Τραπεζικό «άνοιγμα» σε ασφαλιστικά προγράμματα

Το σύνολο σχεδόν των τραπεζών προωθούν πλέον από τα καταστήματά τους ασφαλιστικά προγράμματα κάθε μορφής και κάθε κλάδου. Προγράμματα συνταξιοδοτικά, παιδικά, υγείας, κατοικιών, αυτοκινήτων και πολλά άλλα, προτείνονται στους πελάτες των τραπεζών, είτε απευθείας από τους τραπεζικούς υπαλλήλους είτε από ειδικά εκπαιδευμένους πωλητές και συμβούλους. Τι ακριβώς ισχύει όμως; Τι είναι αυτά τα προϊόντα και πόσο διαφέρουν από τα ασφαλιστικά προϊόντα που προωθούν τα δίκτυα των ασφαλιστικών εταιρειών, όπως είναι οι πράκτορες, οι μεσίτες και οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι; Τι κερδίζει και τι πρέπει να προσέχει ο καταναλωτής;

I. Προώθηση ασφαλιστικών προγραμμάτων από τις τράπεζες

Σήμερα, οι τράπεζες αναγνωρίζονται από το νόμο ως ειδική κατηγορία διαμεσολαβούντων προσώπων και η προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων από αυτές είναι απολύτως νόμιμη, αρκεί να τηρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Υπάρχουν δύο τρόποι για τη δραστηριοποίηση μιας τράπεζας στην ασφαλιστική διαμεσολάβηση:

A. Με απευθείας συνεργασία της τράπεζας με ασφαλιστική εταιρεία και προώθηση των ασφαλιστικών προϊόντων μέσω των καταστημάτων της τράπεζας. Στην περίπτωση αυτή:
– η κάθε τράπεζα μπορεί να συνεργάζεται με μία μόνο ασφαλιστική εταιρεία ή και με δεύτερη για προϊόντα που δεν είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους και 
– στο κάθε υποκατάστημα της τράπεζας πρέπει να υπάρχει ένας τουλάχιστον τραπεζικός υπάλληλος που να κατέχει βεβαίωση επιτυχούς εκπαίδευσης στο ασφαλιστικό αντικείμενο, όπως
ορίζει ο νόμος.

Β. Με την ίδρυση από την τράπεζα θυγατρικής εταιρείας ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και την προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών εταιρειών στην ελεύθερη αγορά, εκτός των καταστημάτων της τράπεζας.
Οι περισσότερες τράπεζες χρησιμοποιούν παράλληλα και τους δύο τρόπους, έτσι ώστε να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία και να μπορούν να καλύπτουν κάθε ενδιαφερόμενο πελάτη τους, εντός ή εκτός των καταστημάτων τους. Συνεπώς, με αυτή την έννοια, οι τράπεζες μπορούν να προσφέρουν όλα τα προϊόντα που παράγει η ασφαλιστική αγορά. Αυτό όμως, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, δε συμβαίνει στην πραγματικότητα και οι τράπεζες επιλέγουν συγκεκριμένα προϊόντα, τα οποία προωθούν στο πελατολόγιό τους. Η κάθε τράπεζα επιλέγει τον τρόπο και τη μέθοδο της ενασχόλησής της με την προώθηση ασφαλιστικών προϊόντων, ανάλογα με τους στρατηγικούς της στόχους, το μέγεθός της και την ιστορία της.

ΙΙ. Πέντε κατηγορίες προϊόντων

Τα ασφαλιστικά (ή πολλές φορές τα λεγόμενα τραπεζοασφαλιστικά) προϊόντα, που μπορεί να βρει ένας καταναλωτής στο κατάστημα μιας τράπεζας, μπορούν να χωριστούν σε πολλές κατηγορίες, ανάλογα με το κριτήριο που χρησιμοποιούμε. Συγκεκριμένα:

Ανάλογα με το σχεδιασμό τους:
1. Τα προϊόντα που έχουν ειδικά σχεδιασθεί για τους πελάτες της τράπεζας και προωθούνται μόνο μέσω των καταστημάτων της και
2. Τα προϊόντα της ασφαλιστικής εταιρείας που προωθούνται μέσω όλων των δικτύων πώλησης της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένης και της τράπεζας. 

