Οι καθυστερήσεις στις εισπράξεις βαραίνουν τις ασφαλιστικές

Πρόσθετα κεφάλαια για την καθυστέρηση απόδοσης των ασφαλίστρων από το δίκτυο των συνεργατών ή τους ασφαλισμένους πέραν του ενός μήνα, απαιτεί η Τράπεζα της Ελλάδος, συρρικώνοντας δραματικά το χρόνο δημιουργίας της επισφάλειας από τη συγκεκριμένη κατηγορία εσόδων σε σχέση με ότι ισχύει σήμερα.

Αυτό προβλέπει το κείμενο των κατευθύνσεων που δόθηκε προς όλες τις ασφαλιστικές εταιρείες κατά την πρόσφατη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην ΤτΕ στο τέλος Ιουλίου, στην οποία συζητήθηκαν οι κανόνες και οι τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να εφαρμόσουν οι εταιρείες για την εφαρμογή της άσκησης QIS 5 και τον υπολογισμό του ελάχιστου ή του πρόσθετου εγγυητικού κεφαλαίου.

Σημειώνεται ότι η εποπτική αρχή έχει προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα υποχρεώνοντας το σύνολο των ασφαλιστικών εταιρειών να εφαρμόσουν την άσκηση QIS 5 με αυστηρό μάλιστα χρονοδιάγραμμα εντός του Σεπτεμβρίου. Η άσκηση αποτελεί ουσιαστικά μια προσομοίωση των ποσοτικών επιπτώσεων που θα έχει στις ασφαλιστικές εταιρείες η οδηγία Solvency II, που τίθεται τυπικά σε εφαρμογή από το 2013. Το QIS 5 θα πραγματοποιηθεί με βάση τα στοιχεία του 2010 και θα περιλαμβάνει μια σειρά από αυστηρές παραδοχές προκειμένου να αποτιμηθούν οι κεφαλαιακές ανάγκες που θα απαιτηθούν ενόψει της εφαρμογής της οδηγίας για τη Φερεγγυότητα II.

Στο πλαίσιο της άσκησης που θα πραγματοποιηθεί εντός του Σεπτεμβρίου και για τον υπολογισμό του πρόσθετου εποπτικού κεφαλαίου (SCR), η ΤτΕ πιθανολογεί ότι το shock για τον κίνδυνο μετοχών θα είναι 49% για μετοχές εντός του ΟΟΣΑ και 59% εκτός ΟΟΣΑ. Σε ότι αφορά τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία επιβάλλει την υποχρεωτική αποτίμηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, δηλαδή τόσο των απαιτήσεων όσο και των υποχρεώσεων, σε τιμές αγοράς.

Βασική αρχή της άσκησης είναι όλα τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία υπάρχει τιμή διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά να γίνει χρήση αυτής της τιμής για την αποτίμησή τους. Έτσι τόσο οι μετοχές όσο και τα ομόλογα και σε ότι αφορά τον υπολογισμού του ελάχιστου εγγυητικού κεφαλαίου (MCR)  θα πρέπει να αποτυπωθούν στις τρέχουσες τιμές όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2010, που είναι και το έτος αναφοράς για την πραγματοποίηση της άσκησης. Αντίστοιχη υποχρέωση, σύμφωνα με τις επιταγές της ΤτΕ υπάρχει και για τα ακίνητα, ενώ στην περίπτωση που δεν υπάρχει τιμή διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά, η εταιρεία θα μπορεί να κάνει χρήση ειδικών μοντέλων, τα οποία θα πρέπει όμως να στοιχειοθετεί απόλυτα, τεκμηριώνοντας τη βασιμότητα των υπολογισμών της. 

Πρόκειται ουσιαστικά για μια καθυστερημένη προσαρμογή του ασφαλιστικού κλάδου στους κανόνες των διεθνών λογιστικών προτύπων, που υιοθετούνται προς το παρόν μόνο από τις μεγάλες εταιρείες του κλάδου, τους ομίλους και τις εισηγμένες και όχι τις μικρές ή τις μεσαίες εταιρείες, η πλειονότητα των οποίων εφαρμόζει τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα.
 
Αυστηρή μεθοδολογία επιβάλλεται επίσης και για την αποτίμηση των τεχνικών προβλέψεων με το διαχωρισμό τους σε γραμμές παραγωγής ανά κλάδο και ανά προϊόν, την παράθεση των αναλογιστικών παραδοχών ανά γραμμή παραγωγής και την αιτιολόγησή τους  στην περίπτωση που δεν διαφέρουν μεταξύ τους.

Στο πλαίσιο αυτό και για την αποτίμηση των τεχνικών προβλέψεων, οι χρηματικές ροές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη:

• τις δημογραφικές,  νομικές, ιατρικές τεχνολογικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις
• τον εκτιμώμενο μελλοντικό πληθωρισμό
• όλο το χρονικό διάστημα μέχρι τη λήψη των υποχρεώσεων
• τα συμβατικά δικαιώματα προαίρεσης και τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις
• τις μελλοντικές παροχές που είναι στη διακριτική ευχέρεια των επιχειρήσεων
• τη συμπεριφορά των ασφαλισμένων σε σχέση με τις ακυρώσεις ή τις εξαγορές συμβολαίων
Οι διοικήσεις των εταιρειών θα πρέπει επίσης να απαντήσουν ένα ποιοτικό ερωτηματολόγιο για
• το βαθμό εμπλοκής του διοικητικού συμβουλίου στη διαχείριση κινδύνου
• τις επιτροπές του δοικητικού συμβουλίου, όπως την Επιτροπή Ελέγχου
• το βαθμό ενσωμάτωσης της διαχείρισης κινδύνου στη λειτουργία της επιχείρησης
• τις λειτουργίες ελέγχου και
• την ποιότητα των δεδομένων, αλλά και συγκεκριμένες πληροφορίες για το σύστημα διαχείρισης κινδύνου της εταιρείας, ανά κατηγορία κινδύνου και ανά γραμμή παραγωγής.