίας καθώς η συρρίκνωση του διαθεσίμου εισοδήματος, της πιστωτικής επέκτασης και η αυξημένη φορολογική επιβάρυνση των ακινήτων εξασθενούν περαιτέρω τη δυνατότητα απορρόφησης του υφιστάμενου αποθέματος νεόδμητων ακινήτων. Εκτιμάται ότι το απόθεμα νεόδμητων κατοικιών (κατασκευής μετά το 2006) υπερβαίνει τις 85,000 κατοικίες, ενώ με την προσθήκη νέας προσφοράς λόγω δυσκολιών ενοικίασης ή φορολογικής πίεσης ο αριθμός υπερδιπλασιάζεται. Το επίπεδο αυτό των απούλητων νεόδμητων κατοικιών αντιστοιχούσε στο επίπεδο ζήτησης περίπου 18 μηνών, βάσει της ικανότητας απορρόφησης της αγοράς (αριθμός συναλλαγών) κατά την προηγούμενη δεκαετία. Το 2011 η ικανότητα απορρόφησης της αγοράς αναμένεται να περιοριστεί σε λιγότερο από το 1/4 του μέσου όρου 2000-2009, δημιουργώντας εύλογη αβεβαιότητα σχετικά με το χρόνο εξισορρόπησης της αγοράς.

Η πτώση  των τιμών των ακινήτων (-12% από την κορύφωση των αποτιμήσεων το 2008 εως και το 2ο τρίμηνο του 2011) αντανακλά την προσπάθεια αναζήτησης νέας ισορροπίας σε μια αγορά που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από ένα σχετικά υψηλό απόθεμα απούλητων κατοικιών και σημαντικά εξασθενημένη ζήτηση.  Ωστόσο οι αποτιμήσεις των ελληνικών ακινήτων δε χαρακτηριζόταν κατά μέσο όρο από υπερβολές — της έκτασης άλλων χωρών της Ευρωζώνης — ενώ σημαντικό ποσοστό των συναλλαγών γινόταν με αυτοχρηματοδότηση σε αντιδιαστολή με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που γινόταν, κατά βάση, μέσω τραπεζικού δανεισμού. Η περαιτέρω εξασθένιση όμως της εγχώριας αγοραστικής δύναμης και η πιστωτική στενότητα αναμένεται να δημιουργήσουν νέα περιθώρια διόρθωσης των τιμών – ενδεχομένως περισσότερο από ότι θα δικαιολογούσαν τα θεμελιώδη μεγέθη της αγοράς – κατά επιπλέον 8-10% πριν η αγορά σταθεροποιηθεί. Δεδομένης της συρρίκνωσης των οικοδομικών αδειών στο 1/5 του μέσου όρου της δεκαετίας προοιωνίζεται συνέχιση της διόρθωσης κατά το 2012 κυρίως ως προς το σκέλος της προσφοράς ενώ η προσδοκία σταθεροποίησης της αγοράς μετατίθεται για το 2013.

Η δημόσια επενδυτική δραστηριότητα θα μπορούσε να παράσχει το πρώτο έναυσμα για ανάκαμψη της επενδυτικής δαπάνης
Η δημόσια κατασκευαστική δραστηριότητα έχει περιοριστεί σημαντικά εξαιτίας της δημοσιονομικής προσπάθειας (κατά περίπου 1.2 ποσοστιαίες μονάδες στο 2.3 % του ΑΕΠ μεταξύ 2008 και Α’ εξαμήνου 2011). Η πρόσφατη απόφαση για περιορισμό της εθνικής συμμετοχής στο 5%, και η επιτάχυνση των εκταμιεύσεων κονδυλίων θα μπορούσε να αυξήσει τις εισροές της περιόδου 2012-2013 κατά €3.0 δισ. παρέχοντας, σε συνδυασμό με τις συνέργιες με άλλες ιδιωτικές επενδύσεις καθώς και μόχλευση μέσω κονδυλίων της ευρωπαϊκής τράπεζας επενδύσεων, σημαντική ώθηση στη επενδυτική δαπάνη (άνω του 1 % του ΑΕΠ ετησίως την ίδια περίοδο).

