άρθρο του Δημήτρη Γαβαλάκη, γ.γ. Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Συντονιστής Ασφαλιστικών Συμβούλων – Ιδιοκτήτης Life Plan insurance
επιμέλεια: Έλενα Ερμείδου
Η διανομή ασφαλιστικών προϊόντων και ο κλάδος ασφαλιστικής διαμεσολάβησης δραστηριοποιείται εδώ και ένα έτος εντός του πλαισίου που θέτει ο 4583/2018 ή αλλιώς IDD. Το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο γίνεται όλο και περισσότερο σαφές ότι αποτελεί σημαντική μεταρρύθμιση για τον τρόπο λειτουργίας της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. Μία μεταρρύθμιση που προσπαθεί όχι μόνο να ενσωματώσει τις Ευρωπαϊκές απαιτήσεις αλλά, μέσω των ρυθμίσεων Εθνικής νομοθεσίας, να διορθώσει πρακτικές του παρελθόντος που δημιουργούσαν σύγχυση τόσο στον καταναλωτή όσο και στη σωστή αποτύπωση της λειτουργίας κάθε κατηγορίας διαμεσολάβησης.
Η πρώτη αξιοσημείωτη αλλαγή στις κατηγορίες διαμεσολάβησης είναι η συγχώνευση των κατηγοριών του ασφαλιστικού συμβούλου και του πράκτορα ασφαλίσεων. Η συγκεκριμένη συγχώνευση ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο του 2019, για όσους είχαν εγγραφεί στην κατηγορία ασφαλιστικού συμβούλου πριν την 1/1/2018 και θα έχει ολοκληρωθεί στο τέλος του 2020.
Η συγκεκριμένη ενσωμάτωση μαζί με την ακόμα πιο σαφή διαφοροποίηση του ρόλου του μεσίτη ασφαλίσεων και του πράκτορα ασφαλίσεων αναδεικνύει ξεκάθαρα τις διαφορές μεταξύ των δύο κατηγοριών οι οποίες διαμεσολαβούν για την υλοποίηση ασφαλιστικών συμβάσεων.
Ο πράκτορας ασφαλίσεων εκπροσωπεί μία ή περισσότερες ασφαλιστικές εταιρείες ανάλογα τη σύμβαση που διατηρεί με αυτές ενώ ο μεσίτης ασφαλίσεων εκπροσωπεί τον πελάτη μη δεσμευόμενος από εκπροσώπηση ασφαλιστικών εταιρειών και διατηρώντας την ανεξαρτησία του από αυτές.
Η τρίτη κατηγορία ασφαλιστικής διαμεσολάβησης, η οποία έχει θεσπιστεί ως κατηγορία από το 1985 και η οποία διατηρείται, είναι ο συντονιστής ασφαλιστικών πρακτόρων. Ιδιαιτερότητα αυτής της κατηγορίας είναι ότι δεν διαμεσολαβεί για την υλοποίηση ασφαλιστικής σύμβασης αλλά διαμεσολαβεί μέσω ασφαλιστικών πρακτόρων τους οποίους προτείνει στις ασφαλιστικές εταιρείες που εκπροσωπεί αναλαμβάνοντας την ευθύνη παρακολούθησης τους για την ορθή τήρηση από αυτούς, των πολιτικών των ασφαλιστικών εταιριών.
Αναγραφή στοιχείων των προσώπων που έχουν διαμεσολαβήσει
Σημαντική επίσης πρόβλεψη του νέου νόμου είναι η απαίτηση από την ασφαλιστική εταιρεία, να αναγράφει τόσο στην αίτηση ασφάλισης όσο και στο συμβόλαιο που στη συνέχεια εκδίδεται τα στοιχεία των προσώπων που έχουν διαμεσολαβήσει για την συγκεκριμένη σύμβαση. Η συγκεκριμένη μάλιστα αναγραφή πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να διαχωρίζεται ποιος βρέθηκε μπροστά στον πελάτη και ποιος άλλος, ανά περίπτωση, εμπλέκεται στην αλυσίδα της διαμεσολάβησης.
Το συγκεκριμένο νέο δεδομένο βοηθά στην ξεκάθαρη εικόνα προς τον καταναλωτή του ρόλου του κάθε ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, βοηθά στην αποτροπή μη πιστοποιημένων προσώπων να ασκήσουν ασφαλιστική διαμεσολάβηση και τέλος θα βοηθήσει μακροπρόθεσμα στην σωστή αποτύπωση του συνόλου των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών οι οποίοι βρίσκονται μπροστά στον πελάτη και της στατιστικής ανάλυσης του όγκου αλλά και της σύνθεσης των ασφαλιστικών συμβάσεων που προωθούν ή εξυπηρετούν.
Οι ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Οδηγίας
Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι ρυθμίσεις της ευρωπαϊκής οδηγίας για την αναλυτική ενημέρωση του υποψηφίου πελάτη πριν τη σύναψη μιας ασφαλιστικής σύμβασης ή τροποποίησης αυτής.
Το σύνολο των πληροφοριών που θέτει ως απαίτηση ο νομοθέτης να υποβάλλονται στον πελάτη αποσκοπούν τόσο στην υποστήριξη κανόνων διαφάνειας όσο και στη δυνατότητα να αντιληφθεί ο υποψήφιος ασφαλισμένος πιθανή σύγκρουση συμφερόντων ή άλλα στοιχεία για τις προτεινόμενες ασφαλιστικές συμβάσεις που τον βοηθούν να πάρει ορθή και υπεύθυνη απόφαση. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η υποχρεωτικότητα της παροχής συμβουλής από τον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή. Η ύπαρξη της συμβουλής δίνει τη δυνατότητα στον πελάτη τόσο κατά την διαδικασία της απόφασης του όσο και μεταγενέστερα να κατανοεί γιατί του προτάθηκε η συγκεκριμένη ασφαλιστική σύμβαση ως η καλύτερη δυνατή επιλογή από τις διαθέσιμες που είχε ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής με επίκεντρο τις ανάγκες του και τις επιθυμίες του
Είναι ξεκάθαρο ότι τόσο το ευρωπαϊκό Πλαίσιο όσο και εθνικές ρυθμίσεις που περιλήφθηκαν στο συγκεκριμένο νόμο αποσκοπούν στην προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή – ασφαλισμένου και για αυτό ισχύουν για κάθε κανάλι διανομής.
Αν οι παραπάνω προβλέψεις επιτύχουν το σκοπό τους θα κριθεί από την καθολική εφαρμογή από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Άλλωστε με αυτό και μόνο τον τρόπο θα μπορούν εν ευθέτω χρόνο να αποτυπωθούν πιθανές αστοχίες του και άρα να προκληθούν διορθώσεις – αν αυτό κριθεί αναγκαίο – οι οποίες θα υπηρετούν τον ίδιο κεντρικό στόχο, την ενίσχυση της αξιοπιστίας της διανομής ασφαλιστικών προϊόντων.
*αναδημοσίευση από τον Οδηγό Ασφαλιστικής Διαμεσολάβησης 2019