Της Έλενας Ερμείδου
Το 67ο Ραντεβού των Αντασφαλιστών στο Μόντε Κάρλο (RVS2025) ξεκινά αύριο 6 Σεπτεμβρίου με υπερπροσφορά των κεφαλαίων που αντιστοιχούν σε κινδύνους της αγοράς, εξέλιξη που μεταξύ άλλων οδηγεί σε flat τιμολόγηση κατά την περίοδο της ανανέωσης των αντασφαλιστικών συμβάσεων την 1η Ιανουαρίου 2026, σύμφωνα με τη Howden.
H αύξηση της προσφοράς εναλλακτικών επενδυτικών αντασφαλιστικών κεφαλαίων (ILS) επίσης συμβάλλει στον (επανα)καθορισμό των αντασφαλιστικών συμβάσεων, κατά την ΑΟΝ, ωστόσο η αγορά των ILS για τους καταστροφικούς κινδύνους παραμένει ακόμα μικρή σύμφωνα με τα Lloyd’s .
Η υπερπροσφορά κεφαλαίων ενισχύει τον ανταγωνισμό στις τιμολογήσεις, καθώς και τους όρους και τις συνθήκες ανάληψης κινδύνων, εκτιμά η Swiss Re. Την ίδια στιγμή διακρίνει τάση δομικών αλλαγών στις αντασφαλιστικές συμβάσεις δευτερευόντων καταστροφικών κινδύνων, οι οποίοι εκπροσωπούν το 60% περίπου των συνολικών καταστροφικών κινδύνων.
Σημαντική είναι η παρουσία του φαινομένου του πληθωρισμού, της αλλαγής του κλίματος, καθώς και των γεωπολιτικών εξελίξεων στον επανασχεδιασμό / καθορισμό των συμφωνιών που θα γίνουν ενόψει της ανανέωσης των αντασφαλιστικών συμβάσεων την 1η Ιανουαρίου 2026, επισημαίνουν οι Gallagher Re, Fitch, Moody’s, S&P.
Σύμφωνα με την Guy Carpenter (Marsh McLennan), τα ισχυρά κέρδη των αντασφαλιστών, η προσφορά κεφαλαίων και η στροφή προς μία βιώσιμη στρατηγικής ανάληψης κινδύνων θα καθορίσουν την αγορά κατά την περίοδο των ανανεώσεων. Καθώς η προσφορά είναι υψηλότερη της ζήτησης, ο ανταγωνισμός στρέφει τους αντασφαλιστές προς την αναζήτηση νέων στρατηγικών αξιοποίησης πλεονάζοντος κεφαλαίου και κερδοφορίας. Παρά τον μέσο όρο των 130 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ετήσιες ζημίες από ασφαλισμένες φυσικές καταστροφές από το 2021 έως το 2024, η κερδοφορία των αντασφαλιστών παραμένει σταθερή. Για την Guy Carpenter, οι αντασφαλιστές θα μπορούσαν να απορροφήσουν έως και 80 δισεκατομμύρια δολάρια σε ζημίες που σχετίζονται με καταστροφές.
Τα συνολικά κεφάλαια των αντασφαλιστκών (παραδοσιακά και ILS) διαμορφώνονται στα 850 δισεκατομμύρια περίπου, ωστόσο οι αποδόσεις των ιδίων κεφαλαίων έχουν υποχωρήσει πέριξ του 12%. Αυτό οδήγησε τους τρεις οίκους αξιολόγησης, Fitch Rating, Moody’s, S&P, να αναθεωρούν τις ετήσιες προοπτικές τους επί τα χείρω.