Η συνολική δαπάνη για εισαγωγές καθώς και η διάρθρωσή τους εξορθολογίζονται …

Η συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης συντείνει όμως και στον περιορισμό της υπερβολικής δαπάνης της χώρας για εισαγωγές. Το ποσοστό των εισαγωγών στο ΑΕΠ, σε αποπληθωρισμένες τιμές, έχει περιοριστεί κατά 8% συγκριτικά με το επίπεδό του 2008. Η μείωση της δαπάνης για εισαγωγές διαρκών καταναλωτικών αγαθών καθώς και ορισμένων κατηγοριών εισαγόμενων κεφαλαιουχικών και μη-διαρκών καταναλωτικών αγαθών αναμένεται να είναι σε μεγάλο βαθμό μόνιμη – αντανακλώντας μια αναπροσαρμογή των καταναλωτικών προτύπων — παγιώνοντας τη συρρίκνωση του μεριδίου των εισαγωγών στο ΑΕΠ σε επίπεδο χαμηλότερο του 30% συγκριτικά με 36 % την προηγούμενη δεκαετία και επιταχύνοντας την άμβλυνση των εξωτερικών ανισορροπιών της χώρας.

Ενώ οι εξαγωγές ανέκαμψαν τροφοδοτούμενες και από τη δυναμική του τουριστικού κλάδου δίνοντας ελπίδα για έναν πιο εξωστρεφή μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας

Οι εμπορευματικές εξαγωγές – που αντιστοιχούν πλέον στο 40% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών — σημείωσαν σημαντική ανάκαμψη από το 2ο εξάμηνο του 2010 (+17% σε ετήσια βάση) ευνοούμενες από την ισχυρή ζήτηση κυρίως από χώρες της Ευρωζώνης, την Κεντρική Ευρώπη και τις αγορές της Ρωσίας και της Τουρκίας η οποία συνεχίστηκε και στο 7μηνο του 2011 ( +12% ετησίως σε ονομαστικούς όρους εκτός καυσίμων). Αν και σε σταθερές τιμές η μεταβολή υπολείπεται σημαντικά των ονομαστικών αυξήσεων εξαιτίας των ανατιμήσεων προϊόντων πετρελαίου, χημικών και μετάλλων — το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ αυξήθηκε σωρευτικά κατά 3.5 % το 2010 και το Α’ εξάμηνο του 2011 (σε σταθερές τιμές) — αναστρέφοντας πλήρως τις απώλειες της διετίας 2008-2009. 

Είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό ότι ο τουριστικός κλάδος το 2011 σημείωσε εντυπωσιακή ανάκαμψη στο 7μηνο του 2011 με τις αφίξεις να αυξάνονται κατά 11.4%. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις όπως αποτυπώνονται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφανίζουν ακόμη ισχυρότερη ανάκαμψη που υπερβαίνει το 14%, η οποία είναι αξιοσημείωτη δεδομένου ότι η ανταγωνιστικότητα κόστους του ελληνικού τουρισμού φαίνεται να βελτιώθηκε επίσης κατά την ίδια περίοδο. Η εντυπωσιακή αύξηση των εσόδων είναι ενδεικτική  της προσέλκυσης υψηλής ποιότητας τουριστών κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη αλλά και από χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά, που χαρακτηρίζονται από υψηλή κατά-κεφαλήν τουριστική δαπάνη, και σε κάποιο βαθμό, είναι επίσης πιθανό να αποτυπώνει μία υποεκτίμηση των αφίξεων εκτός αεροδρομίων και ακτοπλοΐας.
Η σημαντική αύξηση των αφίξεων υποδηλώνει τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τουριστικού κλάδου. 

