Την Τετάρτη 24/2 πραγματοποιήθηκε μια δημόσια διαδικτυακή συζήτηση της διαΝΕΟσις για το ασφαλιστικό, το δημογραφικό και τις προκλήσεις που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε στο μέλλον. Τέσσερις ειδικοί από τον πολιτικό και τον ακαδημαϊκό χώρο, με εμπειρία και γνώση γύρω από το θέμα, τοποθετήθηκαν προτείνοντας λύσεις που θα καθιστούσαν το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας βιώσιμο. Πιο συγκεκριμένα, στη συζήτηση που συντόνισε ο Διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρής Γεωργακόπουλος, συμμετείχαν οι: Παναγιώτης Τσακλόγλου, Υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Έφη Αχτσιόγλου, Βουλευτής Επικρατείας ΣΥΡΙΖΑ και π. Υπουργός Εργασίας, Μιλτιάδης Νεκτάριος, Ομότιμος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, Μάνος Ματσαγγάνης, Καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και Πλάτων Τήνιος, Αν. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.
O κύκλος τοποθετήσεων ξεκίνησε με τον Υφυπουργό Κοινωνικής Ασφάλισης Παναγιώτη Τσακλόγλου, ο οποίος τόνισε την ανάγκη μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης και μετάβασης από ένα αμιγώς διανεμητικό σύστημα σε ένα εν μέρει κεφαλαιοποιητικό, με δεδομένη τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού της χώρας. Στην παρουσίασή του, την οποία μπορείτε να βρείτε εδώ, ανέφερε πως η δημογραφική γήρανση αποτελεί πρόβλημα σε όλες τις δυτικές κοινωνίες, οι οποίες σταδιακά μεταρρύθμισαν τα ασφαλιστικά τους συστήματα, ενισχύοντας τα κεφαλαιοποιητικά τους στοιχεία με επιτυχία. Όπως υπογράμμισε ο κ. Τσακλόγλου, η Ελλάδα στο παρελθόν επιχείρησε την αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης με τις επικουρικές συντάξεις, οι οποίες έγιναν επίσης διανεμητικές με μεγάλο ποσοστό αναπλήρωσης, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην υπό σχεδιασμό μεταρρύθμιση, η οποία αφορά μόνο το κομμάτι της επικουρικής ασφάλισης. Αυτή, όπως τόνισε, θα παραμείνει δημόσια, αλλά θα μετατραπεί σταδιακά από διανεμητικού συστήματος σε κεφαλαιοποιητικού. Ο Υφυπουργός στη συνέχεια ανέλυσε συνοπτικά το πώς θα γίνει αυτό, και ποιες κατηγορίες ασφαλισμένων θα αφορά.
Τον λόγο στη συνέχεια τον λόγο έλαβε η κα. Έφη Αχτσιόγλου, η οποία αμφισβήτησε την ανάγκη μετάβασης σε ένα τέτοιο σύστημα, αλλά και την ιδέα ότι το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, ως έχει, δεν είναι βιώσιμο. «Το δημόσιο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της εποχής», υποστήριξε. «Η μετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, έστω και εν μέρει, όχι μόνο δεν είναι αναγκαία αλλά δεν είναι και μια ορθή επιλογή για το κοινωνικό και το δημόσιο συμφέρον». Η κα. Αχτσιόγλου συμφώνησε ότι το δημογραφικό πρόβλημα είναι δεδομένο και είναι σοβαρό, ενώ για την Ελλάδα οι δημογραφικές προβολές είναι δυσμενείς, αλλά η πρόκληση αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί στη βάση της μεταρρύθμισης του συστήματος που έγινε το 2016, πράγμα που, όπως τόνισε, επιβεβαιώνουν και τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα.
Τόνισε, επίσης, πως το ότι υπάρχον σύστημα είναι διανεμητικό αποτρέπει την φτωχοποίηση των συνταξιούχων. Μία μεταρρύθμιση όπως αυτή περιεγράφηκε από τον αρμόδιο Υφυπουργό, πρόσθεσε, δεν θα ήταν υπέρ του δημοσίου συμφέροντος διότι θα άφηνε έκθετους τους σημερινούς συνταξιούχους, ενώ οι εισφορές των νέων συνταξιούχων θα εκτίθενται στον επενδυτικό κίνδυνο. Έθεσε, δε, και άλλα ζητήματα, όπως το κενό των επενδύσεων -το οποίο δεν διευκρινίζεται πώς θα καλυφθεί- και η διεθνής εμπειρία. Σύμφωνα με την κα. Αχτσιόγλου, τριάντα χώρες επιχείρησαν αυτή την μεταρρύθμιση, αλλά στη συνέχεια δεκαοχτώ από αυτές επέστρεψαν σε ένα αμιγώς διανεμητικό σύστημα.
