Απώλειες πλήττουν τον κλάδο πυρός

«Φωτιά» έχουν πάρει οι ασφαλίσεις Πυρός, ένα από τα προπύργια ανάπτυξης και κερδοφορίας του κλάδου, που λόγω της κρίσης και των συνεπειών της στην επιχειρηματική κοινότητα βρίσκεται με πολλά ανοικτά μέτωπα, τα οποία δύσκολα θα κλείσουν όσο η οικονομία μας παραπαίει.

Τα αρμόδια τμήματα των ασφαλιστικών εταιρειών δίνουν καθημερινή μάχη επιβίωσης, μια μάχη που όπως θα δούμε ευθύς αμέσως καταγράφεται σε όλα τα επίπεδα της αγοράς και σε όλους τους κινδύνους, μικρούς, μεγάλους και μικρομεσαίους. Πως θα μπορούσε εξάλλου να συμβεί κάτι διαφορετικό, όταν στο σύνολό της η αγορά μαστίζεται από την κρίση, τη μειωμένη κατανάλωση, τη σχεδόν μηδενική ρευστότητα και την έκρηξη των ακάλυπτων επιταγών.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα όσα καταμαρτυρούν στο Insurance World παράγοντες της αγοράς, τα εκατοντάδες χιλιάδες «λουκέτα» που έχουν πλήξει την κατηγορία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχουν άμεσο αντίκτυπο και στη δραστηριότητα των ασφαλιστικών εταιρειών, που βλέπουν τον ένα μετά τον άλλο τους ασφαλισμένους να διαγράφονται από τις λίστες πελατών τους.

Οι προβλέψεις δε που έκανε πρόσφατα η ΓΣΕΒΕΕ για 183.000 «λουκέτα» μέσα στο επόμενο 12μηνο, εκ των οποίων τα 100.000 θα καταγραφούν εντός του 2011, θα καταστήσει δυσχερέστερη τη θέση των ασφαλιστικών εταιρειών, δεδομένου ότι τα χαρτοφυλάκιά τους θα μετρήσουν και άλλες απώλειες.

«Ο κλάδος Πυρός έχει υποστεί πραγματική «καθίζηση», δηλώνουν στο iw γνωστοί παράγοντες της ασφαλιστικής κοινότητας, που παρουσιάζονται εξαιρετικά απαισιόδοξοι για τα όσα θα επακολουθήσουν στη σχετική αγορά.

Μάλιστα, επισημαίνουν ότι απώλειες στα χαρτοφυλάκιά τους δεν καταγράφονται μόνο από επιχειρηματίες που διέκοψαν τη δραστηριότητά τους στον τομέα λιανικής, αλλά και από πολλούς χονδρεμπόρους, όπου τα προβλήματα ρευστότητας είναι πιθανότατα μεγαλύτερα.

Σε δεινή θέση βρίσκονται και οι μικρές – μικρομεσαίες βιοτεχνίες και παραγωγικές μονάδες, που στην πλειονότητά τους πριν ξεσπάσει η κρίση παρέμεναν ασφαλισμένες και οι οποίες πιέζονται από την κρίση και κυρίως από την επιθετική πολιτική των ισχυρών της αγοράς, που στην προσπάθειά τους να κρατηθούν «ζωντανοί» διεκδικούν μερίδια που μέχρι και πρότινος κατείχαν τα χαμηλά κλιμάκια του κλάδου τους.

Πλέον, το να μην ανταποκριθεί ένας επιχειρηματίας στις υποχρεώσεις του έναντι μιας ασφαλιστικής εταιρείας δεν αποτελεί… έκπληξη για τον κλάδο, παρά μια αναμενόμενη αντίδραση. Όπως τονίζουν με έμφαση κύκλοι της αγοράς, οι καθυστερήσεις στις πληρωμές έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Όλοι ζητούν παράταση στην παράταση και η μοναδική περίπτωση να… συνετιστούν είναι η ασφαλιστική εταιρεία να απειλήσει με διακοπή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

«Πρόκειται βέβαια για μια τακτική που δεν φέρνει πάντα αποτελέσματα, διότι όταν μια εταιρεία δεν διαθέτει ρευστότητα, το τελευταίο που θα θελήσει να πληρώσει είναι τον ασφαλιστή της» τονίζεται από παράγοντα της αγοράς, που δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί ότι στη λίστα των πληρωμών μιας επιχείρησης προηγούνται οι τράπεζες, τα μισθωτήρια συμβόλαια, οι εργαζόμενοι, οι προμηθευτές, τα ταμεία, η εφορία και έπονται οι ασφαλιστικές εταιρείες.

Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, πιέσεις προς τις ασφαλιστικές εταιρείες για γρήγορες εισπράξεις των ασφαλίστρων ασκούν και οι αντασφαλιστές, τουλάχιστον σε ότι αφορά τους μεγάλους πελάτες, αφού κατά κανόνα δεν δέχονται καθυστερήσεις πληρωμών πέραν των δύο μηνών.

Στις περιπτώσεις αυτές, που πλέον αποτελούν καθημερινότητα για τους ασφαλιστές στον κλάδο Πυρός, οι εταιρείες δεν έχουν παρά να επιλέξουν έναντι δύο εναλλακτικών. Είτε να χρηματοδοτήσουν οι ίδιες τους πελάτες τους, είτε να διακόψουν την κάλυψη. Και βέβαια, με δεδομένο ότι η έλλειψη ρευστότητας έχει χτυπήσει και την ασφαλιστική αγορά, σπάνια οι εταιρείες δέχονται να αναλάβουν το ρίσκο χρηματοδότησης ενός μεγάλου πελάτη τους, ο οποίος ζητά να καταβάλλει τα ασφάλιστρα σε έξι, οκτώ ή και 12 μήνες!