Ειδικότερα, η απόλυτη τιμή σε ευρώ ενός σταθμισμένου καλαθιού προϊόντων και υπηρεσιών αντιπροσωπευτικών της τουριστικής κατανάλωσης (με βάση τα στοιχεία της Eurostat για το απόλυτο επίπεδο τιμών για συγκεκριμένες κατηγορίες του ΔΤΚ) σημείωσε πτώση της τάξης του 9% την τελευταία διετία ανακτώντας σχεδόν το 60% των απωλειών ανταγωνιστικότητας κόστους από την είσοδο της χώρας στο ευρώ (ευνοούμενη και από τη μείωση του ΦΠΑ στην παροχή καταλύματος τον Ιανουάριο). Ακόμη σημαντικότερη (-20% περίπου συγκριτικά με το 2008) ήταν η μείωση των τιμών διάθεσης ολοκληρωμένων πακέτων διακοπών μέσω διαδικτυακών τόπων μεγάλων ξένων ταξιδιωτικών γραφείων. 

Παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση των οικονομιών της Ευρωζώνης το 2012, οι προοπτικές του τουριστικού κλάδου για την επόμενη χρονιά παραμένουν θετικές, δεδομένων των ανταγωνιστικών, πλέον, τιμών και της αυξημένης διείσδυσης σε ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές όπως αυτές της Ανατολικής Ευρώπης – κυρίως Ρωσία – Μέσης Ανατολής και προσφάτως της Κίνας. Κατά συνέπεια η ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να είναι της τάξης του 0.7% του ΑΕΠ για το σύνολο του 2011 και επιπλέον 1.1% το 2012 με το ποσοστό στο ΑΕΠ να υπερβαίνει το 6% υπερκεράζοντας τις απώλειες της περιόδου 2008-2010.

Αν και η μεγάλη κάμψη στις τιμές των ναύλων και κατ’επέκταση στις ναυτιλιακές εισπράξεις μετρίασε τα κέρδη από τους άλλους εξαγωγικούς κλάδους

Ο έτερος βασικός εξαγωγικός κλάδος συνεχίζει να δέχεται σημαντικές πιέσεις από το σκέλος της προσφοράς με τις τιμές των σύνθετων ναύλων να παραμένουν 47% περίπου χαμηλότερα από το μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας. Παρά το γεγονός ότι ο ελληνόκτητος στόλος διατηρεί την ηγετική του θέση στον κλάδο, πρωτοστατώντας στις επιχειρηματικές κινήσεις και παραγγελίες και κατά το 2011 εντός ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για το παγκόσμιο εμπόριο (αύξηση 8.4% σε ετήσια βάση το 2011 ενώ το εμπόριο μεταξύ των αναπτυσσόμενων αγορών εμφανίζει ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της τάξης του 11.5 % περίπου, την ίδια περίοδο), δεν μπορεί να απορροφήσει τον αντίκτυπο στα ναυτιλιακά έσοδα από την συμπίεση των ναύλων, εξαιτίας της εισόδου νέων πλοίων και της επιβράδυνσης του παγκόσμιου εμπορίου καθώς και της όξυνσης της ελληνικής κρίσης.

Κατά συνέπεια, η μείωση των καθαρών εισπράξεων από μεταφορές στο 7μηνο φαίνεται να αντιστάθμισε πλήρως τα κέρδη από τις αυξημένες τουριστικές εισπράξεις όπως αποτυπώνονται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τα υφιστάμενα περιθώρια ανάκαμψης των σύνθετων ναύλων της τάξης του 15-20% για το 2012, υπό την προϋπόθεση ότι οι αποσύρσεις πλοίων καθώς και οι ακυρώσεις/καθυστερήσεις παράδοσης νέων θα συνεχιστούν με το ρυθμό του 2ου και 3ου  τριμήνου του 2011, εκτιμάται ότι θα συνεισφέρουν στη μείωση του ελλείμματος κατά σχεδόν 1 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ. 

Η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επιβραδύνεται από τις δυσμενείς εξελίξεις στις σχετικές τιμές εξαγωγών και εισαγωγών (όροι εμπορίου).

