Ασυμμετρία στις κεφαλαιακές απαιτήσεις ασφαλιστικών-τραπεζών λόγω εποπτείας

Ο ασφαλιστικός και ο τραπεζικός κλάδος υπηρετούν διαφορετικούς στόχους και λειτουργούν κάτω από διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα, αλλά και οι δύο διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια επενδυτική αγορά. Η εναρμόνιση των εποπτικών συστημάτων αποτελεί ένα μείζον θέμα για την αποφυγή πρακτικών arbitrage, στο βαθμό που ενώ το νέο εποπτικό πλαίσιο Basel III θα εφαρμοστεί σε παγκόσμιο επίπεδο, η Solvency II θα εφαρμοστεί στην Ευρώπη και όχι στην Αμερική. 

Τα διαφορετικά εποπτικά καθεστώτα που εφαρμόζονται όχι μόνο μεταξύ τραπεζών, αλλά και μεταξύ της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής ασφαλιστικής βιομηχανίας, δημιουργούν διαφορετικά κίνητρα για τη διακράτηση των επενδύσεων και σε αρκετές περιπτώσεις οδηγούν και σε διαφορετικές κεφαλαιακές απαιτήσεις για κάθε τομέα. 

Η διαφοροποίηση που προκαλεί η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων, πρέπει να κινητοποιήσει τις εποπτικές αρχές, στο βαθμό που μπορεί να οδηγήσει στη χειραγώγηση των επενδυτικών επιλογών μεταξύ των τομέων της οικονομίας, χωρίς προφανή οικονομική λογική.

Αυτό επισημαίνει η μελέτη του συμβουλευτικού οίκου Oliver Wyman που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από το IIF (Institute of International Finance), με τίτλο «Οι επιπτώσεις της οικονομικής ρυθμιστικής μεταρρύθμισης για την ασφαλιστική βιομηχανία», σημειώνοντας ότι η ασυμμετρία των κεφαλαιακών περιορισμών θα οδηγήσει και σε διαφορετικές κεφαλαιακές απαιτήσεις μεταξύ των αγορών.

Η μελέτη προτείνει μεγαλύτερο διασυνοριακό συντονισμό στην ανάπτυξη των ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων. Οι μη συντονισμένες μεταρρυθμίσεις θα είναι λιγότερο αποτελεσματικές στην προώθηση της οικονομικής σταθερότητας και θα υπονομεύσουν τη δυνατότητα των ασφαλιστών και των τραπεζών να υποστηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα και την ανάκαμψη της ανάπτυξης», σημείωσε το μέλος του διοικητικού συμβουλίου του IIF και πρόεδρος της Swiss Re, κ. Walter Kielholz. «Σε μια εποχή σημαντικών ρυθμιστικών αλλαγών, οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να καταλάβουν πώς η ασφάλεια και οι τραπεζικοί τομείς θα αλληλεπιδράσουν κάτω από τα νέα ρυθμιστικά καθεστώτα. Ο μακροπρόθεσμος ρόλος της επένδυσης των ασφαλιστών στην πραγματική οικονομία πρέπει να συντηρηθεί μέσω των κατάλληλων ρυθμιστικών κινήτρων», πρόσθεσε.

Η έκθεση επισημαίνει ότι μια αποτυχία στο να γίνουν κατανοητές οι διαφορές μεταξύ των ασφαλιστικών και των τραπεζικών εργασιών και να συντονιστεί επαρκώς το υπό διαμόρφωση κανονιστικό πλαίσιο και για τους δύο τομείς, θα μπορούσε να οδηγήσει τους φορείς χάραξης πολιτικής στο να αγνοήσουν τις ενδεχομένως βαθιές επιπτώσεις των αλλαγών στους εν λόγω τομείς και το πώς η ρυθμιστική μεταρρύθμιση θα λειτουργήσει στην πράξη. Στο πλαίσιο αυτό εφιστά την προσοχή στα κίνητρα που δημιουργούνται, από το νέο ευρωπαϊκό καθεστώς, ώστε να συντομευτεί η ωριμότητα των εταιρικών ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους οι ασφαλιστικοί οργανισμοί με μικρότερης διάρκειας τίτλους. Αυτό μπορεί να έρθει σε αντίθεση με τις αρχές της αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων και διαχείρισης στοιχείων του ενεργητικού, με την ενθάρρυνση των ασφαλιστών να συντομεύσουν τη διάρκεια των χαρτοφυλακίων τη στιγμή που οι ανάγκες των ταμειακών τους ροών διατηρούν το μακροπρόθεσμο χαρακτήρα τους.