Ανάλογα με την ομάδα καταναλωτών στην οποία απευθύνονται:
1. Τα προϊόντα λιανικής που απευθύνονται στους ιδιώτες και οικογενειάρχες που είναι πελάτες της τράπεζας ή που επισκέπτονται τα καταστήματα της τράπεζας για κάποια συναλλαγή και
2. Τα προϊόντα που απευθύνονται στις επιχειρήσεις που είναι πελάτες της τράπεζας και οι οποίες έρχονται σε επαφή με τις μονάδες επιχειρήσεων, μεγάλων πελατών κ.λπ. της τράπεζας.

Ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι τραπεζικού δανείου:
1. Τα προϊόντα που «συνοδεύουν» μια δανειακή σύμβαση που έχει ένας καταναλωτής με την τράπεζα και έχουν σχέση με την αποπληρωμή του δανείου και
2. Τα προϊόντα που δεν συνδέονται με δανειακή σχέση του πελάτη με την τράπεζα.

Ανάλογα με το είδος του ασφαλιστικού προϊόντος:
1. Τα προϊόντα που έχουν σχέση με τη ζωή και την υγεία του καταναλωτή και
2. Τα προϊόντα που έχουν σχέση με την ασφάλιση περιουσιακού στοιχείου του καταναλωτή ή την τυχόν ευθύνη του προς τρίτους. 

Τέλος έχουμε τα ατομικά προγράμματα, δηλαδή τα προϊόντα που
ο κάθε καταναλωτής αγοράζει για τον εαυτό του ή την οικογένειά του και δεν έχουν σχέση με ασφαλιστήρια άλλων καταναλωτών και τα ομαδικά προγράμματα, δηλαδή τα προϊόντα που αφορούν σε μεγάλη ομάδα καταναλωτών και ο κάθε νέος ασφαλισμένος εντάσσεται σε ένα προϊόν που προϋπάρχει και στο οποίο μετέχουν πολλοί ασφαλισμένοι με κοινά χαρακτηριστικά.

ΙΙΙ. Ασφαλιστικά προγράμματα σε σχέση με δανειακές συμβάσεις

Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στα ασφαλιστικά και τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα που συνδέονται με δανειακές συμβάσεις.
Είναι η πιο συχνή περίπτωση που συναντούν οι καταναλωτές και ταυτόχρονα η κατηγορία με τα περισσότερα παράπονα και τις περισσότερες παγίδες, που πρέπει να προσέξει ο καταναλωτής. Τα προϊόντα αυτά χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: 

1. Τα προϊόντα που εξασφαλίζουν την αποπληρωμή του δανείου σε περίπτωση απώλειας της ζωής του δανειολήπτη.
Οι ασφαλίσεις αυτές είναι οι πιο χρήσιμες και πραγματικά προστατεύουν την οικογένεια του δανειολήπτη από δυσάρεστες καταστάσεις, δικαστικές περιπέτειες και πολύ συχνά από κατασχέσεις, όταν ο δανειολήπτης χάσει τη ζωή του και οι κληρονόμοι του δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους στην τράπεζα. Με τις ασφαλίσεις αυτές η ασφαλιστική εταιρεία εξοφλεί στην τράπεζα το υπόλοιπο του δανείου που υπήρχε τη στιγμή του θανάτου και οι κληρονόμοι δεν οφείλουν. 

Σε πολλές περιπτώσεις, όταν υπάρχει ειδικός όρος στο ασφαλιστήριο, η ασφαλιστική εταιρεία αποπληρώνει την τράπεζα και στην περίπτωση που ο δανειολήπτης δεν πεθάνει, αλλά πάθει Μόνιμη Ολική Ανικανότητα από ασθένεια ή ατύχημα και συνεπώς δεν μπορεί να εργασθεί και δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσει το δάνειο.

Τα συμβόλαια αυτά μπορεί να είναι ατομικά, να καλύπτουν δηλαδή συγκεκριμένο δανειολήπτη, για συγκεκριμένο δάνειο, με ανεξάρτητο συμβόλαιο, αλλά μπορεί να είναι και ομαδικά, να καλύπτουν δηλαδή όλους τους δανειολήπτες μιας τράπεζας (για παράδειγμα, όλους όσους έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο), για το ποσό που ο καθένας χρωστά στην τράπεζα.

Τα προϊόντα αυτά αφορούν σε πολλές κατηγορίες δανείων, όπως στεγαστικά, επισκευαστικά, καταναλωτικά, προσωπικά, ακόμα και για τα υπόλοιπα των πιστωτικών μας καρτών. Πολλοί μάλιστα δανειολήπτες καλύπτονται από τέτοια προγράμματα και πιθανώς πληρώνουν ασφάλιστρα, αλλά δεν το γνωρίζουν. Συνεπώς, θα έπρεπε να απευθυνθούν στην τράπεζά τους και να ρωτήσουν αν ισχύει μια τέτοια κάλυψη.

2. Τα προϊόντα που ασφαλίζουν το περιουσιακό στοιχείο για το οποίο έλαβε ο καταναλωτής το δάνειο από την τράπεζα.
Οι ασφαλίσεις αυτές είναι βέβαια χρήσιμες και προστατεύουν το δανειολήπτη και την οικογένειά του από δυσάρεστες καταστάσεις, αν καταστραφεί, ολικά ή μερικά, το περιουσιακό στοιχείο από ένα τυχαίο γεγονός, αλλά χρειάζονται μεγάλη προσοχή. Με τις ασφαλίσεις αυτές, αν επέλθει ο κίνδυνος και υποστεί ζημιά το περιουσιακό στοιχείο, η ασφαλιστική εταιρεία καταβάλλει πρώτα στην τράπεζα την αποζημίωση μέχρι το ύψος του ποσού του δανείου και στη συνέχεια, αν υπάρχει υπόλοιπο, το καταβάλλει στον ασφαλισμένο ιδιοκτήτη του περιουσιακού στοιχείου.

Στα ασφαλιστήρια αυτά υπάρχει ο ειδικός όρος του «ενυπόθηκου δανειστή» υπέρ της συγκεκριμένης τράπεζας που έχει δώσει το δάνειο και το ύψος του δανείου. Τα συμβόλαια αυτά είναι ατομικά, καλύπτουν δηλαδή συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο για συγκεκριμένο ποσό δανείου, με ανεξάρτητο συμβόλαιο και σπάνια είναι ομαδικά, καλύπτουν δηλαδή όλα τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία έχουν λάβει δάνειο όλοι οι δανειολήπτες μιας τράπεζας (για παράδειγμα, όλες τις κατοικίες όλων όσων έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο), για το ποσό που ο καθένας χρωστά στην τράπεζα.

Τα προϊόντα αυτά αφορούν επίσης σε πολλές κατηγορίες δανείων, μέσω των οποίων υπάρχει απόκτηση υλικού, κινητού ή ακίνητου, περιουσιακού στοιχείου, όπως στεγαστικά, επισκευαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά κ.λπ., ακόμα και για απόκτηση αγαθών μέσω πιστωτικών καρτών.

Προσοχή στις καλύψεις, στις εξαιρέσεις και στα κεφάλαια ασφάλισης
Η ασφάλιση περιουσιακών στοιχείων από τις τράπεζες μπορεί να κρύβει πολλές παγίδες για τους ασφαλισμένους καταναλωτές και γι’ αυτό πρέπει να δείξουμε ιδιαίτερη προσοχή σε πολλά σημεία. Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα στεγαστικού δανείου:

Το σωστό ποσό για την ασφάλιση του διαμερίσματος, ως οικοδομής, είναι η κατασκευαστική του αξία, δηλαδή τα 130.000 ευρώ.
Οι τράπεζες όμως, ασφαλίζουν συνήθως τον πιστωτικό τους κίνδυνο, δηλαδή το ποσό του δανείου που χορηγούν (ή και ένα επιπλέον ποσοστό περίπου 10%), ασφαλίζουν δηλαδή ποσό από 60.000 έως 70.000 ευρώ. Αν λοιπόν η τράπεζα είχε ασφαλίσει ποσό π.χ. 65.000 ευρώ, τότε, σε περίπτωση ολικής ζημιάς λίγους μήνες αργότερα, η τράπεζα θα λάβει από την ασφαλιστική εταιρεία το ποσό των 60.000 ευρώ και το υπόλοιπο θα το λάβει ο ασφαλισμένος, δηλαδή 5.000 ευρώ. 

Δηλαδή, μετά τη ζημιά, η τράπεζα έχει εξοφληθεί, αλλά ο ασφαλισμένος: α) δεν θα έχει σπίτι και β) θα έχει μόνο 5.000 ευρώ στα χέρια του, ενώ για την ανακατασκευή του διαμερίσματος χρειάζεται 130.000 ευρώ. Πρέπει δηλαδή να δανειστεί (ή να βάλει ο ίδιος) 125.000 ευρώ!