Πράγματι, η μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι εκ πρώτης όψεως μικρότερη από ότι θα ανέμενε κανείς βάσει του μεγέθους της ύφεσης (η εγχώρια ζήτηση σε πραγματικούς όρους μειώθηκε κατά 17% περίπου τα τελευταία 2.5 χρόνια) ενώ το έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί μέχρι τα τέλη του 2011 κατά 5.5% του ΑΕΠ (στο 9-9.5 % περίπου), γεγονός που έχει δημιουργήσει εύλογα ερωτήματα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, η εξέλιξη των σχετικών τιμών εισαγωγών και εξαγωγών (που περιλαμβάνουν σημαντικό ποσοστό ενεργειακών και πρωτογενών αγαθών, με τις εισαγωγές αγαθών όμως να είναι 2.7 φορές περισσότερες από τις εξαγωγές) καθώς και η σημαντική μείωση των τιμών τουριστικών υπηρεσιών καθώς και των  μεταφορικών ναύλων της ποντοπόρου ναυτιλίας, μείωσαν την προσαρμογή του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά 2.5 % του ΑΕΠ, από ένα δυνητικό επίπεδο της τάξης του 6.7-7.0 % στα τέλη του 2011 – το οποίο σταδιακά συγκλίνει προς μακροχρόνια διατηρήσιμα επίπεδα. 

Η προσαρμογή της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι πολύ πιο απότομη από ότι αρχικά αναμενόταν

Το ποσοστό ανεργίας έχει αυξηθεί κατά 8.5 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία τριετία, ενώ ο ετήσιος ρυθμός μείωσης της απασχόλησης έχει επιταχυνθεί στο 5.5% το 1ο εξάμηνο του 2011, με τη σωρευτική μείωση της απασχόλησης από το 2008 να ανέρχεται στο 8.3%. Η εξαιρετικά στενή συσχέτιση (σχεδόν 1 προς 1) μεταξύ ύφεσης και μεταβολής απασχόλησης υποδηλώνει διαρθρωτικές μεταβολές στην αγορά εργασίας. 

Επιπλέον ένδειξη αυτών των διαρθρωτικών αλλαγών αποτελεί το γεγονός ότι  οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης κερδίζουν συνεχώς έδαφος στην αγορά, ενώ η συρρίκνωση της απασχόλησης σε κάποιους κλάδους, όπως οι κατασκευές και η μεταποίηση, συνεχίζεται για τέταρτο συνεχή χρόνο. Τομείς όπως ο τουρισμός, ο μεταλλουργικός κλάδος καθώς και η κατηγορία των απασχολουμένων με τριτοβάθμια εκπαίδευση, εμφανίζονται λιγότερο ευάλωτοι στην κρίση. Το ποσοστό ανεργίας (μέσος όρος τριμήνου) αναμένεται να κορυφωθεί λίγο πάνω από το 20% στα τέλη του 2012 ή στις αρχές του 2013 εφόσον δεν επιταχυνθεί η ανάκτηση της εμπιστοσύνης, μεταξύ άλλων, μέσω της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων καθώς  και  των διαρθρωτικών αλλαγών, που θα επιτάχυναν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Η μείωση του κόστους εργασίας είναι δυστυχώς αναγκαία εξέλιξη για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και την άμβλυνση των σωρευτικών επιδράσεων στο επίπεδο της ανεργίας

Η σωρευτική μείωση του μέσου μισθού ανά εργαζόμενο στην οικονομία από το 2009 οπότε κορυφώθηκε το μισθολογικό κόστος εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 9.5-10% μέχρι το τέλος του 2011 ποσοστό που αντιστοιχεί στο 40% περίπου της σωρευτικής διαφοράς μεταξύ μισθολογικών αυξήσεων Ελλάδας και Ευρωζώνης την τελευταία δεκαετία. Η διόρθωση αυτή είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερη αν συνυπολογιστεί η μείωση της αμοιβής εργασίας των αυτοαπασχολουμένων καθώς και οι σημαντικές μειώσεις μισθών και εργάσιμων ωρών που λαμβάνουν χώρα μέσω ατομικών συμβάσεων. Αν και η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας εξαιτίας της έντασης της ύφεσης μειώνει το ρυθμό βελτίωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας συγκριτικά με την Ευρώπη, η μείωση του τελευταίου είναι σημαντική (-6.5 % την περίοδο 2010 και 2011) και έως τα τέλη του 2012 αναμένεται να ανακτήσει τα 2/3 των συσσωρευμένων απωλειών ανταγωνιστικότητας κόστους μετά τη συμμετοχή στο ευρώ (δεδομένου ότι ο μέσος μισθός εκτιμάται ότι θα περιοριστεί κατά 5% περίπου  το 2012).

