*άρθρο του Σεραφείμ Αίσωπου, Διευθυντή Ανάληψης Κινδύνων
Το τελευταίο έτος, ολόκληρη η ανθρωπότητα βιώνει ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο: μάθαμε τι σημαίνει πανδημία και πώς αυτή μπορεί να αντιμετωπισθεί. Η πανδημία της Covid-19 ανέδειξε τον ουσιαστικό ρόλο και τη σημασία του δημοσίου συστήματος υγείας, το οποίο κλήθηκε να διαχειριστεί μία πρωτοφανή υγειονομική κρίση.
Ας θυμηθούμε τα χειροκροτήμα τα από τα μπαλκόνια μας – όλοι μας αναγνωρίζουμε τις τεράστιες προσπάθειες του υγειονομικού μας προσωπικού. Η διαχείριση της πανδημικής κατάστασης απαιτεί κεντρική οργάνωση και δεν μπορεί να γίνει σε επίπεδο ιδιωτικής περίθαλψης.
Η κεντρική διαχείριση όμως συνεπάγεται αναπόφευκτα προβλήματα στην περίθαλψη των υπόλοιπων, τακτικών περιστατικών καθώς τα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα δίνουν αναγκαστικά προτεραιότητα στην περίθαλψη του μεγάλου αριθμού των κρουσμάτων. Εδώ αναδεικνύεται και ο ρόλος της ιδιωτικής ασφάλισης. Σήμερα, σε περίπτωση που χρειαστεί να εισαχθούμε σε νοσοκομείο για ένα περιστατικό ρουτίνας, δυστυχώς θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε αναμονές, καθώς προηγούνται οι ανάγκες της πανδημίας.
Συνεπώς, ακόμα και μέσα σε αυτήν την μοναδική κατάσταση που βιώνουμε, η επιπλέον ιδιωτική ασφάλισή μας έχει τεράστια, ενδεχομένως ζωτική σημασία.
Το δημόσιο σύστημα υγείας αντιμετώπιζε προβλήματα (αναμονές, ουρές, επίπεδο υπηρεσιών, κ.ά.) και προ της πανδημίας, ειδικά μάλιστα στη χώρα μας λόγω και των περικοπών που έχουν γίνει στο χώρο της υγείας τα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Επιπλέον, ισχύει ότι στην Ελλάδα είμαστε πρωταθλητές στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας. Είμαστε δηλαδή ο λαός, ο οποίος εκταμιεύει τα περισσότερα χρήματα από την τσέπη του ώστε να καλύψει ανάγκες υγείας.
Συγκεκριμένα, με βάση την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΛΣΤΑΤ), το 2018, οι Έλληνες ξοδέψαμε περί τα €14,5 δισ. για την υγεία. Από αυτά το κράτος πλήρωσε €8,5 δισ. και οι ασφαλιστικές εταιρείες μόλις €600 εκατ., γιατί απλά είναι μικρός ο αριθμός όσων είναι ιδιωτικά ασφαλισμένοι (υπολογίζεται σε περίπου 1,5 εκατομμύριο). Το υπόλοιπο ποσό, περίπου €5,5 δισ., πληρώσαμε οι Έλληνες από την τσέπη μας. Αυτό σαν ποσοστό είναι διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με άλλα λόγια ο ‘φτωχός’ Έλληνας, μη ευχαριστημένος από το δημόσιο σύστημα υγείας, πλήρωσε από την τσέπη του διπλάσιο ποσοστό από τον Ευρωπαίο.
Σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, τα ελληνικά νοικοκυριά δαπάνησαν – κατά μέσον όρο – το 7,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης τους σε υπηρεσίες υγείας. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε €102,44 ευρώ (σε σταθερές τιμές) για κάθε νοικοκυριό. Δηλαδή το κάθε νοικοκυριό ξοδεύει μεσοσταθμικά €1.445 το έτος από το εισόδημά του ή τις αποταμιεύσεις του για να αντιμετωπίσει ανάγκες, οι οποίες σχετίζονται με την υγεία του.
Το ποσοστό αυτό -7,3%-, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακολουθεί σε ιδιωτικές δαπάνες η Βουλγαρία με 7,1% ενώ, ενδεικτικά, στο Ηνωμένο Βασίλειο το αντίστοιχο ποσοστό είναι 1%, στην Ισπανία 3,4% και στην Ιταλία 4,8%.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία θα λέγαμε ότι, από την άποψη των πραγματικών δαπανών των νοικοκυριών, η ασφάλιση υγείας αποτελεί ανάγκη υψίστης σημασίας, καθώς ο μέσος Έλληνας εκταμιεύει χρήματα για την υγεία του από ιδίους πόρους.
