Η πλειοψηφία των δύο τρίτων στην Bundestag εξαίρεσε τις αμυντικές δαπάνες από τον κανονικό προϋπολογισμό, επιτρέποντας νέο χρέος άνω του 1% του ΑΕΠ ενώ ίδρυσε ένα ειδικό ταμείο υποδομών ύψους 500 δισ. ευρώ. Οι αμυντικές δαπάνες θα προκαταβάλλονται, αλλά σε ό,τι αφορά τα έργα υποδομής θα χρειαστούν χρόνο.
Αύξηση χρέους με αβέβαια αποτελέσματα
Η απόφαση αυτή είναι πιθανό να ενισχύσει τις ιδιωτικές επενδύσεις έως και +5,9% σωρευτικά σε διάρκεια χρόνου 12 ετών – όσο και η διάρκεια του Ταμείου Υποδομών, αν και απαιτούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να υπάρξει μία δυνητική ανάπτυξη. Οι δημοσιονομικές δαπάνες που χρηματοδοτούνται από το χρέος αναμένεται να προσθέσουν +0,3% στο ΑΕΠ το 2025, με την ανάπτυξη να επεκτείνεται σε +1,7% το 2026 και +2,1% το 2027. Ωστόσο, οι κίνδυνοι όπως ο πληθωρισμός και οι περιορισμοί παραγωγικής ικανότητας παραμένουν και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να υπερβεί το 2,03% επί του κατά 72% από 62,8% επί του παρόντος.
Οι αγορές τιμολόγησαν
Οι κεφαλαιαγορές είχαν ήδη τιμολογήσει τις εξελίξεις με αποτέλεσμα τώρα να χρεώνουν περίπου 30 μονάδες βάσης υψηλότερα επιτόκια στη Γερμανία. Λαμβάνοντας υπόψη την ανοδική πορεία της ανάπτυξης και του πληθωρισμού, το πρόσθετο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους που προκύπτει για τη Γερμανία θα πρέπει να είναι διαχειρίσιμο (0,1-0,2% του ΑΕΠ, ceteris paribus).
Μπορεί ο Αμερικανός καταναλωτής να αντέξει;
Η οικονομία των ΗΠΑ φαίνεται να αποδυναμώνεται ραγδαία εν μέσω εμπορικών εντάσεων, αβεβαιότητας πολιτικής και κινδύνου υψηλότερου πληθωρισμού. Η έκταση της πιθανής ζημίας εξαρτάται από τρεις παράγοντες: τα εισοδήματα των νοικοκυριών, τους ισολογισμούς και την πορεία του χρηματιστηρίου.
Αναλύοντας την αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ με βάση τις συναλλαγές, τα spreads ομολόγων και τη χρηματιστηριακή αγορά, παρατηρείται πτώση κατά -0,7% στο τέλος του πρώτου τριμήνου, λόγω μετοχικών αποτιμήσεων και επιβολής εμπορικών δασμών. Με αυτά τα δεδομένα το ΑΕΠ των ΗΠΑ θα είναι σταθερό το πρώτο εξάμηνο του 2025 ή θα αυξηθεί κατά +1,6% το 2025, εάν οι εμπορικές εντάσεις υποχωρήσουν μέχρι τα μέσα του έτους
«Πρώτα η Αμερική»
Η έμφαση του Τραμπ να αυξήσει την παραγωγή και να ενισχύσει τον μεταποιητικό τομέα στις ΗΠΑ καθώς και τον τομέα της τεχνολογίας ώθησε τις εταιρείες των ΗΠΑ να δεσμεύσουν επενδυτικά κονδύλια για τα επόμενα χρόνια. Ετσι, οι γίγαντες της τεχνολογίας και των ημιαγωγών Apple και TSMC κινήθηκαν πρώτοι, ακολουθούμενες από τις φαρμακευτικές εταιρείες Amgen, Merck και Eli Lilly, με σχεδιασμό νέων γιγαντιαίων εργοστασίων στις ΗΠΑ.
Συνολικά, τα επενδυτικά κονδύλια θα πρέπει να ξεπεράσουν το όριο του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί περίπου στο 3% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ωστόσο, οι επενδυτές τίτλων χρέους ανησυχούν για το υψηλότερο λειτουργικό κόστος που περιορίζει τα περιθώρια κέρδους – οι δείκτες των ΗΠΑ μειώθηκαν -10% από την ορκωμοσία του Τραμπ – και οι ροές επενδύσεων χαρτοφυλακίου δείχνουν μια σαφή μετατόπιση κεφαλαίων από τις αμερικανικές μετοχές (-41% σε ETFs των ΗΠΑ) προς την Ευρώπη (+97%) και λιγότερους κινδύνους από αναδυόμενες οικονομικές αγορές.
Αυτή η απόκλιση υποδηλώνει ότι, αν και οι επενδυτές παραμένουν σίγουροι για την πραγματική οικονομία της Αμερικής, είναι ωστόσο επιφυλακτικοί σχετικά με τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές πολιτικής