Η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων θα απαιτήσει εντατικοποίηση της δημοσιονομικής προσπάθειας στο υπόλοιπο του έτους και κατά το 2012

Η επίτευξη του αναθεωρημένου στόχου του προϋπολογισμού για έλλειμμα γενικής κυβέρνησης 8.5 % το 2011 και κάτω από το 7% του ΑΕΠ το 2012, υποστηρίζεται από δημοσιονομικά μέτρα που ισοδυναμούν σε 4.8% του ΑΕΠ για το τελευταίο πεντάμηνο του έτους και περίπου 5.0% το 2012. Τα μέτρα αυτά φαίνονται να έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς οδηγώντας σε διψήφια αύξηση  των συνολικών εσόδων του κράτους το Σεπτέμβριο (σύμφωνα με προσωρινή εκτίμηση) αλλά επιτείνουν τις υφεσιακές πιέσεις αφαιρώντας περίπου 2.5 ποσοστιαίες μονάδες από το ΑΕΠ στο Β’ εξάμηνο του 2011  και περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2012. 

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το 2012 αναμένεται να είναι η πρώτη χρονιά επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης της τάξης του 1.5% του ΑΕΠ γεγονός που αναμένεται να αποτελέσει ένα αποφασιστικό βήμα για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και την ανάκαμψη της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία.

Συνολικά, η μείωση του ελλείμματος Γενικής Κυβέρνησης μεταξύ 2009 και 2012 θα προσεγγίσει τις 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (από 15.5 % του ΑΕΠ το 2009 στο 6.8% το 2012). Είναι αξιοσημείωτο ότι παρά το πρωτόγνωρο μέγεθος της δημοσιονομικής προσπάθειας αυτή την τριετία (δηλ. της συνδυασμένης προσπάθειας αύξησης εσόδων και μείωσης δαπανών), που θα υπερβεί τις 18 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (πρωτοφανές σε διεθνές επίπεδο), το έλλειμμα τελικά θα μειωθεί περίπου κατά το ήμισυ, ήτοι κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, καθώς τα δυνητικά έσοδα θα μειωθούν κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ λόγω της ύφεσης και οι πληρωμές τόκων θα αυξηθούν κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. 

Ωστόσο, η προαναφερόμενη δημοσιονομική προσπάθεια προφανώς θα εντείνει την πτώση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 2.5 % του ΑΕΠ, κατά μέσο όρο ετησίως, την ίδια περίοδο, καταδεικνύοντας τη μεγάλη δυσκολία  επίτευξης δημοσιονομικής προσαρμογής αυτού του μεγέθους σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης. Η πρόκληση αυτή δημιουργεί ένα προφανές δίλημμα σχεδιασμού και εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής, υπογραμμίζοντας την ανάγκη εστίασης της δημοσιονομικής προσπάθειας προς την κατεύθυνση μέτρων με μικρότερη υφεσιακή επίδραση και πιο δίκαια κοινωνικά, όπως η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και ο περαιτέρω περιορισμός της κρατικής σπατάλης, αναγνωρίζοντας όμως τις δυσκολίες υλοποίησης αυτών των μέτρων δεδομένων και των αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού. Επίσης, μια ποιο αποτελεσματική και έγκαιρη υλοποίηση του προγράμματος σταθεροποίησης θα βοηθούσε αποφασιστικά στην ανάκαμψη την εμπιστοσύνης σπάζοντας το υφεσιακό φαύλο κύκλο.