Προστασία καταναλωτή και ασφαλιστήριο συμβόλαιο: Μια εύθραυστη ισορροπία

της Άλκηστις Χριστοφίλου, εταίρου στη Δικηγορική Εταιρία Ι.Κ. Ρόκας & Συνεργάτες

Οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), οι όροι δηλαδή που είναι προδιατυπωμένοι από τον προμηθευτή και προορίζονται για αόριστο και μεγάλο, συνήθως, αριθμό συμβαλλομένων, αποτελούν πεδίο σύγκρουσης μεταξύ προμηθευτών και ενώσεων προστασίας καταναλωτών. Η σύγκρουση έχει επεκταθεί και στο χώρο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, στις τράπεζες και στην ιδιωτική ασφάλιση και, συγκεκριμένα, στους γενικούς όρους των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. 

Με την αριθ. 1679/2008 απόφασή του , το δικαστήριο του ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ, συγκροτούμενο από τον Αντιπρόεδρο Γεώργιο Καλαμίδα και τους Αρεοπαγίτες Ρένα Ασημακοπούλου, Ιωάννη Ιωαννίδη, Αθανάσιο Κουτρομάνο και Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, αποσαφηνίζει το νομικό πλαίσιο με αφορμή την προσβολή ως καταχρηστικού του όρου ομαδικού ασφαλιστηρίου κατόχων πιστωτικής κάρτας, που αφορά την ασφάλιση μετακινήσεων και αποκλείει την ευθύνη του ασφαλιστή, αν η απώλεια ζωής του ασφαλισμένου επέλθει λόγω ατυχήματος που συνέβη σε ακτίνα μικρότερη των 35 χλμ. από τον τόπο της μόνιμης διαμονής του.
Ο νόμος 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β του ν. 2741/1999, και συγκεκριμένα το άρθρο 2 παρ. 6 αυτού, ενσωματώνει στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων, που συνάπτονται με τους καταναλωτές». 

Οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί, εκ των προτέρων, για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων και δεν αποτελούν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Το αν η διατάραξη είναι ουσιώδης ή σημαντική αξιολογείται με βάση τις αρχές της καλής πίστης, όπως έκρινε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την απόφασή της αριθ. 6/2006.

Ο ν. 2251/1994 απαριθμεί στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 ενδεικτικά και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί. Δηλαδή οι όροι αυτοί θεωρούνται κατ` αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα, έτσι γι’ αυτούς δεν ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας. Τέτοιοι θεωρούνται και οι υπό το στοιχείο ιγ` όροι, που αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή.

Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για τη διατήρηση του όρου και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για την κατάργησή του.

Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό, σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων τα κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης. 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ασφαλισμένος είχε συμβληθεί μέσω ομαδικού ασφαλιστηρίου σε ασφαλιστική εταιρεία για την κάλυψη κινδύνων ζωής ή ατυχήματος, στο πλαίσιο πιστωτικής κάρτας, με τον προαναφερθέντα περιορισμό. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο περιορισμός δεν είναι καταχρηστικός, σταθμίζοντας αφενός την οικονομική σχέση παροχής – αντιπαροχής, δηλαδή κάλυψης και ασφαλίστρου, και αφετέρου τη σαφήνεια και διαφάνεια της διατύπωσης.

Παραθέτουμε στη συνέχεια ένα απόσπασμα από το κείμενο της απόφασης.

«…. Όπως δέχθηκε το Εφετείο ………………. στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα περιστατικά: Η …………………. συμβλήθηκε με την αναιρεσίβλητη βελγική ασφαλιστική εταιρία στις 27-8-1994 και συνήψε με αυτήν το υπ` αριθμ. …….. Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο Ομαδικής Ασφάλισης. Κατά τους όρους αυτής της ασφαλιστικής σύμβασης, ασφαλισμένοι είναι όλοι οι κάτοχοι της πιστωτικής κάρτας Diners, που υποβάλλει η αντισυμβαλλόμενη ……………….. 