Αντίθετα, αν το διαμέρισμα είχε ασφαλιστεί στη σωστή αξία των 130.000 ευρώ, τότε η τράπεζα θα είχε πάρει τα 60.000 ευρώ και ο ασφαλισμένος θα είχε στα χέρια του 70.000 ευρώ, δηλαδή θα χρειαζόταν να δανειστεί (ή να βάλει ο ίδιος) 60.000 ευρώ, ποσό ίσο με τον αρχικό δανεισμό του.

Στο ίδιο παράδειγμα, αν το δάνειο που είχε λάβει ο δανειολήπτης ήταν π.χ. 180.000 ευρώ και η τράπεζα τον είχε ασφαλίσει για ποσό π.χ. 200.000 ευρώ, στην περίπτωση της ολικής ζημιάς, η ασφαλιστική εταιρεία δεν νομιμοποιείται να καταβάλει ποσό μεγαλύτερο της κατασκευαστικής αξίας (δηλαδή των 130.000 ευρώ) που απαιτείται για την αποκατάσταση της ζημιάς, ακόμα και
αν ο ασφαλισμένος πλήρωνε ασφάλιστρα για 200.000 ευρώ.

Δηλαδή, μετά τη ζημιά, η τράπεζα θα εισπράξει 130.000 ευρώ, έναντι του δανείου και ο ασφαλισμένος: α) δεν θα έχει σπίτι και β) θα συνεχίζει να χρωστάει στην τράπεζα 50.000 ευρώ! Σε κάθε περίπτωση, ο καταναλωτής-δανειολήπτης θα πρέπει να ζητά την ασφάλιση της οικοδομής της κατοικίας του για την κατασκευαστική της αξία, γιατί σε κάθε άλλη περίπτωση βγαίνει χαμένος ο ίδιος.

• Ως προς τους καλυπτόμενους κινδύνους
Οι τράπεζες ζητούν την ασφάλιση της κατοικίας έναντι συγκεκριμένων κινδύνων, που συνήθως είναι φωτιά, κεραυνός, έκρηξη και σεισμός. Όπως όμως γνωρίζουμε, τα ασφαλιστήρια δεν καλύπτουν αόριστα το γεγονός της καταστροφής, π.χ. από φωτιά, αλλά καλύπτουν ή εξαιρούν τις αιτίες από τις οποίες προέρχεται η φωτιά. Για παράδειγμα, σε ένα ασφαλιστήριο κατοικίας, μπορεί να καλύπτεται η φωτιά από παρακείμενο δάσος, αλλά να εξαιρείται η φωτιά από τρομοκρατική ενέργεια ή να καλύπτεται η φωτιά από
βραχυκύκλωμα και να εξαιρείται η φωτιά από σεισμό.

Συνεπώς, όταν κατά την εκταμίευση του δανείου συμφωνούμε με την τράπεζα στην ασφάλιση της κατοικίας μας, θα πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς για ποιους κινδύνους και για ποιες αιτίες είμαστε ασφαλισμένοι και για ποιες όχι. Σε αντίθετη περίπτωση μπορεί, μετά από μια ολική ζημιά που δεν καλύπτεται, να βρεθούμε: α) χωρίς σπίτι και β) να χρωστάμε το σύνολο του δανείου
στην τράπεζα, παρά το ότι νομίζαμε ότι το σπίτι ήταν ασφαλισμένο από την τράπεζα!
Το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο του σπιτιού μας, το οποίο σπανίως ασφαλίζεται από την τράπεζα, εκτός αν το ζητήσει ο δανειολήπτης.

ΙΙΙ. Είναι υποχρεωτικές οι ασφαλίσεις μέσω των τραπεζών για τους δανειολήπτες;

Πρέπει να γίνει απολύτως σαφές ότι δεν είναι νόμιμο η τράπεζα να υποχρεώσει το δανειολήπτη να ασφαλισθεί σε συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία που επιλέγει η τράπεζα, αλλά ο πελάτης είναι ελεύθερος να επιλέξει όποια ασφαλιστική εταιρεία θέλει, είτε συνεργάζεται η τράπεζα με αυτή είτε όχι. Ο καταναλωτής-δανειολήπτης είναι ελεύθερος επίσης να επιλέξει τον «ασφαλιστή» του,
το πρόσωπο δηλαδή μέσω του οποίου θα ασφαλιστεί στην ασφαλιστική εταιρεία που επέλεξε. Συνεπώς ο καταναλωτής δεν είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την πρόταση της τράπεζας για ασφάλιση. 