Όμως τα προβλήματα του κλάδου δεν σταματούν εδώ. Αρνητικά είναι τα μηνύματα τα οποία λαμβάνουν τα επιτελεία των ασφαλιστικών εταιρειών και από τις τράπεζες. Η κάθετη πτώση των στεγαστικών δανείων έχει περιορίσει δραματικά τις ασφαλιστικές εργασίες από το bancassurance. «Η στεγαστική πίστη είναι εδώ και μήνες κυριολεκτικά πεθαμένη» δηλώνεται χαρακτηριστικά και προστίθεται ότι οι τελευταίοι υπολογισμοί φέρουν τα έσοδα από την εν λόγω δραστηριότητα να είναι μειωμένα για ορισμένες εταιρείες έως και 60 ή και 70%. Πρόκειται μάλιστα για μια κερδοφόρα δραστηριότητα, δεδομένου ότι ο δείκτης ζημιών παραδοσιακά ήταν εξαιρετικά χαμηλός, με αποτέλεσμα το πλήγμα για τις ασφαλιστικές εταιρείες να είναι διπλό. Από τη μια χάνουν έσοδα και από την άλλη μετρούν απώλειες στα κέρδη τους.

Στο μεταξύ, οι τράπεζες φέρονται να προκαλούν ένα ακόμη πρόβλημα στις ασφαλιστικές εταιρείες και ειδικότερα σε αυτές με τις οποίες δεν έχουν άμεση συνεργασία. Σύμφωνα με τα όσα καταμαρτυρούν στο Insurance World στελέχη της αγοράς, σε πολλές από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τράπεζες καταλήγουν στο να δανειοδοτήσουν κάποιον μεγάλο πελάτη τους, αλλά και μικρότερους, στις προϋποθέσεις της δανειοδότησης –όχι τις τυπικές- θέτουν και την ασφάλιση της εταιρείας σε ασφαλιστική με την οποία συνεργάζεται η τράπεζα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο δανειοδοτούμενος υποκύπτει στις πιέσεις δεδομένου ότι οι τράπεζες πολύ δύσκολα πια χορηγούν νέα δάνεια.

«Η ασφαλιστέα ύλη που έχει χαθεί είναι πλέον πολύ μεγάλη σε έναν κλάδο που επί χρόνια τροφοδοτούσε τις ασφαλιστικές εταιρείες με κέρδη» τονίζει στο iw στέλεχος της αγοράς που δεν κρύβει την αγωνία του για το τι θα συμβεί τους επόμενους μήνες στο βαθμό που η οικονομία μας δεν φαίνεται να βγαίνει από το σκοτεινό και βαθύ τούνελ της κρίσης χρέους και της ύφεσης στην οποία όπως όλα δείχνουν θα περιέλθει και το 2012.

Πλέον, στην ασφαλιστική αγορά οι ακυρώσεις συμβολαίων, αλλά και τα «σπασίματα» συμβάσεων με σκοπό ο πελάτης να μεταφερθεί σε άλλη φθηνότερη εταιρεία είναι όλο και πιο συχνές. Στην προσπάθειά τους να περικόψουν τις δαπάνες τους οι επιχειρηματίες αναζητούν φθηνότερα συμβόλαια, και σε πολλές περιπτώσεις ζητούν και περικοπές στις παροχές, και κυρίως τη μείωση των ασφαλιζόμενων κεφαλαίων ή την εξαίρεση από τα συμβόλαια της κάλυψης των απωλειών κέρδους. Λέγεται πως πλέον η εν λόγω παροχή για πολλές εταιρείες λογίζεται ως… πολυτέλεια.

Συμπερασματικά θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι οι ανασφάλιστες επιχειρήσεις αντί να μειώνονται πληθαίνουν, τα συμβόλαια καθίστανται οικονομικότερα, αλλά και φτωχότερα σε παροχές, ενώ εντείνεται η κινητικότητα των ασφαλισμένων από ασφαλιστική σε ασφαλιστική προς αναζήτηση της φθηνότερης σύμβασης.

Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε και ακόμη δύο παράγοντες που ενισχύουν το αρνητικό κλίμα το οποίο χαρακτηρίζει τον κλάδο Πυρός. Την προσφυγή εκατοντάδων πλέον εταιρειών στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα, πολλές από τις οποίες είναι μεγάλες, καθώς και την ένταση των συγχωνεύσεων που οδηγούν σε λιγότερα εταιρικά σχήματα, αλλά και πιο ισχυρά στη διαπραγμάτευσή τους με τις ασφαλιστικές εταιρείες.

Αντίδοτο στα όσα προαναφέρθηκαν, που όμως περιορίζει μόνο και δεν επιλύει το όλο πρόβλημα, αποτελούν τα καινούργια προγράμματα των ασφαλιστικών εταιρειών, τα οποία έρχονται ακριβώς να εξυπηρετήσουν τις νέες ανάγκες των επιχειρηματιών. Ανάγκες οι οποίες αντιστοιχούν σε λιγότερες καλύψεις και οικονομικότερα ασφάλιστρα. Ωστόσο, με τα εν λόγω προγράμματα, απλά περιορίζονται μερικώς οι απώλειες του κλάδου Πυρός. Το πρόβλημα στην ασφαλιστική αγορά παραμένει και όσο η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να γυρίσει την οικονομία μας σε θετικούς ρυθμούς θα εντείνεται με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους.