Στον δημόσιο διάλογο προβάλλεται συχνά το απλοϊκό επιχείρημα ότι η φορολογική αντιμετώπιση των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) και των Ομαδικών Ασφαλιστηρίων Συμβολαίων (ΟΑΣ) των Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων οφείλει να είναι η ίδια, δεδομένου ότι δεν παρέχουν τελικά παρά ένα όμοιο προϊόν (π.χ. σύνταξη ή εφάπαξ). Το επιχείρημα μάλιστα που επικαλούνται οι εκπρόσωποι του 3ου πυλώνα ασφάλισης (Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις) συνοψίζεται στη φράση “same risks, same rules”, δηλαδή ότι στις ασφάλειες, εφόσον αναλαμβάνονται οι ίδιοι κίνδυνοι, πρέπει να ισχύουν και οι ίδιοι κανόνες για όλους και ειδικά οι φορολογικοί. Είναι όμως έτσι; Πρόκειται πράγματι για τους «ίδιους (συνταξιοδοτικούς) κινδύνους», που επομένως θα έπρεπε να οδηγούν στους ίδιους φορολογικούς κανόνες;
άρθρο του κ. Χρήστου Νούνη*
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Και τούτο δεν αποτελεί απλώς μία άποψη που εκφέρουν τα μέλη της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α). Η αρνητική αυτή απάντηση έχει δοθεί σε πανευρωπαϊκό επίπεδο από τους πλέον ειδικούς: διότι αν πράγματι επρόκειτο για «ίδιους κινδύνους», τότε γιατί το πανευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο είναι διαφορετικό για τα ΤΕΑ (οδηγία IORP II) και διαφορετικό για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις (οδηγία Solvency II); Γιατί να μην υπάρχει ένα ενιαίο πλαίσιο (same rules) για τους ίδιους αυτούς κινδύνους;
Διότι φυσικά, δεν πρόκειται για τους «ίδιους κινδύνους»: η επίκληση αυτή δεν αποτελεί παρά μία υπεραπλούστευση, η οποία βασίζεται στο γεγονός ότι τα ΤΕΑ, όπως ακριβώς και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, χρησιμοποιούν το ίδιο όνομα για να αναφερθούν στον κίνδυνο που αναλαμβάνουν μέσω των εργασιών τους: «συνταξιοδοτικός». Το πλαίσιο όμως ανάληψης και διαχείρισης του συνταξιοδοτικού αυτού κινδύνου, όπως και τα εγγενή χαρακτηριστικά που φέρει, είναι τελείως διαφορετικά για τα ΤΕΑ και για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Η πλέον σημαντική διαφορά αφορά τη φύση του κάθε νομικού προσώπου: τα ΤΕΑ αποτελούν ανεξάρτητες, μη κερδοσκοπικές οντότητες, πλήρως διαχωρισμένες από τη χρηματοδοτούσα εταιρεία και τους ασκούντες διοίκηση/διαχείριση -ως εκ τούτου, δεν φέρουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου. Τα ΤΕΑ, ακόμη και όταν υπάρχει εργοδοτική καταστατική συμμετοχή, έχουν διοικητική αυτοτέλεια με στόχευση την ενίσχυση του συνταξιοδοτικού εισοδήματος των ασφαλισμένων του μελών. Στον μοναδικό αυτό σκοπό επικεντρώνονται όλες οι εργασίες και δράσεις του Διοικητικού Συμβουλίου ενός ΤΕΑ, χωρίς πιέσεις για μεγιστοποίηση κερδοφορίας σε τακτική βάση και με πλήρως διαχωρισμένα περιουσιακά στοιχεία, καθιστώντας έτσι ανενεργό τον κίνδυνο αντιπροσώπευσης (principal-agent risk) και χρεοκοπίας που εγγενώς μαστίζει τις ιδιωτικές κερδοσκοπικές εταιρείες.
Κριτήριο η υψηλή απόδοση επενδύσεων
Αντίθετα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτελούν κερδοσκοπικές μετοχικές εταιρείες που εμπορεύονται ασφαλιστικούς (και εσχάτως χρηματοοικονομικούς) κινδύνους μέσω των ΟΑΣ. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι τα ΟΑΣ αποτελούν ιδιοκτησία της ασφαλιστικής επιχείρησης, φέρουν κίνδυνο αντισυμβαλλομένου. Tα ΟΑΣ πωλούνται από την ασφαλιστική επιχείρηση, συσσωρεύοντας περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις στο όνομά της. Βασική πηγή για το κέρδος είναι η υψηλή απόδοση των επενδύσεων, την οποία θα μοιραστούν με τους ασφαλισμένους σύμφωνα με τον κανόνα «την απόδοση την ορίζει η ασφαλιστική και τη μοιρασιά την ορίζει το συμβόλαιο».
Συνεπώς, η ασφαλιστική έχει κίνητρα να πετύχει υψηλές αποδόσεις, που θα επιφέρουν υψηλά κέρδη. Ισχύει όμως εμπειρικά και ότι: «Τα μεγάλα ρίσκα μπορεί να επιφέρουν μεγάλα κέρδη ή και μεγάλες ζημιές». Και οι μεγάλες ζημιές έχουν φέρει το φαινόμενο να κλείσουν πολλές ασφαλιστικές εταιρείες στο πρόσφατο παρελθόν με κορυφαία την Ασπίδα, που οδήγησε στην απώλεια της περιουσίας σημαντικών ΟΑΣ. Αντιθέτως, αρκεί μια γρήγορη ανάγνωση των οικονομικών καταστάσεων που είναι αναρτημένες στις ιστοσελίδες του κάθε ΤΕΑ, για να διαπιστώσει κανείς την υγιή καθαρή οικονομική τους θέση.
Οι παραπάνω θεμελιώδεις διαφορές καθιστούν ανέφικτη την εποπτεία των ΤΕΑ και των Ασφαλιστικών εντός ενιαίου κανονιστικού πλαισίου. Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις (3ος πυλώνας) απαιτείται εποπτικό πλαίσιο το οποίο θα μεριμνά για την εξισορρόπηση των ανόμοιων και ενίοτε αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ των μετόχων (που έχουν ως κύριο μέλημα το κέρδος), της διοίκησης (με κύριο μέλημα τη βιωσιμότητα της επιχείρησης) και των ασφαλισμένων (με κύριο μέλημα την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους). Αντίθετα, για τα μη κερδοσκοπικά ΤΕΑ, το ζητούμενο εποπτικό πλαίσιο δεν αφορά εξισορρόπηση συμφερόντων αλλά τη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων επαγγελματικής διαχείρισης και συμπεριφοράς προς όφελος των ασφαλισμένων ως προς το ύψος των χορηγούμενων παροχών -εξού και οι υψηλές για παράδειγμα κανονιστικές απαιτήσεις πληροφόρησης των ασφαλισμένων μελών.
Τρεις ενδεικτικές διαφορές
Οι διαφορετικές αυτές στοχεύσεις έχουν ως αποτέλεσμα τις εξής τρεις ενδεικτικές διαφορές:
- Το Καταστατικό ενός ΤΕΑ υπέχει θέση Υπουργικής Απόφασης, δημοσιεύεται σε ΦΕΚ και συνιστά νόμο του Κράτους. Τα ΟΑΣ είναι ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και εμπορικών επιχειρήσεων, που ως Ανώνυμες Εταιρείες, επιδίδονται σε πιο άμεσες και ευέλικτες συναλλαγές που αφορούν αποκλειστικά ασφαλιστικά προϊόντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ευελιξίας αποτελεί η ενσωμάτωση στα ΟΑΣ ρητρών πρόωρης εξαγοράς (στην 3ετία ή την 5ετία), κάτι το οποίο απάδει από τη φιλοσοφία της μακροχρόνιας αποταμίευσης των ΤΕΑ.
- Τα ΤΕΑ οφείλουν να παρέχουν συγκεκριμένη, διαφανή, επαρκή και εξατομικευμένη πληροφόρηση προς όλα τα ασφαλισμένα τους μέλη (υφιστάμενα, υποψήφια και δικαιούχους). Αντίθετα, η πληροφόρηση των μελών των ΟΑΣ καθορίζεται από την εκάστοτε πολιτική της ασφαλιστικής επιχείρησης ή/και την συμφωνία με τον αντισυμβαλλόμενο εργοδότη.
- Τα ΤΕΑ συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις, εφαρμόζουν διαδικασίες και διακρατούν κεφάλαια φερεγγυότητας ανά κλάδο (προσέγγιση «οικονομικής και λογιστικής αυτοτέλειας»). Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις υφίσταται μία τελείως διαφορετική κανονιστική οπτική καθώς συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις και διακρατούν κεφάλαια φερεγγυότητας σε επίπεδο εταιρείας, με προφανή σκοπό την εκμετάλλευση της διασποράς των κινδύνων και τις αποτελεσματικότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις προς όφελος των μετόχων.
Μία δεύτερη θεμελιώδης διαφορά που καταρρίπτει το δόγμα των «ίδιων κινδύνων» αναδεικνύεται από τον ακόλουθο ιστορικά ριζωμένο περιορισμό των ΤΕΑ: ενώ οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι δυνατό να αντασφαλίζουν συνταξιοδοτικούς κινδύνους που αναλαμβάνουν τα ΤΕΑ, τα τελευταία δεν έχουν τη δυνατότητα να αντασφαλίζουν συνταξιοδοτικούς κινδύνους που αναλαμβάνουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Εάν αναλάμβαναν τους «ίδιους κινδύνους», γιατί να υφίσταται ένας τέτοιος περιορισμός; Γιατί δηλαδή να θεωρείται ιστορικά ανεπίτρεπτο για ένα ΤΕΑ να αντασφαλίζει τον συνταξιοδοτικό κίνδυνο μίας ασφαλιστικής επιχείρησης, τη στιγμή που, όπως υποστηρίζει το συγκεκριμένο δόγμα, διαχειρίζονται τους ίδιους ακριβώς κινδύνους; Ο λόγος είναι πολύ απλά ότι τελικά, δεν διαχειρίζονται τον ίδιο κίνδυνο: μπορεί το όνομα να είναι το ίδιο, αλλά η έννοια του συνταξιοδοτικού κινδύνου είναι τελείως διαφορετική για τα ΤΕΑ και τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Συγκεκριμένα:
- Για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο συνταξιοδοτικός κίνδυνος ταυτίζεται με τα εμπορεύσιμα χαρακτηριστικά του που τον καθιστούν δυνητικά αποτιμώμενο σε αγοραίες τιμές -ως εκ τούτου, η διαχείρισή του λαμβάνει χώρα μέσω χρηματοοικονομικών εργαλείων της αγοράς, με στόχο τη βελτιστοποίηση του λόγου απόδοσης/ρίσκου.
- Αντίθετα, για τα ΤΕΑ, ο συνταξιοδοτικός κίνδυνος ταυτίζεται με τον συγκεκριμένο ασφαλισμένο πληθυσμό των κοινωνικών εταίρων με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, είναι επομένως μοναδικός και κατά συνέπεια ούτε εμπορεύσιμος ούτε δυνητικά αποτιμώμενος με αγοραίους όρους. Ως εκ τούτου, η διαχείρισή του πραγματοποιείται με όρους σύνεσης (prudence), η οποία σε κάθε περίπτωση «επιστρέφει» στους ασφαλισμένους. Δεν υφίσταται επομένως στόχευση για αποτελεσματικότητα σε όρους απόδοσης/ρίσκου αλλά για διαγενεακή συντηρητικότητα, με στόχο τη μακροχρόνια βιωσιμότητα προς όφελος των κοινωνικών εταίρων και ασφαλισμένων.
Η διαφορετική επομένως φορολογική αντιμετώπιση του 2ου (ΤΕΑ) και του 3ου (Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις) πυλώνα ασφάλισης αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της κατανόησης ότι πρόκειται για ανόμοια πεδία, καθώς οι δύο συγκεκριμένοι πυλώνες χαρακτηρίζονται από διαφορετική φιλοσοφία και πλαίσιο λειτουργίας με βασικά διακριτικά στοιχεία τον κερδοσκοπικό ή μη χαρακτήρα τους και το διαχειριστικό-εποπτικό τους πλαίσιο.