Κατά την ασφαλιστική σύμβαση, μεταξύ των καλυπτόμενων κινδύνων ρητώς προβλέφθηκε η ασφάλεια μετακινήσεων του ασφαλισμένου, η οποία εξειδικεύεται στη σύμβαση ως εξής: Εάν η απώλεια ζωής ή η μόνιμη ολική ή μερική ανικανότητα επέλθουν κατά τη διάρκεια μετακινήσεως ή ταξιδιού του ασφαλισμένου ή ενώ ο ασφαλισμένος παραμένει στον τόπο προορισμού του ή ενδιάμεσα ή επιστρέφει στον τόπο της μόνιμης διαμονής του, εφόσον το ατύχημα συμβεί σε ακτίνα ίση ή μεγαλύτερη από 35 χλμ. από τον τόπο της διαμονής του, θα καταβάλλεται ποσό ίσο με αυτά που περιγράφονται παρακάτω: Θάνατος από ατύχημα 20.000.000 δρχ. Επίσης, με το ίδιο ποσό ασφαλίσματος και με τον ίδιο όρο καλύπτεται και η μόνιμη ανικανότητα από ατύχημα και η μερική ανικανότητα για ποσό 10.000.000 δρχ. 

Ενώ με τον όρο στ` επεξηγείται η έννοια της μόνιμης διαμονής ως εξής: «μόνιμη διαμονή ο τόπος μόνιμης διαμονής του Ασφαλισμένου. Σε περίπτωση που ο Ασφαλισμένος μένει μόνιμα σε άλλη περιοχή από αυτήν στην οποία ζει και εργάζεται τους τρεις τελευταίους μήνες πριν το ατύχημα, τότε θα θεωρείται σαν μόνιμη διαμονή η περιοχή των τελευταίων τριών μηνών». Περαιτέρω με τον γενικό όρο κ` του ίδιου ασφαλιστηρίου συμβολαίου ορίζεται ότι η ακτίνα των 35 χλμ. από τον τόπο της διαμονής προσδιορίζεται από τις χιλιομετρικές αποστάσεις που καθορίζουν οι αρμόδιες υπηρεσίες. Έτσι ο θάνατος ασφαλισμένου που θα συμβεί στον τόπο της διαμονής του, είτε σε απόσταση μικρότερη από 35 χλμ., δεν αποτελεί καλυπτόμενο από την ασφάλιση κίνδυνο. 

Η ρήτρα αυτή, η οποία ήταν ενσωματωμένη στο ασφαλιστήριο (υπ` αριθμ. 2 του πίνακα παροχών), είναι απόλυτα σαφής και ορισμένη, αφού, χωρίς καμία αμφίβολη έκφραση, το νόημά της γίνεται αμέσως κατανοητό από κάθε συναλλασσόμενο, ενδιαφερόμενο, γνωρίζοντα απλή ανάγνωση, χωρίς την ανάγκη να καταφύγει σε κάποια ερμηνευτική διαδικασία. Ορίστηκε περαιτέρω εν τέλει της ασφαλιστικής σύμβασης ότι «Οι γενικοί όροι …. έχουν ισχύ και εφαρμογή και στην ανωτέρω παροχή θανάτου …..» …

Η εν λόγω ρήτρα περιορισμού του ασφαλιστικού κινδύνου από ατυχήματα που αποτελούν παραγωγική αιτία θανάτωσης του ασφαλισμένου μόνο σε απόσταση μεγαλύτερη των 35 χλμ. από τον τόπο της μόνιμης διαμονής του, όπως αυτός σαφέστατα προσδιορίστηκε από τα συμβληθέντα μέρη κατά τα ανωτέρω και όχι κατά τον ΑΚ, για την κατοικία, δεν ενέχει τον χαρακτήρα της καταχρηστικότητας με την έννοια των ανωτέρω διατάξεων της κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας, δεδομένου ότι: Κατ` αρχήν δεν δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία, ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση και, μάλιστα, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης. 