Αντίθετα, ο δανειολήπτης είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει ασφαλιστήριο συμβόλαιο στην τράπεζα, με τους όρους και τις καλύψεις που ζητά η τελευταία, γιατί η υποχρέωση αυτή αποτελεί όρο της δανειακής σύμβασης που έχει υπογράψει ο πελάτης, για να λάβει το δάνειό του και η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να δεχθεί το ασφαλιστήριο αυτό, εφόσον προέρχεται από ασφαλιστική
εταιρεία που λειτουργεί νόμιμα. Σε κάθε περίπτωση, είτε ασφαλισθεί ο πελάτης μέσω της τράπεζας είτε ασφαλισθεί σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία, στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο πρέπει να υπάρχει ο ειδικός όρος του «ενυπόθηκου δανειστή», δηλαδή πρακτικά ο πελάτης εκχωρεί στην τράπεζα την αποζημίωση που θα ελάμβανε σε περίπτωση ζημιάς, μέχρι βέβαια το ύψος του εκάστοτε υπολοίπου του δανείου του.

IV. Ασφαλιστικά προγράμματα ανεξάρτητα από δανειακές συμβάσεις
Οι τράπεζες δεν προωθούν μόνο ασφαλιστικά προγράμματα σε όσους λαμβάνουν δάνεια από αυτές. Αναγνωρίζοντας τα οφέλη, οικονομικά και πελατειακά, που θα είχαν αν πρόσφεραν στους πελάτες τους και άλλα προϊόντα, πέραν των τραπεζικών, επεκτάθηκαν και στην ασφαλιστική διαμεσολάβηση, από την οποία έχουν καθαρά προμηθειακά έσοδα, χωρίς άλλο ρίσκο. Επειδή όμως η ενασχόλησή τους αυτή είναι δευτερεύουσα και δεν κατέχουν πλήρως το ασφαλιστικό αντικείμενο, εστίασαν σε συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων, όπως:

1. Συνταξιοδοτικά, αποταμιευτικά και επενδυτικά προϊόντα
Τα προϊόντα αυτά είναι πολύ κοντά στην τραπεζική φιλοσοφία και πιο εύκολα για τον τραπεζικό υπάλληλο που τα προωθεί. Για το λόγο αυτό, τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες έχουν δραστηριοποιηθεί πάρα πολύ στην προώθηση συνταξιοδοτικών και παιδικών προγραμμάτων, αξιοποιώντας τη φερεγγυότητα που αποπνέουν, σε αντίθεση με τη χαμηλότερη φερεγγυότητα και αξιοπιστία που έχει η ασφαλιστική αγορά στα μάτια του καταναλωτή, μετά μάλιστα τα γεγονότα που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια και την ανάκληση των αδειών λειτουργίας ασφαλιστικών εταιρειών που είχαν κλάδο ζωής.

Ήδη πολλές τράπεζες, σε συνεργασία με ασφαλιστικές εταιρείες, έχουν δημιουργήσει μια σειρά προϊόντων που απευθύνονται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, ενήλικους, ανήλικους, εργαζόμενους, άνεργους, μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες κ.λπ., και με εξειδικευμένα προγράμματα προσπαθούν να τους προσεγγίσουν. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τα προβλήματα της κοινωνικής ασφάλισης και την ανατροπή των συνταξιοδοτικών δεδομένων, κινούνται επιθετικά και προτείνουν εγγυημένες αποδόσεις και πολλαπλές επιλογές ως προς το χρόνο συνταξιοδότησης και την είσπραξη των εγγυημένων ποσών.
Παράλληλα, προτείνουν και συμβόλαια με επενδυτικό ρίσκο, για όσους πιστεύουν στους κύκλους της οικονομίας και στις μελλοντικές μεγάλες αποδόσεις, μετά το τέλος της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. 