Στη συνέχεια, ο κ. Μιλτιάδης Νεκτάριος, υπογράμμισε πως «η Ελλάδα είναι σχεδόν η μοναδική χώρα στην Ευρώπη η οποία δεν κατάφερε τα τελευταία σαράντα χρόνια να επιτύχει μια πολιτική συναίνεση για να κάνουμε εγκαίρως μια μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα». Κατά την περίοδο των μνημονίων, τόνισε, το πολύ υψηλό ποσοστό αναπλήρωσης (95%- 100%), έπεσε στο 70% και σταδιακά θα πέσει στο 50%, ενώ υπήρξε και παραμένει η έντονη κρατική χρηματοδότηση που απορροφά το 40% των γενικών φορολογικών εσόδων ή 10% του ΑΕΠ, η οποία αποτελεί και τη «αχίλλειο πτέρνα» του συστήματος. Αφού έκανε μια σύντομη αναδρομή στις προσπάθειες μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος κατά τα τελευταία χρόνια διακυβέρνησης επί ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, κατέληξε στο τι πρέπει να γίνει σήμερα. Τόνισε ότι σήμερα έχουμε το μεγαλύτερο «αφανές χρέος» ασφαλιστικού συστήματος στον κόσμο, το οποίο επηρεάζει έντονα την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, και υπενθύμισε πως μέχρι το 2032 η χώρα μας βρίσκεται σε περίοδο χάριτος. Μετά, θα χρειαστούμε πόρους για τη δημόσια χρηματοδότηση της υγείας αλλά για την μακροχρόνια φροντίδα με δεδομένη τη γήρανση του πληθυσμού. Για να είναι βιώσιμο το σύστημα, ο κ. Νεκτάριος υπογράμμισε τις προτάσεις που έχει διατυπώσει σε σχετική έρευνα του 2018: μείωση των εισφορών κατά 30%, δημιουργία νέου διανεμητικού συστήματος για τους ασφαλισμένους μετά το 1992 με βάση το σουηδικό μοντέλο, κεφαλαιοποιητικό σύστημα με πλήρη κεφαλαιοποίηση για όλους τους ασφαλισμένους και, τέλος, μεταβατικό σύστημα για τους ασφαλισμένους πριν το 1992, το οποίο θα ολοκληρώσει τη λειτουργία του μέχρι το 2045.
Ο κ. Πλάτων Τήνιος , ο οποίος υπήρξε και μέλος της επιτροπής Σπράου στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, μίλησε μεταξύ άλλων και για την πρόταση εκείνης της μελέτης, η οποία περιλάμβανε και την πλήρη αξιοποίηση της προηγούμενης γενιάς –της επονομαζόμενης «γενιάς του Πολυτεχνείου». Όπως τόνισε, εκείνη την εποχή η συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού είχε 25 χρόνια εργασίας μπροστά της. Πλέον, η γενιά αυτή έχει συνταξιοδοτηθεί, ενώ δεν δούλεψε όσο θα έπρεπε και σήμερα χρειάζονται ενέσεις ρευστότητας από τους νεότερους, οι οποίοι είναι μικρότεροι σε αριθμό, για να την υποστηρίξουν. Οι αλλαγές σήμερα γίνονται πολύ πιο δύσκολες, ενώ η υφή του συστήματος έχει αλλάξει. Οι ίδιες αλλαγές γίνονται ολοένα και λιγότερο χρήσιμες. Σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, υπογράμμισε ο κ. Τήνιος, ο μεγάλος σύμμαχος είναι ο χρόνος, ώστε να μπορέσει να αποδώσει μια εκθετική συνάρτηση. Το πρόβλημα, όπως είπε, είναι ότι «οι πολυπληθείς ομάδες δεν έχουν τον χρόνο μπροστά τους έτσι ώστε η κεφαλαιοποίηση να έχει μια ουσιαστική επίπτωση στην μακροοικονομία. Αν υποχωρήσουμε – αυτό που φαίνεται να κάνει η κυβέρνηση- και το εφαρμόσουμε σε μικρότερους αριθμούς ατόμων, για τη θετική επίδραση θα πρέπει να περιμένουμε πάρα πολύ». Κατά τον κ. Τήνιο, πιο σημαντικά από το θέμα «ασφαλιστικό – συντάξεις» είναι δύο άλλα, συμπληρωματικά θέματα: πρώτον, το θέμα της εργασίας και της επιχειρηματικότητας, της αξιοποίησης των αποθεμάτων εργασίας. Όπως τόνισε, η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι πολύ χειρότερη απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, ενώ και η γενιά του Πολυτεχνείου (η οποία είναι ως επί το πλείστον είναι καλά στην υγεία της) δεν συμμετέχει σε σημαντικό βαθμό. Για αυτές τις δύο ομάδες, πρέπει να βρεθούν τρόποι συμμετοχής. Το δεύτερο θέμα είναι αυτό που αποκάλεσε «χάσμα κοινωνικής φροντίδας» για το οποίο πρέπει να μεριμνήσουμε. Τόνισε ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα μακροχρόνιας φροντίδας, καθώς στο μέλλον δεν θα υπάρχουν ούτε τα χρήματα, ούτε και το προσωπικό για την παροχή αυτών των υπηρεσιών.