Είναι γεγονός ότι το ενδιαφέρον των πολιτών για την ιδιωτική ασφάλιση υγείας είναι εξαιρετικά μεγάλο. Κάτι τέτοιο διαφαίνεται και από την πορεία των Κλάδων Ασθενειών και Προσωπικών Ατυχημάτων κατά την τελευταία δεκαετία. Ακόμα και στα χρόνια της οικονομικής κρίσης αλλά και της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης, παρατηρούμε μεγάλη ανάπτυξη του Κλάδου Ασθενειών των Ασφαλίσεων κατά Ζημιών σε παραγωγή ασφαλίστρων. Ενώ το 2008 η παραγωγή ασφαλίστρων του Κλάδου Ασθενειών των Ασφαλίσεων κατά Ζημιών ήταν μόλις €8.288.915, το 2020 ανήρθε σε €300.226.408.
Η ανάπτυξη του κλάδου εν μέσω της πανδημίας της Covid-19 το 2020, σε σχέση με το 2019, ήταν της τάξης του 10%.
Άρα και τα στοιχεία από την ασφαλιστική αγορά και η εξέλιξη της παραγωγής ασφαλίστρων, καταδεικνύουν την αναγκαιότητα που συνιστά για την κοινωνία η ασφάλιση υγείας. Το γεγονός αυτό οφείλουν να λάβουν υπόψη οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές προσεγγίζοντας τις ανάγκες των πελατών τους και αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για την ανάπτυξη των εργασιών τους.
Η ιδιωτική ασφάλιση υγείας προσφέρει σήμερα ολοκληρωμένες υπηρεσίες, οι οποίες ουσιαστικά συμπληρώνουν και αναβαθμίζουν το δημόσιο σύστημα υγείας: Πρωτοβάθμια νοσοκομειακή κάλυψη, αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών, νοσηλεία σε εξαιρετικές συνθήκες, δικαίωμα επιλογής νοσηλευτικού ιδρύματος, δαπάνες για αποκατάσταση, προληπτικό έλεγχο υγείας κ.ά.
Η ιδιωτική ασφάλιση δίνει τη δυνατότητα απευθείας πρόσβασης στις καλύτερες ιδιωτικές κλινικές της χώρας αλλά και του εξωτερικού.
Η ιδιωτική ασφάλιση παρέχει τελικά στον πολίτη την ηρεμία και τη σιγουριά ότι, σε περίπτωση οποιουδήποτε συμβάντος υγείας, θα έχει κάλυψη και φροντίδα με υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές, χωρίς αναμονές και άλλα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει σε δημόσιες δομές.
Επιπλέον, σήμερα η προσφορά της ασφαλιστικής αγοράς σε προγράμματα Υγείας είναι μεγάλη και ικανή να καλύψει ένα μεγάλο εύρος αναγκών. Τα προγράμματα ποικίλουν και μπορούν κάλλιστα να συνδυασθούν με τις παροχές του δημόσιου συστήματος υγείας αλλά και ομαδικών προγραμμάτων μεγιστοποιώντας το όφελος των ασφαλισμένων. Το κόστος της ασφάλισης έχει γίνει προσιτό και μπορεί άνετα να προσαρμοσθεί στις οικονομικές δυνατότητες της κάθε οικογένειας.
Η Υδρόγειος Ασφαλιστική, εφαρμόζοντας όλες τις διαδικασίες της IDD και λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες τάσεις και καταναλωτικές ανάγκες, σχεδίασε νέα προγράμ- ματα ασφάλισης υγείας προσδιορίζοντας με σαφήνεια τα προφίλ των καταναλωτών στους οποίους αυτά απευθύνονται, με βάση, μεταξύ άλλων, δημογραφικά, γεωγραφικά και εισοδηματικά κριτήρια. Έτσι δη- μιούργησε μία ολοκληρωμένη σειρά προτάσεων ασφάλισης που είναι κατάλληλες και προσιτές για όλους, από αυτούς που χρειάζονται μία απλή, συμπληρωματική ασφάλιση στο δημόσιο σύστημα υγείας έως αυτούς που επιζητούν πολύ υψηλές προδιαγραφές και πλούσιες καλύψεις για την υγεία τους.
Το συμπέρασμα είναι ένα: η ανάγκες υπάρχουν και διαφαίνονται πλέον καθαρά στην κοινωνία ενώ οι επιλογές, η ποιότητα και η προστιθέμενη αξία που προσφέρει στον πολίτη η ιδιωτική ασφάλιση υγείας την καθιστούν όχι ένα είδος πολυτέλειας για λίγους, αλλά μια αναγκαιότητα για όλους μας.
*από το περιοδικό VOICE