Ως εκ τούτου, ενδεχόμενη φορολογική εξίσωση δεν θα εξαλείψει, όπως συχνά ακούγεται, κάποιους άνισους όρους ανταγωνισμού (arbitrage) αλλά, αντίθετα, κινδυνεύει να εισαγάγει ένα αχρείαστο καθεστώς ανταγωνισμού μεταξύ των δύο πυλώνων. Διότι ενδεχόμενη φορολογική εξομάλυνση θα αποθάρρυνε τους κοινωνικούς εταίρους να επιδείξουν εκείνη τη μακροχρόνια δέσμευση και διαρκή κανονιστική συμμόρφωση που απαιτεί η δημιουργία ενός ΤΕΑ, προς όφελος των πιο εύχρηστων και ευέλικτων ομαδικών συνταξιοδοτικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Η διαφορετική φορολογική αντιμετώπιση θεμελιώνεται επομένως στον διαφορετικό χαρακτήρα, στοχεύσεις, περιορισμούς και ευελιξίες του κάθε πυλώνα.
Αναγνωρίζοντας τον διαφορετικό και ιδιαίτερο χαρακτήρα της αποταμίευσης μέσω ενός ΤΕΑ, η ίδια κοινοτική νομοθεσία (άρθρο 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2341) επιτρέπει στα κράτη-μέλη να μπορούν προαιρετικά να επιλέξουν να εφαρμόζουν διατάξεις που αφορούν ΤΕΑ σε ΟΑΣ ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Επιτρέπουν, με διαφορετικά λόγια, να αποφασίσουν τα κράτη-μέλη αν επιθυμούν τα ΟΑΣ να λειτουργούν με όρους ΤΕΑ ή όχι.
Προφανώς, μία τέτοια επιλογή απαιτεί μαζικές εποπτικές αλλαγές στον 3ο πυλώνα -σημαντικότερη των οποίων αποτελεί ο αναγκαίος οργανωτικός διαχωρισμός των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων των νέων υβριδικών ΤΕΑ/ΟΑΣ από την ιδιοκτησία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Μόνο στο πλαίσιο μίας τέτοιας λειτουργικής και κανονιστικής εξομοίωσης θα είχε νόημα η φορολογική εξίσωση εισφορών και παροχών ΤΕΑ και ΟΑΣ. Προφανώς, όμως, σε μία τέτοια περίπτωση, οι επιπτώσεις θα ήταν πολλαπλές καθώς οι κοινωνικοί εταίροι της χώρας θα έχαναν την επιπλέον δυνατότητα να συνάπτουν ευέλικτα ΟΑΣ και θα οδηγούνταν αναγκαστικά στη λύση των περισσότερο κανονιστικά «πειθαρχημένων» και μακροχρόνιων δεσμεύσεων των ΤΕΑ (είτε απευθείας, είτε μέσω ασφαλιστικών επιχειρήσεων πλήρως διαχωρισμένων από αυτές).
Αξίζει όμως να αναφερθεί ότι η ενσωμάτωση της ως άνω αναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας στην ελληνική νομοθεσία δεν συμπεριέλαβε τη σχετική δυνατότητα του άρθρου 4 (βλ. σχετ. Ν.4680/2020). Ως εκ τούτου, ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε τη μη λειτουργική εξομοίωση των ΟΑΣ με τα ΤΕΑ. Για τον λόγο αυτό, η φορολογική διαφοροποίηση των ΤΕΑ από τα ΟΑΣ θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ, όπως ακριβώς επέλεξε ο νομοθέτης του Ν.4680/2020 να παραμένουν σε ισχύ οι θεμελιώδεις διαφοροποιήσεις τους.
* Ο Δρ. Χρήστος Π. Νούνης είναι Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α). και Πρόεδρος του Δ.Σ. του Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης του Υπουργείου Οικονομικών (ΤΕΑ-ΥΠ.ΟΙΚ.).