Η έκθεση δίνει έμφαση επίσης στα κίνητρα που παρέχονται στις τράπεζες και τους ασφαλιστές, στο πλαίσιο του νέου κανονισμού, για να αναλάβουν μεγαλύτερη έκθεση σε κρατικά ομόλογα. Λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα αστάθεια σε διάφορες αγορές κρατικών ομολόγων, τα γενικά κίνητρα κάτω από τα νέα ρυθμιστικά καθεστώτα για τις τράπεζες και τους ασφαλιστές, για να αυξήσουν την έκθεσή τους σε κρατικούς τίτλους, μπορούν να αποδειχθούν αμφισβητήσιμα. Η έκθεση εξετάζει την αλληλεπίδραση μεταξύ του τραπεζικού και του ασφαλιστικού κανονιστικού πλαισίου, εστιάζοντας ιδιαίτερα στο ρόλο των ασφαλιστικών ως μια πηγή μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης της παγκόσμιας οικονομίας και στις επιπτώσεις που θα έχουν οι νέοι κανόνες στη διατήρηση αυτού του ρόλου στο μέλλον. 

Παρά το γεγονός ότι και η Επιτροπή της Βασιλείας (BCBS) και η Ευρωπαϊκή Αρχή για τον Ασφαλιστικό κλάδο, τα Επαγγελματικά και Συνταξιοδοτικά Ταμεία (EIOPA) έχουν δημοσιοποιήσει τα αποτελέσματα των ερευνών που επεξηγούν τον αντίκτυπο των προτεινόμενων νέων κανονισμών, οι μελέτες αυτές έχουν πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα, χωρίς επαρκή σεβασμό για τις επιπτώσεις που θα έχουν στο σύνολο του χρηματοοικονομικού τομέα. Μια πρόσφατη έκθεση από την Επιτροπή σχετικά με το σφαιρικό οικονομικό σύστημα αποτελεί χρήσιμη προσπάθεια όσον αφορά στο να ασχοληθεί με μερικά από αυτά τα ζητήματα, συστήνει η έκθεση.

Ο διευθυντής του IIF, Charles Dallara, επεσήμανε την ανάγκη να διασφαλιστεί η προθυμία και η δυνατότητα του ασφαλιστικού τομέα να παράσχει χρηματοδότηση στις νέες συνθήκες. «Οι τρέχουσες εκτιμήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του BCBS, δείχνουν ότι οι τράπεζες θα πρέπει να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους ίσως και κατά 750 δισ. δολ., προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις, ενώ οι ανάγκες για πρόσθετη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση που θα καλύψει τις νέες απαιτήσεις ρευστότητας θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή. Ακόμα κι αν οι ασφαλιστές ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν την έκθεσή τους στα προτερήματα τραπεζών, οι υγιείς πρακτικές διαχείρισης κινδύνου και το νέο κανονιστικό πλαίσιο για τις ασφαλιστικές αντιστρατεύουν την ανάγκη μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης», σημείωσε ο κ. Dallara. 

Το IIF έχει εφιστήσει την προσοχή στις πιθανές επιπτώσεις της αύξησης των αναγκών κύριας και μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης που απαιτείται σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙΙ στη διαθεσιμότητα πιστώσεων από την πλευρά των τραπεζών. Η διατύπωση της Βασιλείας ΙΙΙ πρέπει να λάβει υπόψη της το ρόλο που οι ασφαλιστές μπορούν να διαδραματίσουν σε αυτήν τη διαδικασία, αποφεύγοντας τον κίνδυνο να περιορίσουν την έκθεσή τους στις τράπεζες».

Επιχειρώντας τη διάκριση της ασφαλιστικής δραστηριότητας σε σχέση με την τραπεζική, οι συγγραφείς της μελέτης εξηγούν ότι ένα ασφαλιστικό συμβόλαιο δεν είναι παρά η προσπάθεια αντιστοίχισης των καταβολών μιας συστηματικής ή εφάπαξ περιόδου με αβέβαιες και μελλοντικές συνθήκες ή αντίστοιχα με την έλευση ενός συγκεκριμένου γεγονότος. Κατά συνέπεια η ασφαλιστική δραστηριότητα επικεντρώνεται στην αντιστοίχιση της διάρκειας των περιουσιακών της στοιχείων. με την αναμενόμενη διάρκεια των υποχρεώσεών της, μέσα και από τη διασπορά των επενδύσεων, με στόχο να μειωθεί ο επενδυτικός κίνδυνος. 

Βασική λειτουργία της ασφαλιστικής δραστηριότητας είναι και η συγκεντρωτική διαχείριση του ρίσκου, προκειμένου να περιοριστεί η μεταβλητότητα των κινδύνων και με αυτό τον τρόπο να καλυφθούν οι αναμενόμενες ζημιές, με όσο το δυνατό χαμηλότερα κεφάλαια, σε σχέση με αυτά που θα απαιτούνταν, εάν κάθε μία επιχείρηση ξεχωριστά ή ένας ιδιώτης αποταμίευε για την αντιμετώπιση παρόμοιων κινδύνων. 

Είναι προφανές ότι τα οφέλη της δεξαμενής διαχείρισης κινδύνων αυξάνονται όσο αυξάνεται και ο αριθμός των ασφαλισμένων, επιτρέποντας έτσι στην ασφαλιστική βιομηχανία να απελευθερώσει κεφάλαια για πιο παραγωγικές χρήσεις, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της παραγωγικότητας και την οικονομική ανάπτυξη. 

Η συγκέντρωση του ρίσκου λειτουργεί καλύτερα στην περίπτωση εξωγενών ασφαλιστικών κινδύνων, που δεν συνδέονται μεταξύ τους, όπως είναι οι φυσικές καταστροφές ή στην περίπτωση ζημιών μικρής συχνότητας και αυξημένης έντασης. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, οι καταστροφικοί κίνδυνοι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε εθνικό επίπεδο και, γι’ αυτό το λόγο, οι μεγάλοι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί οργανισμοί παίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια διασπορά του ρίσκου.
Στον κλάδο ζωής οι ασφαλιστικές εταιρείες δρουν επίσης ως δίχτυ προστασίας ή ως διαχειριστές ακίνητης περιουσίας και μακροπρόθεσμοι επενδυτές για τους ιδιώτες, προσφέροντας προϊόντα που διασφαλίζουν τις συντάξεις των ασφαλισμένων οικογενειών ή την προστασία σε ανεπιθύμητα γεγονότα, όπως ο θάνατος. 

Αντίθετα η βασική λειτουργία των τραπεζών είναι η αποδοχή καταθέσεων, η προσφορά υπηρεσιών πληρωμών και η επέκταση των πιστώσεων. Ο μετασχηματισμός της ωρίμανσης είναι μια έμφυτη διαδικασία σε αυτού του τύπου τη δραστηριότητα, όπου οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις, όπως είναι οι καταθέσεις, χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων αναγκών, όπως τα επιχειρηματικά και τα στεγαστικά δάνεια. Οι τράπεζες, με τη σειρά τους, επωφελούνται από τη συγκέντρωση του ρίσκου, παρέχοντας ένα ευρύ φάσμα πιστώσεων, διαχέοντας τον πιστωτικό κίνδυνο σε ένα μεγάλο αριθμό οφειλετών.

Σε αντίθεση με συγκεκριμένους ασφαλιστικούς κινδύνους, οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι που αναλαμβάνονται κυρίως από τις τράπεζες συνδέονται συνήθως μεταξύ τους, κάτι που είναι ιδιαίτερα έντονο σε περιόδους κρίσης και γι’ αυτό είναι απαραίτητο οι επόπτες του τραπεζικού συστήματος να ακολουθούν πρακτικές που να περιορίζουν τα όρια συγκέντρωσης στη διαχείριση κινδύνων. 

Οι ασφαλιστές είναι υποχρεωμένοι να προχρηματοδοτούν τις μελλοντικές τους υποχρεώσεις, χτίζοντας ουσιαστικά αποθέματα, στοιχείο που καθιστά την ασφαλιστική βιομηχανία σε έναν από τους μεγαλύτερους επενδυτικούς φορείς και την εκθέτει σε πρόσθετους κινδύνους. 

Σε αντίθεση όμως με τις τράπεζες, η φύση των κινδύνων που αναλαμβάνουν τούς υποχρεώνει σε μακροπρόθεσμες επενδυτικές επιλογές, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν συμβόλαια πενταετούς ή τριακονταετούς διάρκειας.
Ευθυγραμμίζοντας τη διάρκεια των περιουσιακών τους στοιχείων με τη διάρκεια των υποχρεώσεών τους, οι ασφαλιστικές εταιρείες ζωής τοποθετούνται ουσιαστικά σαν μακροπρόθεσμοι επενδυτές, στοιχείο που διαφοροποιεί και τις αιτίες αποτυχίας ή πτώχευσης μιας ασφαλιστικής εταιρείας σε σχέση με τον αντίστοιχο κίνδυνο που διατρέχει μια τράπεζα. 

Στην περίπτωση μιας ασφαλιστικής επιχείρησης ο κίνδυνος πτώχευσης προέρχεται από την αποτίμηση των τεχνικών αποθεμάτων και τον επενδυτικό κίνδυνο που ενσωματώνουν τα περιουσιακά της στοιχεία, σε αντίθεση με μια τράπεζα όπου ο κίνδυνος πτώχευσης προέρχεται κυρίως από τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο ρευστοποίησης των στοιχείων του παθητικού και των υποχρεώσεών της, δηλαδή τις καταθέσεις. 

Η ρευστοποίηση των υποχρεώσεων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων απέναντι στους ασφαλισμένους, συνδέεται αρκετές φορές με έκτακτα γεγονότα, όπως είναι μια φυσική καταστροφή και, με αυτή την έννοια, οι απαιτήσεις έναντι των ασφαλισμένων είναι ανεξάρτητες του οικονομικού κύκλου και περισσότερο συνδεδεμένες με τη στατιστική εκδήλωση ενός γεγονότος. 

Οι υποχρεώσεις των τραπεζών συνίστανται στις καταθέσεις, η ρευστοποίηση των οποίων μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή χωρίς πέναλτι, ακόμα και στην περίπτωση της απώλειας εμπιστοσύνης από την πλευρά των καταθετών. Με τον τρόπο αυτό τα προβλήματα ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη διασύνδεση, επισπεύδοντας μια πιθανή χρεωκοπία και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι εποπτικές αρχές δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη διατήρηση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος. 

Αντίθετα, στις ασφαλιστικές εταιρείες των οποίων οι υποχρεώσεις είναι μακροπρόθεσμου χαρακτήρα με περιορισμούς για το πώς και πότε μπορούν να ρευστοποιηθούν, το πρόβλημα της κεφαλαιακής επάρκειας εκδηλώνεται νωρίτερα σε σχέση με το πρόβλημα ρευστότητας. Τα περιουσιακά στοιχεία δεν είναι απαραίτητο να πωληθούν άμεσα για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες ρευστότητας, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο την άμεση ρευστοποίησή τους σε τιμές χαμηλότερες, στοιχείο που τους δίνει τη δυνατότητα να επανακάμψουν σε ένα βάθος χρόνου.