Με την απόφαση ΑΠ 705/2016 (βλ. ΕΣυγκΔ 2017/10) αναιρέθηκε η Εφ. Αθ. 1012/2015, με την οποία επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης 12.000 ευρώ στη σύζυγο του θανόντος (αντί 80.000 ευρώ πρωτοδίκως), 7.000 ευρώ για το κάθε τέκνο (αντί 80.000 ευρώ πρωτοδίκως), 8.000 ευρώ για τη μητέρα, (αντί 80.000 πρωτοδίκως), 2.000 ευρώ για τον γαμπρό (αντί 20.000 πρωτοδίκως), 2.000 ευρώ (αντί 20.000 ευρώ πρωτοδίκως) για τον εγγονό και 4.000 ευρώ για την εγγονή (αντί 20.000 ευρώ πρωτοδίκως).
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με την ανωτέρω απόφασή του έκρινε ότι το Εφετείο υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού τα εν λόγω ποσά, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, υπολείπονται των συνήθως επιδικαζομένων σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Μετά την αναίρεση της ανωτέρω εφετειακής απόφασης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε για τον θάνατο του 63χρονου συνυπαίτιου σε ποσοστό 40% θανόντος πεζού:
35.000 ευρώ στη σύζυγο
30.000 ευρώ στη μητέρα
Ανά 25.000 ευρώ σε καθένα από τα τέσσερα τέκνα
8.000 ευρώ στον γαμβρό
10.000 ευρώ σε καθένα από τα δύο εγγόνια
Εξουσία δικαστηρίου παραπομπής μετά από αναίρεση
Αν η αναιρεθείσα εν μέρει απόφαση είναι του δευτέρου βαθμού, χωρεί η επανεξέταση της εφέσεως από το Δικαστήριο της παραπομπής μόνο κατά το αυτό αναιρεθέν κεφάλαιο. Οι μη αναιρεθείσες διατάξεις διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το Δικαστήριο της παραπομπής, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος με την αναίρεση δεδικασμένου, και συνεπώς δεν ερευνώνται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια της διαφοράς, τα οποία αντιστοιχούν στις μη αναιρεθείσες διατάξεις, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3, 4 και 581 παρ.2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση και δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση, όχι όμως και από τις διαπιστώσεις της αποφάσεως που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Ερευνώντας όμως τις διαταχθείσες αποδείξεις δύναται, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, να τις εκτιμήσει και διαφορετικά από ότι η αναιρεθείσα απόφαση. Αν η απόφαση που αναιρέθηκε είναι του δευτέρου βαθμού δεν ακυρώνεται και η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ακόμη και αν αυτή στηρίζεται στο ίδιο ελάττωμα, και τούτο διότι με την αναίρεση της αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της εφέσεως κατά της Πρωτοβάθμιας απόφασης αποφάσεως, ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα την απορρίψει επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση.
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1.Μετά την αναίρεση Εφετειακή απόφασης που κρίθηκε ότι επιδίκασε ποσά που υπολείπονται των συνήθως επιδικαζομένων, παρατηρείται και πάλι μεγάλη απόκλιση από τα Πρωτοδίκως επιδικασθέντα. Παραμένει λοιπόν επίκαιρο το ερώτημα ποια τα κριτήρια του ευλόγου όταν μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη είναι η βαρύτητα της προσβολής της προσωπικότητας, που προστατεύεται απόλυτα και από τις διατάξεις του ΑΚ 57, 59, (βλ. σχετικώς, ΑΠ 1059/2017, ΕΣυγκΔ 2017/299).
Διαβάστε περισσότερα εδώ
Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ο Σόλων