Ιατρικά λάθη ιατρών δημοσίων νοσοκομείων – Προϋποθέσεις ευθύνης Δημοσίου – Πότε ευθύνεται το Δημόσιο και πότε το ΝΠΔΔ (νοσοκομείο)
(Δημοσιεύεται στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ο Σόλων)
Μεταξύ των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι οποίες ανήκουν στα διοικητικά δικαστήρια, περιλαμβάνονται, και οι διαφορές που προκύπτουν από υλικές ενέργειες ή παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις προέρχονται από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών αυτών, ΟΧΙ δε και όταν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. Η ευθύνη αυτή γεννάται και στο πεδίο της διαγνωστικής – θεραπευτικής δραστηριότητας των δημόσιων νοσηλευτηρίων.
Ως προϋπόθεση για την θεμελίωση της ευθύνης Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ προς αποζημίωση πρέπει να υφίσταται παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια των οργάνων τους κατά την ενάσκηση της ανατεθειμένης σ` αυτά δημόσιας υπηρεσίας όπως της ιατρικής περιθάλψεως των ασθενών, με την οποία να προσβλήθηκε το συνδεόμενο με την προσωπικότητα αυτών (των ασθενών) αγαθό της υγείας και σωματικής ακεραιότητας και της ίδιας της ζωής, που προστατεύεται από τα άρθρα 929, 932 Α.Κ. και 441 του Ποινικού Κώδικα.
Η έννομη σχέση που συνδέει τον ασθενή με το δημόσιο νοσηλευτήριο, είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, ανεξάρτητα από τη φύση της έννομης σχέσης, ο ιατρός που ασκεί το λειτούργημα του στα πλαίσια της οργάνωσης ενός δημόσιου νοσηλευτηρίου, ως δημόσιος λειτουργός, είναι εξίσου υποχρεωμένος, σε κάθε περίπτωση παροχής ιατρικών υπηρεσιών, να συμμορφώνεται προς τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας εμπειρίας (lege artis), καθώς και να επιδεικνύει επιμέλεια, πέραν εκείνης που απαιτείται από το άρθρο 330 ΑΚ στις συναλλαγές. Δεν ευθύνεται όμως αν ενήργησε σύμφωνα με τους ιατρικούς κανόνες και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και ανάλογα με τα μέσα που έχει στη διάθεση του, συνετός και επιμελής ιατρός. Για να στοιχειοθετηθεί αστική ευθύνη του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ και υποχρέωση προς αποζημίωση, απαραίτητος προϋπόθεση είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παρανόμου συμπεριφοράς του οργάνου του Δημοσίου και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, περιουσιακής ή ηθικής, την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, ήταν ικανή και πρόσφορος να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός. Αν όμως η ζημία προήλθε από ενέργειες ή παραλείψεις οργάνου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, υπόχρεο προς αποζημίωση είναι το νομικό τούτο πρόσωπο και όχι το Δημόσιο.
Θάνατος εξαιτίας σηπτικού σοκ απότοκου υπολειμματικού πλακούντος μετά από καισαρική τομή
Κρίθηκε ότι ο επελθών θάνατος της επιτόκου επήλθε συνεπεία φλεγμονής του υπολείμματος του πλακούντος η οποία εξελίχθηκε σε σηψαιμία και σηπτικό σοκ, του οποίου τελικό επεισόδιο ήταν το σύνδρομο της διαχύτου ενδοαγγειακής πήξεως.
Ψυχικήοδύνη 3.097.560 ευρώ για τον θάνατο 26χρονης επιτόκου
Επιμεριζόμενα ανά :
550.000 ευρώ στον σύζυγο
586.840 ευρώ σε καθένα από τα τρία τέκνα
440.205 ευρώ σε καθένα από τους δύο γονείς
293.470 ευρώ στον αδελφό
200.000 ευρώ στην πεθερά στα δικαιώματα της οποίας υπεισήλθαν, μετά το θάνατό της οι νόμιμοι κληρονόμοι αυτής.
Ψυχική οδύνη – Δικαιούχοι
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 932 ΑΚ δικαιούχοι χρηματική ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης είναι και ο πενθερός και η πενθερά, ενώ δεν συμπεριλαμβάνονται θείοι και ανεψιοί του θανόντος, τα πρώτα εξαδέλφια, οι σύζυγοι των αδελφών του θανόντος και οι κουνιάδοι
Τόκοι Υπερημερίας Δημοσίου – ΝΠΔΔ 10% και όχι 6%
(Παραβίαση διατάξεων 4 παρ. και 20 παρ.1 του Συντάγματος και των διατάξεων ΕΣΔΑ)
Κατά το επίδικο διάστημα (από 6-6-2003) το ύψος του επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου ανήρχετο σε 10%. Συνεπώς προκύπτει διαφορά μεταξύ του ύψους του επιτοκίου υπερημερίας και του νόμιμου επιτοκίου που οφείλεται από το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ., ανερχόμενο σε 6%, που είναι σημαντικά χαμηλότερο από το πιο πάνω ποσοστό. Επιπρόσθετα, ο μέσος ετήσιος δείκτης τιμών καταναλωτή κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα μεταβαλλόταν σε ποσοστό σημαντικά μεγαλύτεροτου προαναφερθέντος ποσοστού 6%. Κατά συνέπεια, υφίσταται εν προκειμένω, , παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και της διάταξης υπερνομοθετικής ισχύος του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης αυτής, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι συντρέχει κάποιος λόγος δημόσιου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή, ούτε το εναγόμενο Δημόσιο επικαλείται την ύπαρξη τέτοιου λόγου.
Διαβάστε περισσότερα εδώ
Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ο Σόλων