2. Ασφαλιστικά προϊόντα λιανικής, ασφαλίσεων κατά ζημιών
Πολλές τράπεζες, αξιοποιώντας το μεγάλο δίκτυο καταστημάτων που έχουν σε όλη την επικράτεια και το πλήθος των καταναλωτών που καθημερινά συναλλάσσονται σε αυτά, έχουν προχωρήσει στην πώληση ασφαλιστηρίων τα οποία θεωρούν απλά και τυποποιημένα, όπως π.χ. η ασφάλιση οχημάτων, όταν μάλιστα η ασφάλιση της αστικής ευθύνης έναντι τρίτων είναι υποχρεωτική από το νόμο, η ασφάλιση προσωπικών ατυχημάτω ν, η ασφάλιση κατοικιών με συγκεκριμένα πακέτα καλύψεων κ.λπ.
Επίσης, κάποιες από τις τράπεζες που έχουν ιδρύσει θυγατρικές διαμεσολαβητικές εταιρείες, έχουν αναπτύξει δίκτυο ανεξάρτητων συνεργαζόμενων ασφαλιστικών συμβούλων και πρακτόρων και με το κύρος του τραπεζικού ομίλου στον οποίο ανήκουν, προωθούν κάθε μορφής ασφαλιστικά προγράμματα, τόσο στο πελατολόγιο της τράπεζας όσο και στην ελεύθερη αγορά, δηλαδή σε όλο το καταναλωτικό κοινό, ιδιώτες, οικογενειάρχες και επαγγελματίες.

3. Προγράμματα προς επιχειρήσεις
Τέλος, είτε μέσω των ειδικών υπηρεσιακών τους μονάδων (τμήματα μεγάλων πελατών, εξυπηρέτησης επιχειρήσεων κ.λπ.) είτε μέσω των στελεχών της θυγατρικής διαμεσολαβητικής τους εταιρείας, οι τράπεζες απευθύνονται στους πελάτες τους-επιχειρήσεις, κάθε μορφής και μεγέθους και, σε συνεργασία με τα αντίστοιχα τμήματα των συνεργαζομένων ασφαλιστικών εταιρειών, προτείνουν την ασφαλιστική τους κάλυψη και τη μελέτη των ασφαλιστικών τους αναγκών.

Τα ασφαλιστικά προγράμματα που προτείνονται στις επιχειρήσεις, δεν περιορίζονται στην ασφάλιση των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού, των μηχανημάτων, των εμπορευμάτων, των εταιρικών οχημάτων ή των αστικών ευθυνών που δημιουργούνται από τη λειτουργία της επιχείρησης, αλλά επεκτείνονται στις ομαδικές ασφαλίσεις υγείας των εργαζομένων και των οικογενειών τους, στη δημιουργία ομαδικών συνταξιοδοτικών προ-
γραμμάτων κ.λπ.

V. Συμπέρασμα
Σε κάθε περίπτωση, ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει ότι τα προγράμματα αυτά, ανεξάρτητα από το ότι προσφέρονται από τις τράπεζες, είναι προγράμματα των συνεργαζομένων με τις τράπεζες ασφαλιστικών εταιρειών, δεν είναι τραπεζικά προϊόντα. Συνεπώς, όταν του προταθεί από την τράπεζα ένα ασφαλιστικό προϊόν, είτε έχει σχέση με δανειακή σύμβαση είτε όχι, θα πρέπει να κοιτάξει με προσοχή τα ασφαλιζόμενα κεφάλαια, τους καλυπτόμενους κινδύνους και τις εξαιρέσεις, τις προϋποθέσεις ασφάλισης και φυσικά το κόστος των ασφαλίστρων. Επίσης, αν το ασφαλιστικό προϊόν είναι επενδυτικό ή αποταμιευτικό, θα πρέπει να προσέξει αν έχει εγγυημένες αποδόσεις και, αν ναι, το ύψος της ετήσιας εγγυημένης απόδοσης.
Με βάση όλα αυτά, ο καταναλωτής μπορεί, αν ενδιαφέρεται, να ζητήσει έγγραφη προσφορά από την τράπεζα και στη συνέχεια να τη συγκρίνει με αντίστοιχες προσφορές που θα λάβει από ασφαλιστικά δίκτυα ή και από άλλη τράπεζα και αφού συγκρίνει όρους, κεφάλαια, ασφάλιστρα, εγγυήσεις και αποδόσεις, να αποφασίσει.

Διαβάστε το e-book της «ασφαλίζομαι» εδώ 

 Εγγραφείτε εδώ για να λαμβάνετε την «ασφαλίζομαι» δωρεάν στο e-mail σας