Ειδικότερα, το μεν ύψος του ασφαλίσματος σε περίπτωση της ασφαλιστικής περίπτωσης του θανάτου από ατύχημα ανέρχεται στο σημαντικό ποσό των 20.000.000 δρχ., ενώ το ασφαλιστήριο στο ποσό των 1.100 δρχ. το μήνα, το οποίο, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν μπορεί να καλύψει και τους θανάτους από ατυχήματα και κατά τις καθημερινές μετακινήσεις του ασφαλισμένου στον τόπο της κατοικίας του ή της μόνιμης διαμονής του με την ανωτέρω έννοια. Άλλες περιστάσεις που περιέβαλαν τη σύναψη της σύμβασης, ή άλλες ρήτρες αυτής ή άλλη σύμβαση από την οποία αυτή εξαρτάται, δεν επικαλούνται τα μέρη, ώστε να συνεκτιμηθούν για τον έλεγχο της καταχρηστικότητας της παρούσας ρήτρας. Εν όψει αυτών, η ανωτέρω ρήτρα δεν είχε ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβληθέντων, σε βάρος του ασφαλισμένου, ιδίως δε με τη συνομολόγηση αυτού του όρου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκλείεται ή περιορίζεται υπέρμετρα η ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρίας. 

Αποδείχθηκε, ακόμα, ότι μεταξύ των ασφαλισμένων, ως κάτοχος πιστωτικής κάρτας …., ήταν και ο Α, υιός των εναγόντων. Ο εν λόγω ασφαλισμένος στις 24-3- 1999 θανατώθηκε σε τροχαίο ατύχημα στο 7ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού … – … . Ο θανατωθείς όταν ήταν στη ζωή ήταν κάτοικος …, από την 24-10-1997, όμως σταθερά και συνέχεια διέμενε στην πόλη της …… , όπου φοιτούσε στην Αστυνομική Σχολή, η οποία λειτουργεί εκεί ακριβώς, που έγινε το ατύχημα. Κατά συνέπεια, ο θάνατος του ως άνω ασφαλισμένου δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, το τροχαίο ατύχημα από το οποίο προήλθε αυτός, συνέβη σε ακτίνα μικρότερη των 35 χιλιομέτρων από την πόλη της … στην οποία ζούσε και φοιτούσε τους 18 τελευταίους μήνες πριν από το ατύχημα και κατά τη διάρκεια συνήθους μεταβάσεώς του στη σχολή όπου φοιτούσε, περίπτωση η οποία και αυτή είχε αποκλειστεί από την ασφαλιστική κάλυψη με την ίδια ανωτέρω ρήτρα. …

Ειδικότερα, ο εν λόγω όρος δεν είναι καταχρηστικός, καθ` όσον δεν έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, σε βάρος του ασφαλισμένου, ούτε περιορίζει ή αποκλείει υπέρμετρα την ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας ούτε παραβιάζει την αρχή της διαφάνειας, αφού με αυτόν επέρχεται ένας προσδιορισμός της ασφαλιστικής καλύψεως με βάση το ασφάλιστρο που εισπράττει ο ασφαλιστής. Το τελευταίο δε, σε περίπτωση ομαδικής ασφαλίσεως, όπως εν προκειμένω, είναι σημαντικά χαμηλότερο εκείνου που ορίζεται σε περίπτωση προσωπικής ασφάλισης, δηλαδή πρόκειται εδώ για ρύθμιση της παροχής που αντιστοιχεί την παροχή του ασφαλισμένου με βάση τον κανόνα παροχής – αντιπαροχής. 

Το περιεχόμενό του, εξάλλου, είναι διατυπωμένο με τόση σαφήνεια, ώστε ο απρόσεκτος μεν, ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του βούλησης και απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει από τη χρονική στιγμή της κατάρτισης της σύμβασης, στην πραγματική τους έκταση, τα δικαιώματά του και τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδιαίτερα όσον αφορά την έννοια της μόνιμης διαμονής του, η παραδοχή δε του Εφετείου, ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας το χαμηλό ασφάλιστρο δεν μπορεί να καλύψει και τους θανάτους από ατυχήματα και κατά τις καθημερινές μετακινήσεις του ασφαλισμένου, αφορά συμπέρασμα του Δικαστηρίου αναγόμενο στην αιτιολόγηση του εξαγόμενου από τις αποδείξεις πορίσματος.