Εν συνεχεία, τοποθετήθηκε ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης, ο οποίος ξεκίνησε αναφέροντας πως πρέπει να σταματήσει η παροχή επιπλέον πόρων στο ασφαλιστικό σύστημα για διάφορους λόγους. Η συνταξιοδοτική δαπάνη είναι ήδη στα ύψη και αυτό στερεί πολύτιμους πόρους από κοινωνικές και άλλες πολιτικές –το 80% και πάνω των ανέργων δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας, όπως υπενθύμισε, ενώ απαιτείται και μια γενναία επένδυση για την κατάρτιση και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων. Οι συνταξιούχοι κατά την περίοδο 2010-2015 υπέστησαν περικοπές, αλλά άλλες ομάδες του πληθυσμού είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται πολύ περισσότερο ή και να μηδενίζονται. Αυτό ενισχύθηκε με την πανδημία, ενώ οι συντάξεις και οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων δεν επηρεάστηκαν. Αναφερόμενος στο σχέδιο που παρουσίασε ο Υφυπουργός Παναγιώτης Τσακλόγλου, εξέφρασε την ανησυχία του για την επιτυχία εφαρμογής του και αυτό διότι αφορά ένα υφιστάμενο σύστημα το οποίο παράγει ελλείμματα και είναι πανάκριβο, ενώ η μετάβαση σε αυτό θα δημιουργήσει ένα δημοσιονομικό κενό, το οποίο θα πρέπει να καλυφθεί. Τέλος, υπογράμμισε την ανησυχία του για το ζήτημα του πολιτικού κινδύνου σε μία χώρα χαμηλής συναίνεσης όπως είναι η Ελλάδα. Αν εφαρμοστεί το σχέδιο που παρουσίασε ο κ. Τσακλόγλου, τόνισε, «οι πρώτες επικουρικές συντάξεις θα καταβληθούν το 2050. Τα επόμενα 30 χρόνια ο κουμπαράς θα γεμίζει. Τι θα εμποδίσει μια επόμενη κυβέρνηση να καλύψει άλλες ανάγκες από αυτόν τον κουμπαρά, όπως συνέβη στην Αργεντινή το 2008, στη Βολιβία το 2010, στην Ουγγαρία το 2011, στο Καζακστάν το 2013 κ.λπ.;» Τα παραδείγματα χωρών όπως η Δανία και η Νορβηγία, που διαχειρίζονται τέτοια συστήματα με αποτελεσματικό τρόπο, είναι γνωστά. Ο κ. Ματσαγγάνης διατύπωσε, όμως, το ερώτημα αν η δική μας πολιτική πραγματικότητα προσομοιάζει περισσότερο αυτών των χωρών, ή της Αργεντινής, της Ουγγαρίας και του Καζακστάν. Τέλος, και ο κ. Ματσαγγάνης τόνισε το θέμα της συναίνεσης. Η κυβέρνηση, είπε, πρέπει να αναζητήσει ευρύτερες συναινέσεις και να σεβαστεί τα μέτρα εξυγίανσης που θεσμοθετήθηκαν το διάστημα 2010-2016, πολλά από τα οποία πλέον έχουν καταργηθεί.
Στο τέλος της συζήτησης η κ. Αχτσιόγλου και ο Υφυπουργός Π. Τσακλόγλου είχαν την ευκαιρία να σχολιάσουν και να απαντήσουν σε όσα ακούστηκαν από τους τρεις καθηγητές, με έμφαση και σε κάποια πράγματα που γράφτηκαν από πολλούς σχολιαστές που παρακολουθούσαν τη συζήτηση. Ειδικά για το θέμα της συναίνεσης, που αναφέρθηκε από πολλούς, ο κ. Τσακλόγλου τοποθετήθηκε ως εξής: «Θα προσπαθήσουμε να πετύχουμε μία όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση. Μακάρι ο διάλογος να διεξαχθεί σε ένα τόσο καλό επίπεδο με όλα τα κόμματα και με τους κοινωνικούς φορείς. Όσο το δυνατόν ευρύτερη συζήτηση μπορούμε να κάνουμε, θα την κάνουμε. Αλλά από την άλλη μεριά δεν μπορούμε να βάζουμε τη συναίνεση σαν προϋπόθεση. Αν το κάναμε αυτό, καμία μεταρρύθμιση δεν θα γινόταν».